AC/DC: “Let There Be Rock”

“In the beginning
Back in nineteen fifty five
Man didn’t know ’bout a rock ‘n’ roll show
‘N all that jive

The white man had the schmaltz
The black man had the blues
No one knew what they was gonna do
But Tschaikovsky had the news, he said

“Let there be sound, and there was sound
Let there be light, and there was light
Let there be drums, there was drums
Let there be guitar, there was guitar, ah
Let there be rock!”

And it came to pass
That rock ‘n’ roll was born
All across the land every rockin’ band
Was blowin’ up a storm

And the guitar man got famous
The business man got rich
And in every bar there was a superstar
With a seven year itch

There was fifteen million fingers
Learnin’ how to play
And you could hear the fingers pickin’
And this is what they had to say

Let there be light, sound, drums, ‘n guitar, ah
Let there be rock

One night in a club called the Shakin’ Hand
There was a 42 decibel rockin’ band
And the music was good
And the music was loud
And the singer turned and he said to the crowd

Let there be rock!”

Θα μπορούσα να σταματήσω χωρίς ουδεμία τύψη τη συγγραφή αυτού του κειμένου. Μερικές αράδες στίχων που από μέσα τους εκλύεται το ίδιο το “είναι” του rock’ n’ roll, ένα έκδηλο συμπέρασμα που καθόρισε τον γράφοντα (εμένα λέω μανάρι μου, που κοιτάς;) από την πρώτη φορά που άκουσε ηλεκτρική κιθάρα και αποφάσισε λίγο – πολύ ότι βρήκε το νόημα του σ’ αυτό το σημείο του χωροχρονικού συνεχούς που όλοι οι θνητοί ονομάζουμε απλά “ζωή”.

“Let There Be Rock” λοιπόν. Ένα θρυλικό album, από μια θρυλική μπάντα. Γεννημένο το Σωτήριον Έτος 1977, το έπος αυτό έμελλε να αλλάξει οριστικά τον τρόπο αντίληψης του rock και όχι μόνο για το συγκρότημα, αλλά για όλες τις κατοπινές γενιές μουσικών.

Εμφατικά προσανατολισμένο στην χρήση της κιθάρας ως Τέχνη και με τέλεια, για τα δεδομένα της εποχής, παραγωγή, απετέλεσε το ορόσημο και την πραγματική αιτία της παγκόσμιας επιτυχίας που απήλαυσαν αυτά εδώ τα πέντε τσογλάνια από την Αυστραλία. Στο album αυτό παγιώνεται ο ήχος των AC/DC, όπως έχει μείνει στη συνείδηση των φίλων τους (και δεν εννοώ μόνο τους αφοσιωμένους που ζουν και αναπνέουν για τη μουσική τους αλλά συνολικά σε οποιονδήποτε δεν πάσχει από ασθένειες των ώτων).

Η διαφοροποίηση στην τεχνοτροπία τους που πραγματοποιήθηκε από το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap” στο “Let There Be Rock”, αποτελεί μεγαλύτερο “άλμα” από, για παράδειγμα, την μετάβαση από το “High Voltage” στο “T.N.T.”. H μπάντα είναι ακόμη ριζωμένη στα νέγρικα blues, αλλά είναι το σημείο που οι αδελφοί Young ανακαλύπτουν τον έντονο, δηλητηριώδη, “μέσα-στη-μπίχλα” ήχο που στην ουσία τους εκτόξευσε στο Πάνθεον του star system. Όλες οι συνθέσεις είναι ποιοτικότατες, στακάτες και σφιχτοδεμένες, ορίζουν το είδος με εξαγριωμένα riffs, headbanging ρυθμούς και έναν Bon Scott, αληθινό υμνητή της επιλογής να ζεις βρώμικα, έναν πραγματικό, ungialadzi επαναστάτη που με περηφάνεια σου τραβάει μια κλωτσιά στον κώλο προσπαθώντας να σου υπενθυμίσει ότι η τρέλλα είναι ένα απολύτως σχετικό μέγεθος. Μια χαρακτηριστική μορφή, θεμέλιος λίθος του rock ως αντιληπτική συνιστώσα του παράδοξου ντουνιά που ζούμε. 

