O David Glen Eisley πρωτοσυνεργάστηκε με τον Craig Goldie, όταν ο Gregg Giuffria σχημάτισε τους Giuffria, μετά την αποχώρησή του από τους Angel, το 1982. Μετά από δύο album και τη διακοπή της συνεργασίας με την MCA, το group διαλύεται το 1987, και ο Gregg Giuffria συνεχίζει τη διαδρομή του με τους House Of Lordsσ ε όλη τη διάρκεια της πρώτης τους περιόδου, ως το “Demons Out” του 1992.
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τριάντα χρόνια και μετά από έντονη προτροπή του Goldie, ο βετεράνος τραγουδιστής και μουσικός Eisley άρχισε να συνθέτει μαζί του νέο υλικό από τον Οκτώβριο του 2014. Μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα, οι δυο τους μαζί με τον αυθεντικό drummer Alan Krigger, εμφανίστηκαν ξανά ζωντανά ως Giuffria, στο Nottingham της Αγγλίας.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, όπως έχει άλλωστε συμβεί σχεδόν πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις μουσικών του μελωδικού hard rock που επιστρέφουν μετά από χρόνια, πως η λύση για την κυκλοφορία του νέου υλικού των δύο μουσικών δόθηκε από τη Frontiers. O Eisley, εκτός των φωνητικών, έχει ηχογραφήσει επιπλέον κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο και πιάνο, ενώ ο Goldie, εκτός από τις κιθάρες, έχει κι αυτός συνεισφορά στο μπάσο και τα πλήκτρα. Μαζί τους βρίσκεται στα τύμπανα ο πολύς Ron Wikso που έχει δουλέψει με ονόματα όπως οι The Storm, Foreigner, Cher, David Lee Roth και πολλοί άλλοι.
H μουσική του “Blood, Guts and Games” είναι στη βάση του μελωδικό hard rock που σε κάποια τραγούδια προσεγγίζει και το AOR. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πως το εισαγωγικό δίδυμο του μελωδικού (και πρώτου single) “The Heart Is a Lonely Hunter” και του rocker (και ίσως απολογητικού;) “I Don’t Belong Here Anymore” δίνουν συνοπτικά και τις δύο βασικές κατευθύνσεις σχεδόν των περισσότερων τραγουδιών του δίσκου. Αυτό που είναι ολοφάνερο πως λείπει αισθητά, είναι το μαγικό άγγιγμα ενός πληκτρά σαν τον Gregg Giuffria.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που κάνει εντύπωση είναι η διάρκεια των τραγουδιών: το συντομότερο είναι πέντε λεπτά, ενώ υπάρχουν δύο που ξεπερνούν τα έξι, ένα τα επτά, κι ένα τα οχτώ, χωρίς πραγματικά η δομή και η εξέλιξη των τραγουδιών να δικαιολογούν το μήκος τους. Δεν μπορεί όμως να παραβλέψει κανείς την εξαιρετική δουλειά του Goldie τόσο στις ρυθμικές κιθάρες, όσο και στα lead, ακόμα και στα πιο μέτρια τραγούδια του δίσκου, τα οποία δυστυχώς δεν είναι και λίγα.
Η γενική εντύπωση που μένει μετά το συνολικό άκουσμα, είναι πως η προσφορά των δύο μουσικών, χωρίς να είναι κακή, δεν είναι τελικά και κάτι το αξιομνημόνευτο, ειδικά σε μια χρονιά που στον συγκεκριμένο χώρο το στρίμωγμα από εξαιρετικές κυκλοφορίες είναι έντονο. Η απουσία δυνατών χαρτιών, πέρα από τρεις-τέσσερις πολύ καλές συνθέσεις, επιβαρύνεται και από την άνιση φωνητική παρουσία του Eisley, δυστυχώς το πέρασμα του χρόνου και η μακροχρόνια απραξία έχουν αφήσει τα σημάδια πάνω στην άλλοτε σπουδαία φωνή του και η συχνά υπερβολική προσπάθεια να πείσει πως είναι ακόμα ο ίδιος, τον εκθέτει και κουράζει τον ακροατή.
Οι φίλοι των δύο μουσικών, που σίγουρα θα οδηγηθούν και από νοσταλγία, θα βρουν κάποιους λόγους να επιστρέψουν στο “Blood, Guts and Games” έστω και με λίγη πίκρα. Οι υπόλοιποι θα προτιμήσουμε εύκολα να θυμόμαστε τη συμμετοχή τους στα άλμπουμ των Giuffria. Τουλάχιστον, για την ώρα…