Liam Gallagher…
Ιδιαίτερη προσωπικότητα κι ελαφρώς έως πολύ αχώνευτο attitude (δεν θα ξεχάσω ποτέ την μπλαζέ εμφάνισή του στο Rockwave το 2000). Πάντα στην σκιά της μουσικής ιδιοφυΐας του αδερφού τού, με μια φωνή του ποτέ δε διεκδικούσε δάφνες για την ποιότητά της και δεν κρύβω ότι κάποιες φορές μου ακούγεται ακόμα και να φαλτσάρει. Παρόλα αυτά όμως, είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές και αναγνωρίσιμες της χρυσής για το Britpop δεκαετίας του ‘90.Σε συνδυασμό δε με τις συνθέσεις του αδελφού του Noel συντρόφευαν άπειρες στιγμές μου εκείνη την εποχή, με σπουδαία album και singles όταν οι Oasis μεγαλουργούσαν ακόμα (και όταν τα αδέρφια Gallagher μιλούσαν μεταξύ τους επίσης).
Μετά από την διάλυση των Oasis και 2 albums με τους Beady Eye, κανένα από τα οποία δεν ήταν κάτι το φοβερό, πριν λίγες μέρες βγήκε στην κυκλοφορία το πρώτο προσωπικό του πόνημα. Μεγάλωσε και ο Liam και (επιτέλους) μάλλον κατάλαβε ότι οι συνθέσεις και η μουσική δημιουργία δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο. Γι’ αυτό τον λόγο ίσως ζήτησε χείρα βοηθείας από τους πιο pop δημιουργούς Greg Kurstin και Andrew Wyatt (που έχουν δουλέψει μεταξύ άλλων με τους Adele, Katy Perry, Florence and the Machine).
Με τον ίδιο να δηλώνει ότι ίσως και να είναι η τελευταία του ευκαιρία, μιας και πέρασαν ήδη 4 χρόνια από την τελευταία φορά που κυκλοφόρησε κάτι, το αποτέλεσμα δεν είναι κακό και μάλλον τον δικαιώνει. Μπορεί να μην φτάνει την ποιότητα των πρώτων χρόνων των Oasis, αλλά σίγουρα δεν είναι και πολύ υποδεέστερο των τελευταίων (μέτριων) album που έβγαλαν. Το εναρκτήριο “Wall of glass”, μυρίζει 90’s από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μοιάζει να ξέφυγε από μια χρονομηχανή. Εισαγωγή με φυσαρμόνικα, μελωδικές κιθάρες, φωνητικά σαν να μην πέρασε μια μέρα, είναι σίγουρα από τα highlights του δίσκου.
Παρόμοια κατάσταση είναι και το βασισμένο στο κεντρικό του riff “Greedy soul” σε πιο rock ύφος. Οι πιο χαλαρές στιγμές δεν λείπουν, όπως τα “Bold”, μια από τις συνηθισμένες με-έχουν-επηρεάσει-οι-beatles μπαλάντες, “Paper crown” και “Universal gleam”, ενώ στο “When I’m in need”, μια ενδιαφέρουσα αλλαγή κατεύθυνσης κάπου στα μισά δίνει μια διαφορετική νότα. Το “Chinatown”, η χειρότερη στιγμή του δίσκου (μια κακοποιημένη παραλλαγή της ιδέας του “don’t look back in anger”) καλύτερα να μην περιεχόταν σε αυτόν.
Το να περιμένει κάποιος κάτι ιδιαίτερο στιχουργικά από τον Gallagher, είναι σαν να περιμένεις από την Πάολα να παίξει death metal. Οι στίχοι είναι από αδιάφοροι έως εντελώς ό,τι να’ ναι, με ένα στιχουργικό ενδιαφέρον να παρουσιάζει το“For what it’s worth”, με τον πάντα προκλητικό τραγουδιστή, να απολογείται (το είδαμε και αυτό!) για τα λάθη που έχει κάνει. Οι πιο γρήγορες στιγμές επανέρχονται με το groovy “You better run”, το “I’ve all I need” που χτίζεται σιγά-σιγά μέχρι να καταλήξει σε ένα ωραιότατο σολάκι, το “Come back to me” (που για κάποιο λόγο μου θυμίζει Kasabian σε κάποιες στιγμές) και το αρκετά δυναμικό κι ελεγχόμενα φασαριόζικο “ I get by” που ήρθε από εποχές Morning glory με τις κιθάρες να υψώνουν ένα τείχος.
Ο Liam Gallagher με αυτό το album,με σαφείς αναφορές στους Oasis, υπενθυμίζει με αξιοπρεπή τρόπο την παρουσία του σε όλους τους fan του συγκεκριμένου ήχου και επανέρχεται στο προσκήνιο. Ίσως να μην κερδίσει νέους οπαδούς, να μην ενθουσιάζει τους πιο παλιούς αλλά δεν θα τους απογοητεύσει κιόλας.
700