Λοιπόν, που λέτε, ο Kyle Craft είναι μεγάλη προσωπική μου αδυναμία.
Το ντεμπούτο του “Dolls of Highland” με είχε αφήσει άναυδο και όσοι με διάβαζαν παλιότερα θα θυμούνται πως φιγούραρε ψηλά στη λίστα με τα καλύτερα του 2016, δίπλα σε κορυφαία albums όπως τα “Blackstar”, “Nonagon Infinity”, “A Moon Shaped Pool”, “Skeleton Tree” κ.ά.
Δυο χρόνια μετά, ο 29χρονος δημιουργός πράττει το απίστευτο και ξεπερνάει ένα album που ήταν ΤΟΣΟ ΓΑΜΗΜΕΝΑ ΚΑΛΟ. Στα μάτια μου, είναι σαν ένας μεταμοντέρνος Bob Dylan, με την αυθάδεια του Marc Bolan, τη συνθετική άνεση ενός David Bowie φάσης Ziggy Stardust και τη ματιά στραμμένη στις όχθες του Μισσισσιππή. Ο Craft άνετα θα μπορούσε να βρίσκεται στα ‘70s και να διαπρέπει, το ταλέντο του έρχεται από εκείνη την εποχή, πρόκειται για ένα σπάνιο και θεόσταλτο δώρο στη μουσική.
Σε αντίθεση με το ντεμπούτο που ήταν αυστηρά προσωπική του υπόθεση, στο “Full Circle Nightmare” o Craft αξιοποιεί πλήρως την κανονική μπάντα που τον συνοδεύει: αυτή τη φορά το album ηχογραφήθηκε ζωντανά στο studio και οι δείκτες της ενέργειας χτυπάνε κόκκινο (θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση αν μάθαινα ότι ο τύπος δεν κωλοχτυπιόταν καθώς έπαιζε), ενώ οι ενορχηστρώσεις έχουν περισσότερο βάθος και πλουσιότερο ηχόστρωμα, με συνέπεια τα τραγούδια να ηχούν πιο ολοκληρωμένα.
Και, αχ, αυτά τα τραγούδια! Πραγματικά, δεν θα έγραφα τίποτα από όλα αυτά, αν ο τσόγλανος δεν ήταν τόσο καλός τραγουδοποιός. Παρόλο που το συνθετικό του scope έχει διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, η μουσική του παραμένει εστιασμένη και περιστρέφεται γύρω από τους συναισθηματικούς κραδασμούς του χωρισμού και στα διάφορα περιπετειώδη μέρη που μπορεί να σε οδηγήσει το αντίο. O ίδιος ανέφερε πως το album είναι “ολότελα αυτοβιογραφικό” και αν ισχύει αυτό, τα τελευταία δυο χρόνια πρέπει να ήταν πολύ… ε, χμ, ενδιαφέροντα γι’ αυτόν.
Το “Fever Dream Girl” ανοίγει τον δίσκο σε μια power-pop φρενίτιδα και προειδοποιεί για τις επερχόμενες καταστροφές (ευχαριστούμε, αλλά θα πάρουμε), ενώ τo αμεσότατο ομώνυμο κομμάτι σφύζει από ντελιριακές μελωδίες κι ανεβάζει τον τροβαδούρο στο παλκοσένικο, με τους θαμώνες να χειροκροτούν όρθιοι. Το “Heartbreak Junky” διέπεται από country έξαψη και μετατρέπει ένα καταδικασμένο ρομάντζο σε καλειδοσκοπικό ύμνο, ενώ oι ακουστικές κιθάρες του “The Rager” συναγωνίζονται σε αιχμηρότητα μια αφήγηση που στάζει δηλητήριο. Το “Exile Rag” ξεπετάγεται μέσα από τον εκ-στατικό ηλεκτρισμό του “Exile On Main St.” και το τιμάει δεόντως, ενώ τα hooks του “Belmont” είναι πελώρια, ευφορικά και βγάζουν το καπέλο στον Jack White.
Οι folk καταβολές και ο συγκρατημένος τόνος του “Slick & Delta Queen” ταιριάζουν γάντι στο τσακισμένο crooning του Craft, ενώ στο “Fake Magic Angel” τα blues πνεύματα οξύνονται και οι αχανείς, μοναχικοί αυτοκινητόδρομοι του Jack Kerouac γίνονται καταφύγιο από την υπαρξιακή κρίση. Το “Bridge City Rose” σκαλίζει εις βάθος τη μακρά αμερικανική παράδοση με το πιάνο και τη φυσαρμόνικα να συνοδεύουν μια παράλληλη ιστορία απώλειας, καθώς ο Kyle περιγράφει μια πανέμορφη αλλά μυστηριώδη γυναίκα με τρόπο και ύφος που θα έκανε τον Ryan Adams να χειροκροτήσει από την άκρη του μπαρ. Για το τέλος, το “Gold Calf Moan” είναι μια θριαμβευτική μπαλάντα έκπτωτης αγάπης, πόνου και συγχώρεσης που δεν αφήνει περιθώρια όσον αφορά την εγγύτητα των όσων βιωμένων εξιστορεί.
Οι στίχοι απαιτούν ξεχωριστή μεταχείριση. Πρόκειται για ποίηση του δρόμου, εκεί όπου τα λογοπαίγνια, οι ομοιοκαταληξίες και τα παιχνιδίσματα με τις λέξεις μετατρέπονται σε εργαλείο αυτοπροστασίας μέσω του αυτοσαρκασμού. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύονται τον έρωτα, την απιστία, τα επικίνδυνα θηλυκά και τις παγίδες που κρύβει η θεοποίηση ενός εραστή είναι γεμάτος βιτριολική ειρωνεία, εύστροφη παρατηρητικότητα και μια αίσθηση αναπόφευκτου -και αναπόδραστου- ολέθρου. Όταν ο Craft κραυγάζει (παρά τραγουδάει) “and you’re off to find a stranger paradise”, πέρα από το ότι περιγράφει πολλά πρωινά μου, μoυ ανοίγει και ταυτόχρονα μου ξεσκίζει την καρδιά.
Αν δεν συμβούν σημεία και τέρατα στη δισκογραφία στο υπόλοιπο της χρονιάς, η κορυφή μου για φέτος έκλεισε πολύ νωρίς.
662