Ο υπογράφων κατέφθασε επί τόπου περί τις 19:30 και ευτυχώς δεν έχασε ούτε δευτερόλεπτο από τη διάρκεια του festival, καθώς η πρώτη μπάντα, οι Φινλανδοί Pharaoh Overlord ανέβηκαν στη σκηνή περί τις 19:45.
Ομολογουμένως περίεργο το στήσιμο της μπάντας, που αποτελείται από έξι άτομα εκ των οποίων οι δύο ντράμερ και οι τρεις κιθαρίστες. Κατόπιν αργόσυρτης και μακροσκελούς blues εισαγωγής ακολουθεί επαναλαμβανόμενο απειλητικό, μπασάτο, μοτίβο πάνω στην ίδια πεντατονική κλίμακα. Ο μονότονος ορχηστρικός ήχος τους βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα Sabbath-ικά στάνταρ των Karma to Burn και τους ψυχεδελικούς πειραματισμούς των Ozric Tentacles, πλην το έντονο ηλεκτρονικό στοιχείο και ίσως με μία καλή δόση γερμανικού krautrock. Συνεπώς ο πρώτος μπάφος έχει σκάσει ήδη από τα πρώτα τρία κομμάτια.
Το σχετικά μικρό κοινό αποτελείται από μαυροντυμένους μουσάτους τύπους που κουνάνε ρυθμικά κεφάλι, κάτι που δεν απέχει πολύ από την εικόνα επί σκηνής. Κάποια στιγμή εκτυλίσσεται μια σύντομη τελετή κατά τα πρότυπα των Δρυίδων με τους τρεις κιθαρίστες γονατιστούς και χοντρό μουσάτο μπασίστα να τους ευλογεί και να τους ξεκουρδίζει. Κάπου μετά τις 20:30, μετά από ένα κομμάτι σιδηρόδρομο με φωνές (!!!) α λα Lou Reed έρχεται το πέρας.
Οι Έλληνες Omega Monolith ανεβαίνουν στη σκηνή με κάποια αναμενόμενη καθυστέρηση στις 20:52. Το ντουέτο των Αθηναίων αποτελείται από ένα drummer και ένα κιθαρίστα, που συνοδεύονται, με τη σειρά τους, από ένα Mac, τον καλύτερο φίλο του μουσικού, ανοίγει το set μετά από εισαγωγή με διαλόγους από ταινία. Οι αργόσυρτες βαριές και συχνά trippy κιθάρες διαδέχονται άλλες κιθάρες δημιουργώντας έτσι ένα απροσπέλαστο τείχος. Το σύνολο είναι και πάλι ορχηστρικό και ο κιθαρίστας με τη βοήθεια κάποιων sampler και πεταλιών επωμίζεται μεγάλο μέρος της δουλειάς.
Από την άλλη, ήχος στα τύμπανα είναι συντριπτικός τόσο από απόψεως παραγωγής, όσο και από απόψεως απόδοσης του drummer που είναι θηριώδης στα χτυπήματα του. Μετά από μαύρα ψυχεδελικά ιντερλούδια, τα πάντα, συνήθως, καταλήγουν σε ένα λυτρωτικό ξέσπασμα παραμόρφωσης και η αίθουσα σείεται κυριολεκτικά από τις εντάσεις και τις συχνότητες και σε συνδυασμό με το έντονο light show το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Στις 21:30 το set τους λήγει.
Οι Βρετανοί Ghold, που ξεκινάνε στις 21:50, είναι ένα power τρίο με τιτάνιο βορβορώδη ήχο στο πνεύμα των Shellac, Big Black και των Unsane. Μετά από κάποια samples από ταινίες τρόμου (κάπως επίμονη η εμμονή σε αυτό) οι ετερόκλητες φυσιογνωμίες των μελών καταλαμβάνουν τη σκηνή του Fuzz με απώτερο σκοπό το θόρυβο. Ο ήχος τους έχει κάποιο groove και αργά Sabbath περάσματα και σταδιακά διαπιστώνει κανείς ότι, ω του θαύματος, το πνεύμα των Melvins πλανάται απειλητικό πάνω από τα κεφάλια μας.
Στον τομέα των φωνών το αξιομνημόνευτο είναι ότι όλα τα μέλη γκαρίζουν τους επαναλαμβανόμενους στίχους σχεδόν ταυτόχρονα. Τα παρεμβαλλόμενα samples πάντως, έχουν σίγουρα κάποιο ρόλο, προσδίδοντας 70’s προεκτάσεις στο όλο σκηνικό. Υπάρχει και μία ελαφρά αίσθηση του trolling πνεύματος του Steve Albini με τον πανύψηλο, γυαλάκια κιθαρίστα να ταλαιπωρεί την κιθάρα του δίχως αύριο. Όλα λήγουν με ατελείωτο θόρυβο…
Εν μέσω ηχητικής επένδυσης ταινιών τρόμου (πάλι…), οι Νεοϋορκέζοι Unsane ανεβαίνουν στη σκηνή στις 22:55. Μετά από προθέρμανση μισού λεπτού, αρχίζουν να βαράνε αλύπητα. Απτόητοι και παρόλη την εμφανή γήρανση, ο μπάσος και στακάτος ήχος του τρίο, ιδίως στα τύμπανα, είναι πιο ισοπεδωτικός από μπάντες με τα μισά τους χρόνια. Οι σταδιακά εντεινόμενοι ρυθμοί και ανεξέλεγκτος θόρυβος αποδεικνύει ότι είναι γνήσιοι συγγενείς των Helmet και των Fudge Tunnel, με ολίγον από αμερικάνικο νότο στα slide περάσματα. Το αποτέλεσμα είναι υπέρμετρα groovy, παρ’ όλη την απελπισία που εκπέμπει ο ήχος τους.
