MAGNUM: “Lost on the Road to Eternity”

Από τους οπαδούς των Magnum ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για τη μίνι εισαγωγή που ακολουθεί, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι οι συστάσεις πιθανόν να μην περιττεύουν για μια ακόμα μπάντα που έδωσε καταπληκτικούς δίσκους στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90.

Οι Magnum λοιπόν περηφανεύονται για περίπου 40 χρόνια ιστορίας στο χώρο του μελωδικού hard rock, μπολιασμένου με prog νότες, στα βήματα των Asia, των Wishbone Ash, των Uriah Heep, αν και τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι πάντα επικίνδυνες. Με τη συνέχειά τους μετά τη δεκαετία του ‘90 και την πρώτη διάλυση κάπου στο 1995-1996, πιάνονται ακόμα περισσότεροι αδιάβαστοι, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου, αφού το πεδίο δράσης τους από το 2001 και την επανασύνδεση ήταν για μένα τουλάχιστον θολό. Αισίως λοιπόν φτάσαμε στο 2018 και το 20o άλμπουμ της μπάντας, που τώρα απαρτίζεται από τους δύο παλιούς, trademark, Bob Catley στα φωνητικά και Tony Clarkin, κιθαρίστα και συνθέτη, και τρία νεότερα μέλη στα τύμπανα, το μπάσο και τα πλήκτρα.

Ο Bob Catley δεν είναι, σχεδόν φυσιολογικά, ο ίδιος που ήτανε στο The Flood, και τα βίντεο που κυκλοφορούν αποτυπώνουν το άγγιγμα του χρόνου, αλλά σοφά κατευθύνει τη φωνή του σε βατές περιοχές, αν και αισθητά πιο τραχείς σε σύγκριση με τις ερμηνείες προ 20 και 30 ετών.

Θα ρωτήσουν οι Θωμάδες και καλά θα κάνουν: υπάρχουν κομμάτια στο Lost on the road to eternity που θα επιζήσουν το τεστ του χρόνου όπως κάποτε το The Flood, το Les Morts Dansants? Ίσως όχι με πολύ αυστηρά κριτήρια, αλλά αναμφισβήτητα υπάρχουν τραγούδια που άξια στέκονται δίπλα στα κλασικά, παρά τα 40 χρόνια στην πλάτη, τη φθορά στη φωνή και το αναπόφευκτο καταλάγιασμα του δημιουργικού οίστρου, όπως το κολλητικό  Storm Baby, το ποζεράδικο Without Love και το Welcome to the Cosmic Cabaret που ακούγεται φρέσκο και ζωντανό, σαν να ήταν χτες. 

Ο δίσκος προσφέρει καλή ποικιλία, με midtempo κομμάτια, σήμα κατατεθέν του γκρουπ, αλλά και πιο πομπώδεις/συμφωνικές απόπειρες σαν το ομώνυμο που φτιάχτηκε με συμβολή ορχήστρας, όπως και πιο δυνατά, ριφάτα κομμάτια. Βέβαια δεν κινείται όλος στο ίδιο επίπεδο, με το δεύτερο μισό να ψάχνεται να χαρακτηριστεί γέμισμα, αλλά συνολικά πρόκειται για μία πολύ καλή προσπάθεια που δε θα απογοητεύσει κανένα οπαδό του γκρουπ και που υπενθυμίζει πόσο υποτιμημένη είναι αυτή η μπάντα. Οι Magnum αποκαθηλώνουν με άνεση την εικόνα ενός δίσκου – εσμού μετριοτήτων. Δεν πρόκειται για τον κλασικό δίσκο που θα πάει άκλαυτος – αφορμή για περιοδεία, αλλά για το 20ό, αξιοπρεπέστατο παραδοτέο των Εγγλέζων μελωδικών hard rockάδων. 

659
About Χρήστος Αθανασιάδης 48 Articles
Έχει απαρνηθεί δις το metal ψάχνοντας το νόημα σε άλλα ιδιώματα και ισάριθμες φορές έχει επιστρέψει γονυπετής ζητώντας άφεση αμαρτιών. Στο μουσικό πεντάγραμμο πάντως αναζητά το σημείο κάπου στο άπειρο που τέμνονται η post-πνευματικότητα των Talk Talk, η επιτυχία στις μεταγραφές του Miles Davis, ο χαμαιλεοντισμός των Bowie/Eno, η συναισθηματική νοημοσύνη των Rush και η ευφυής δημιουργία των original Queensryche.