Αν προσπαθήσεις να βρεις μεμπτό σημείο στο album, θα πρέπει να ψάξεις πολύ. Μετά από 30 σχεδόν χρόνια αισθητικής συμβίωσης με το αντικείμενο, η μόνη “ατυχία” του δίσκου αυτού είναι η βαρύνουσα σκιά δύο “ογκόλιθων”, δύο τραγουδιών που ισοδυναμούν με επικύρωση γάμου, “όρκοι” αιώνιας αφοσίωσης στο ιδίωμα. Αναφέρομαι φυσικά στα “Let There Be Rock” και “Whole Lotta Rosie”.

Το ομώνυμο track σου μαγκώνει με την πρώτη νότα τα αχαμνά. Η ταχύτητά του σε κερδίζει άμεσα (και δεν θυμάμαι παρόμοια ισοταχή στιγμή στην διάρκεια της πορείας τους, τουλάχιστον σε όσα έχω παρακολουθήσει και σίγουρα η ταχύτερη της Bon Scott era), αλλά το σημαντικό στοιχείο είναι η σημειολογική αποτύπωση της κιθαριστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των αδελφών Malcolm και Angus Young στις κιθάρες, με τον πρώτο να εκτοξεύει τα απλότατα μεν, πιασάρικα ως οπίσθιο δεκαοκτάχρονης κουκλίτσας δε, riffs και με τον παλαβιάρη Angus να εκτυφλώνει με τα δακτυλικώς απαστράπτοντα solos του, αιχμαλωτίζοντας το μεγαλείο αυτού που (εμείς του “χώρου”, οι μεταλλοπατέρες, μη γελάτε εσείς οι πίσω!) συνηθίζουμε να καλούμε “rock ‘n’ roll overdrive” όσο καμία άλλη μπάντα.

Το“Let There Be Rock” είναι αντικειμενικά η στιχουργική κορύφωση του album, η πιο ιλαρή και συνάμα ξεγυμνωμένη και απόλυτα αληθινή απόδοση του τι θα πει “I’m a rocker” ως φιλοσοφία ζωής και όχι ως συλλέκτης rock ακουσμάτων, κάτι που δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά, όπως έχει αποδειχθεί πάμπολλες φορές. Ο σαρκασμός είναι άπλετος (“and the guitar man got famous…the business man got rich…” , σου θυμίζει κάτι αγόρι μου, που έχει βγάλει τα ματάκια σου πάνω στις παρτιτούρες; ναι, εσένα τον Ρωμιό λέω), κάθε φράση και ένα ρητό διαχρονικό, αλήθειες που ο καθένας μας έχει σκεφτεί αλλά δύσκολα θα μπορούσε να τις εκφράσει τόσο άμεσα, τόσο λαϊκά… ανεξίτηλες επιγραφές στο Βιβλίο Της Τέχνης.

Όσο για την ηχητική τσόντα που ακούει στο όνομα “Whole Lotta Rosie”, οι λέξεις (οι “κακές” φυσικά) δεν βρίσκονται εύκολα (ή βρίσκονται πανεύκολα, ανάλογα πόσο kathikis you feel). Αγαπημένο mind jerkin’ τραγούδι, με έναν τυπικώς πιο “χαζοχαρούμενο” στιχουργικά Bon Scott να αφιερώνει το ποίημά του σε μια νταρντάνω, γριούλα τσατσά (αν δε με απατά η μνήμη μου, πιθανότητα μικρή, να σημειώσω). Το βασικό riff, το ακούς μία φορά και κάνει ισόβιο installation στο μυαλό, οποιαδήποτε heavy / rock μπάντα, θα σκότωνε για να το έχει δημιουργήσει η ίδια, με τον Angus να παίζει όσο πιο γρήγορα είναι δυνατόν ξεσκίζοντας το “ταυράκι” του. Απλό ως συνήθως στη δομή του, εκστατικό στα solo του, σε αφήνει με κομμένη την ανάσα επιδρώντας άμεσα στους νευρώνες που απολήγουν τα ακουστικά αισθητήριά σου.

Αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την βαρύτητα των δύο κομματιών, αναφορικά με την γενική αξιολόγηση του δίσκου, θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε τα υπόλοιπα άσματα που συνθέτουν αυτήν τη δημιουργία. Εν αρχή υπάρχει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στις εκδόσεις, στις οποίες, στη μεν Αυστραλιανή έκδοση υπάρχει το “Crabsody In Blue”, ένα “φιλαράκο-τί-θα-γίνει-θα-βάλεις-ένα-διπλό;” δωδεκάμετρο μεθύσι, στα ίδια, ίσως και ανώτερα επίπεδα των προαναφερθέντων, που έμεινε στην αφάνεια γιατί στη μεγαλύτερη αγορά της Υφηλίου, στις States, είχε αντικατασταθεί με το αξεπέραστο “Problem Child”, το οποίο όμως είχε ήδη δει το φώς της ημέρας στο “Dirty Deeds…”! Και μη φανταστείς ότι ακούγεται καλύτερα εδώ ή ότι υπέστη κάποια ιδιαίτερη επεξεργασία, άσε που ίσως και να αποτελεί “κοιλιά” (παρ’ ότι κόβει κώλους ως σύνθεση) για την ροή του δίσκου, μιας και είναι εμφανής η διαφορά της παραγωγής σε σχέση με το σύγχρονο υλικό του “Let There Be Rock”. Να, ορίστε ένα “μελανό” σημείο αν έψαχνες να βρεις ένα, το οποίο δεν είναι μουσικά κατακριτέο αλλά εμπορικά.

Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια, άκρως ενδιαφέροντα και ενεργητικά, με κάποια από αυτά να εκδηλώνουν την συνάφεια με τις πρώτες, αγνές bluesy δουλειές τις μπάντας και κάποια να εμφανίζουν νεωτερισμούς, όπως για παράδειγμα το λιτό riff του “Dog Eat Dog” το οποίο μου θυμίζει το “Jailbreak” τωνThin Lizzy.

Θα έδινα ένα μεγάααλο βραβείο στην τραγουδοποιΐα του “Hell Ain’t a Bad Place to Be”. Αν είσαι “νέος” στο κουρμπέτι ίσως και να σου ξαναθύμισε μέρος του μεταγενέστερου και σίγουρα δημοφιλέστερου (για τους εμπορικούς λόγους που λέγαμε, και όχι φυσικά λόγω ποιότητας) “Ηoney What Do You Do For Money” που εμφανίστηκε στο τεράστιο “Back In Black”.

Το “Hell Ain’t A Bad Place To Be” είναι τελικώς αξιομνημόνευτο σε κάθε περίπτωση. Και όχι μόνο για μουσικούς λόγους, αν συνυπολογίσει κανείς ότι ήταν και η πρώτη διατάραξη των σχέσεων με την οργανωμένη θρησκεία (τα γνωστά, δεν κοιτάμε τι κρύβεται από πίσω, σκαλώνουμε σε τυπικότητες και προπαγανδίζουμε προβατολογικώς. Ούτε καν μπαίνουμε στον κόπο να εξηγήσουμε στα νέα παιδιά την πρόκληση ακριβώς αυτής της νεότητάς τους. Κατά τ’ άλλα, “έλα να σε σώσω”).

Heavy αποθέωση στα “Bad Boy Boogie” και “Go Down” που σε κάνουν να προσμένεις αυτή την κόλαση που σου υπόσχονται, με τους μουσικούς εμφανώς να το γλεντούν, ρέουν και τα δύο αβίαστα, δημιουργώντας καταπληκτικές ατμόσφαιρες, όπως και το “Overdose”, το οποίο δεν σου προσφέρει τίποτα λιγότερο από ότι αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος του.

Και φυσικά το εντυπωσιακότερο στοιχείο, προσωπικά σκεπτόμενος. Αυτή η “μαγκιά” συνολικά των intros των τραγουδιών. Μανάρι μου, δεν θα ακούσεις, ούτε ένα “κανονικό”, “politically correct”, εισαγωγικό θέμα. Ένα απλούστατο, “ξυνό” ακκόρντο για έναρξη, σαν κάποιος να πάτησε το power on στον ενισχυτή και πήγε βόλτα. Ο παραγωγός, συνειδητά, αποφεύγει να υποδείξει εδώ. Μπορεί να σε ενοχλήσει η τραχύτητα, αλλά τελικά το επίκεντρο του δίσκου, είναι αυτό. Η ωμότητα και η ξεγνοιασιά. Η κυριολεκτική έννοια του “punk”, ως έκφραση με νότες και όχι ως οργή ανέργων. Τους ακούς. Τα σπάνε σε κάθε νότα και αυτό το feeling ουδέποτε επανεμφανίστηκε, μιας και η αλλαγή πίσω από το μικρόφωνο στα “γυαλισμένα” “Highway To Hell” και “Back In Black” που ακολούθησαν, με τον Brian Johnson να παίρνει τη θέση του αποθανόντος Bon Scott ο οποίος άφησε τα εγκόσμια λόγω αναρρόφησης μετά από μια έξαλλη αλκοολική βραδιά στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1980, όρισε μια εντελώς διαφορετική, πάντα στα πλαίσια του hard rock, μπάντα και αν είσαι φίλος (και όχι απλά οπαδός) το ξέρεις ήδη αυτό.