Είναι αξιοπρόσεκτο, πλέον, ότι ο κόσμος αντιδρά ολοένα και πιο έντονα μπροστά στον frontman, Chris Spencer. Αυτοί με τη σειρά τους, όντας βετεράνοι, δεν αφήνουν ούτε δευτερόλεπτο για χειροκρότημα από τραγούδι σε τραγούδι κάνοντας απλά μία πολύ σύντομη παύση για την κλασική δήλωση της πρώτης επίσκεψης στη Αθήνα. Η φωνή του Spencer, που είναι ζωσμένος με τη χαρακτηριστική μαύρη telecaster του, διατηρεί ακόμη την εφηβική της δύναμη και ο drummer με το τραγί του ακούγεται ακούραστος και αλάνθαστος.
Ο ήχος γεμίζει από φαζαρισμένο μπάσο, που χτυπάει κατάστηθα, χωρίς την ανάγκη ρυθμικής κιθάρας στα μετρονομικά τραγούδια και ο Dave Curran ξεκουράζει συχνά – πυκνά τον Spencer στις φωνές. Από κάτω επικρατεί ελεγχόμενο χάος με μια μικροσκοπική θεά να κάνει crowdsurfing επάνω σε σαραντάρηδες.
Οι Unsane είναι πραγματικά ασταμάτητοι μέχρι τις 23:55, που ολοκληρώνουν και αποχαιρετούν με τον Spencer να λέει ότι το περίμενε πολύ καιρό να το δει αυτό.
Μετά από εκτεταμένο soundcheck (ενδεχομένως δεν έκαναν πριν) οι Βρετανοί θεοί Godflesh ξεκινούν στις 12:30. Τα μπάσα τρίζουν από την εκτεταμένη παραμόρφωση, αλλά ο ήχος είναι αρκετά καθαρός κι ευκρινής. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους Ministry, τους Nailbomb και τους Fear Factory.
Το κοινό φτύνει στίχους προς τον Broadrick και αυτός προς αυτό, ενώ το υπόβαθρο ακούγεται ρομποτικό κι απίστευτα groovy και, παρά γεγονός, ότι είναι δύο άτομα επί σκηνής δεν δείχνουν να έχουν ανάγκη από κάτι περαιτέρω, καθώς η έλλειψη ντράμερ είναι τελείως ανεπαίσθητη με το drum machine να παίζει μανιασμένους ρυθμούς. Σίγουρα η πιο χορευτική μπάντα της βραδιάς ή παγοθραυστικό όπως λέει και ο φίλος Μαρς δίπλα μου.
Η φωνή του frontman, Justin Broadrick είναι ανίκητη πάνω από τους αδυσώπητους βιομηχανικούς ρυθμούς και αυτός δείχνει ακούραστος, παρόλο που πλησιάζει τα 50. Ακόμη και η εμφάνιση του δείχνει ατσαλάκωτη, λες και μοιάζει με έφηβο οπαδό του hip hop. Επίσης, ακούγοντάς τον είναι δεδομένο από που ξεσήκωσε τα γρυλλίσματά του ο Burton C.Bell και πολλοί άλλοι.
O συνένοχός του σε αυτό το συνώνυμο της τρομοκρατίας στη μουσική, ο μπασίστας George C. Green, είναι πιο σταθερός και στιβαρός από βράχο, τόσο παικτικά όσο και ως προς την επί σκηνής παρουσία του και μεγάλο μέρος του βορβορώδους ήχου τους στηρίζεται σε αυτόν. Εγώ, εντωμεταξύ, έχω πειστεί ότι Broadrick είναι έφηβος παγιδευμένος σε σώμα ενήλικα, καθώς κινείται πίσω μπρος ασταμάτητα και κάνει headbanging σαν να ήταν -στη χειρότερη- 16. Αξιοσημείωτη και η πολύ ακριβής απόδοση των τραγουδιών, με ελάχιστα έως ανύπαρκτα λάθη. Περί την 01:30 κάνουν encore για ένα ακόμη κομμάτι, όπως λέει ο Broadrick ,το οποίο μετατρέπεται με άνεση σε τρία και έρχεται η λήξις στις 01:46. Ουάου!!!
Photos: Αποστόλης Καλλιακμάνης
624