Να κι ένα supergroup, το οποίο δικαιολογεί πλήρως τον όρο, μιας και τα ονόματα που το αποτελούν, είναι ένα κι ένα!
Ξεκινάμε από τους ιθύνοντες, Mike Portnoy και Derek Sherinian, οι οποίοι συνεργάζονται ξανά ύστερα από αρκετά χρόνια, φέρνοντας στο νου καλές εποχές Dream Theater. Δίπλα τους, βρίσκονται οι Billy Sheehan (The Winery Dogs, Mr. Big, David Lee Roth), Ron “Bumblefoot” Thal (ex-Guns N’ Roses, Art of Anarchy) και Jeff Scott Soto (ex-Journey, ex- Axel Rudi Pell, Talisman, ex-Yngwie Malmsteen’s Rising Force), οπότε μιλάμε για μια εξ αρχής δυνατή ομάδα.
Παρότι τον κύριο ρόλο έχει το δίδυμο Portnoy/ Sherinian, οι συνθέσεις δεν είναι όλες αμιγώς progressive, φέροντας στοιχεία από όλα τα μέλη του συγκροτήματος, κάτι που βοηθάει στον πλουραλισμό του “Psychotic Symphony”. Πέρα λοιπόν από ένα στιβαρό και γκρουβάτο rhythm section, συναντάται η σύγχρονη και ιδιάζουσα hard rock κιθαριστική δουλειά του Bumblefoot, όπως και η χαρακτηριστική χροιά του Soto, ο οποίος ισορροπεί εξαιρετικά τις metal καταβολές του με τις πιο μελωδικές ερμηνείες του.
Έτσι λοιπόν, μέσα σε 58 περίπου λεπτά, ξετυλίγεται ένα απίστευτο μουσικό εύρος, το οποίο δεν επαναπαύεται με τα ονόματα στη μαρκίζα και λειτουργεί σαν μια ακόμη απάντηση του Portnoy στους πρώην συνεργάτες του, όπως και στους επικριτές του.
Τα τρία σχεδόν δεκάλεπτα τραγούδια του δίσκου αποτελούν μάλλον και τους πυλώνες του, οι οποίοι κρατούν στιβαρό το prog στοιχείο, με τις υπόλοιπες συνθέσεις να μην υπολείπονται σε φαντασία και τεχνική κλάση, αλλά κατά περίπτωση να προσαρμόζονται σε πιο κλασικές νόρμες (όσο είναι δυνατό αυτό φυσικά). Προσωπικά, θυμήθηκα ουκ ολίγες φορές το “Falling Into Infinity” των Dream Theater και την (παρεξηγημένη) ποικιλομορφία του, ενώ είναι σαφέστατη η υπεροχή του “Psychotic Symphony” σε σύγκριση με τις δύο τελευταίες κυκλοφορίες των προαναφερθέντων.
Η μόνη αδυναμία του album είναι οι κατά τόπους φλυαρία του, με κάποια σημεία να φαντάζουν όντως περιττά, αλλά το σύνολο είναι τόσο άρτιο που δεν υπάρχει ίχνος αμφισβήτησης πως πρόκειται για δίσκαρο, από εκείνους που κάπου-κάπως-κάποτε λιώναμε ξανά και ξανά και δεν κάναμε skip τα τραγούδια.
Αδυνατώ να ξεχωρίσω στιγμές, μιας και κάθε κομμάτι έχει κάτι να πει, διαθέτοντας προσωπικότητα και τσαγανό να σταθεί κι από μόνο του (άντε οκ, εξαιρώ το μονόλεπτο instrumental “Figaro’s Whore”, για ευνόητους λόγους). Ίσως τα “God of the Sun”, “Signs of the Time”, “Labyrinth”, “Alive” και “Opus Maximus” να μου κλείνουν περισσότερο το μάτι, αλλά σκοπεύω να φλερτάρω ενδελεχώς με όλα.
Εν κατακλείδι, είμαι ο πρώτος που κρατάει μικρό καλάθι σε ό,τι αφορά συνεργασίες ηχηρών ονομάτων, αλλά σε ετούτη εδώ την περίπτωση, σχίζω το καλαθάκι μου, το φοράω καπέλο και κουνάω χαρωπά την κούτρα μου από ευχαρίστηση. Εύγε!
694