Μετά από το “Let There Be Rock”, οι AC/ DC ποτέ δεν κοίταξαν πίσω ως μέγεθος της μουσικής βιομηχανίας και η ιστορία τους είναι λίγο – πολύ γνωστή ακόμη και σε εντελώς επιφανειακούς ακροατές της ηλεκτρικής μουσικής. Δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανείς για την θέση τους στην Ιστορία.

Λοιπόν. Να συνοψίσουμε; Αν πληρείς τις προϋποθέσεις τσογλανισμού, αγνότητας συναισθημάτων, ασταμάτητου headbanger, μουσικά ριψοκίνδυνου, γλοιώδη, ενσυνειδήτως ασυνείδητου, σκεπτοαστόχαστου και υπέρ άνω όλων, παντελώς αδιάφορου για καθωσπρεπεισμούς rocker, αυτή είναι η “παραλία” σου. Αλήτεψε χωρίς ούτε μια στιγμή να παραβείς τις όποιες ηθικές αρχές έχεις. Ακούμπα τη βελόνα στο βινύλιο, άσε τις νότες να εισχωρήσουν μέσα σου και γεύσου τους οργασμούς του πιο “τσοντάδικου” rock που εμφανίστηκε ποτέ στο ηλιακό μας σύστημα. Ο Μέγας Πόρνος χαμογελάει από τα αθάνατα ύψη στα οποία αιωρείται. Για πάντα εκεί, δίπλα σε όλους τους Μέγιστους που όρισαν την πιο υπαρκτή φιλοσοφία μέσω της σκληρής μουσικής. Την ελευθερία του ανθρώπου.

“…And the music was good ! And the music was loud !” ή όπως λέει και η Ντίνα, ένα κορίτσι που του αρέσουν τα blues και κατά πάσα πιθανότητα διαθέτει τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου, “η ουσία είναι στην κραυγή”. Δίκιο βουνό. Δυο βουνά!

(Υ.Γ.: Στις 18 Νοεμβρίου, άφησε τα εγκόσμια ο συνιδρυτής των AC / DC Malcolm Young, αδερφός του Angus και δημιουργός ενός μεγάλου μέρους των τραγουδιών της μπάντας. Είχε το ρόλο του ρυθμικού κιθαρίστα σε όλες τις κυκλοφορίες των AC / DC εκτός του album “Rock Or Bust” το οποίο και είναι και η τελευταία κυκλοφορία του συγκροτήματος. Μια μορφάρα που δόμησε ένα από τα πιο στιβαρά και ογκώδη rhythm section που εμφανίστηκαν ποτέ στο χώρο της rock – χρησιμοποιούσε, στο Θεό σου!, 13άρες χορδές, ιδανικές δηλαδή για να μην έχεις πλέον δακτυλικά αποτυπώματα – και φυσικά, όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους AC / DC, η θέση του στο Πάνθεον των Ηρώων της Τέχνης είναι πανάξια κερδισμένη. Όπως δήλωσε σχετικά και ο Angus, λίγο μετά από την ανακοίνωση του θλιβερού συμβάντος: “ Malcolm, job well done”. Για να ακριβολογήσουμε, πιο well, πολύ δύσκολο να συνέβαινε. Αντίο κι από εμένα και θα τα πούμε πάνω. Ή και κάτω, τυχερά είναι αυτά. + Εν ειρήνη Μεγάλε + )

800
About Ιορδάνης Κιουρτσίδης 1200 Articles
Ανακατεμένος με το heavy metal εδώ και 3,5 δεκαετίες, retro computer fan, δεν αντέχει τον Μόρισον και τον Κομπέιν, πίνει διπλό γλυκύβραστο και λατρεύει τις mini σοκοφρέτες υγείας.