DAMIRAH

Είναι πολύ σημαντικό για την εγχώρια σκηνή να βγαίνουν συγκροτήματα που πραγματικά έχουν κάτι να πουν, έστω κι αν δε διαθέτουν στίχους στα κομμάτια τους. Οι post rockers Damirah, είναι μια από τις περιπτώσεις πρωτοεμφανιζόμενων σχημάτων που με το “καλημέρα” αφήνουν τις καλύτερες εντυπώσεις, με το ντεμπούτο τους “Lights and Guns and Fire” να έχει λάβει ήδη εξαιρετικές κριτικές. Με γνώμονα λοιπόν το παρθενικό τους album, φροντίσαμε να τους γνωρίσουμε καλύτερα…

Καλησπέρα παιδιά! Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά… Ποιοι είναι οι Damirah και τι θέλουν από τις ζωές και τα στερεοφωνικά μας;
Είμαστε μια τετραμελής μπάντα που δημιουργήθηκε στην Πάτρα την άνοιξη του 2016. Μετά από ένα χρόνο ξεκινήσαμε την ηχογράφηση του πρώτου μας δίσκου. Λέμε ότι παίζουμε ένα μείγμα post rock και ψυχεδέλειας. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ορχηστρική μουσική με έντονο το στοιχείο της μελωδίας, που να ταξιδεύει και να δημιουργεί εικόνες.

Τι σημαίνει το όνομα και με τι κριτήρια επιλέχθηκε;
Το όνομα είναι εμπνευσμένο από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, “Ο γύρος του θανάτου”. Το εν λόγω μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, του λεγόμενου “Δράκου του Σέιχ Σου”, που καταδικάστηκε για σειρά φόνων και εκτελέστηκε το 1968, χωρίς όμως τα στοιχεία να καταδεικνύουν την ενοχή του. Μια από τις ηρωίδες του βιβλίου είναι η Λολό, τρανσέξουαλ φίλη του Παγκρατίδη. Μέσα από τα καλιαρντά, που ήταν ο κώδικας επικοινωνίας των ομοφυλόφιλων και των τρανσέξουαλ στην Ελλάδα, – όπου αναφέρεται κάμποσες φορές η πολύ μουσική λέξη “νταμίρα” που είναι η κάνναβη – η Λολό περιγράφει τον Παγκρατίδη ως ένα βασανισμένο πλάσμα, έναν άνθρωπο κοινωνικά απομονωμένο, όπως και αυτή άλλωστε. Μας άρεσε το όλο concept και έτσι καταλήξαμε στο όνομα. Damirah επίσης, είναι όνομα, οπότε αποφασίσαμε έτσι να ονομάσουμε την ηρωίδα μας.

Ποιες είναι οι κύριες επιρροές σας;
Γενικά όλο το φάσμα του post rock ήχου και της ψυχεδέλειας. Από εκεί και πέρα ο καθένας μας έχει και τις δικές του επιρροές που εκτείνονται σε ένα μεγάλο εύρος μουσικών, από το post metal μέχρι τη jazz και τις μεγάλες μπάντες της δεκαετίας του ’60. Όταν ξεκινήσαμε, δεν είπαμε “θα παίξουμε post rock” ή “θα παίξουμε σαν την χ μπάντα”. Προέκυψε μέσα από τις ζυμώσεις των προβών.

Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το ντεμπούτο σας, “Lights and Guns and Fire”… Ποια είναι τα πρώτα σχόλια που έχετε δεχθεί για το δίσκο;
Η ανταπόκριση ήταν απροσδόκητα μεγάλη και θετική. Είχαμε πολύ μεγάλη υποστήριξη από φίλους στα social media και μεγάλη επισκεψιμότητα στις σελίδες μας σε Facebook και Youtube. Οι πρώτες δισκοκριτικές είναι ιδιαίτερα θετικές και έχουμε δεχτεί γενικότερα πολλά θετικά μηνύματα για το δίσκο. Δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από να βλέπουμε ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου να ανεβάζουν τα κομμάτια μας ιντερνετικά, να αγοράζουν τη φυσική μορφή του δίσκου και να στηρίζουν γενικότερα τη δουλειά μας.

Τα κομμάτια του είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού ή υπήρξε εξ αρχής μια δομή;
Ένας συνδυασμός των δύο παραπάνω στοιχείων. Συνήθως φέρνουμε κάποιες μελωδίες και “χτίζουμε” τα κομμάτια πάνω σε αυτές. Αφού καταλήξουμε σε μια δομή, δουλεύουμε πάνω σε αυτή. Μπορεί η μουσική που παίζουμε να φαίνεται μονότονη ως προς τις δομές, αλλά το να διαμορφώνεις μοτίβα είναι μια διαδικασία πολύωρων και “επώδυνων” προβών.

Το πρώτο μέρος του δίσκου, αποτελείται από μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις, ενώ στην πορεία τα τραγούδια κυμαίνονται από 3 έως 6 λεπτά. Είναι λες και χωρίζεται σε δυο μέρη… Να φανταστώ πως αυτός ήταν ο σκοπός;
Ο λόγος ήταν καθαρά μουσικός και σχετίζεται με τη συνοχή και τη ροή του δίσκου. Πρακτικά ο δίσκος ξεκινάει και τελειώνει στην ίδια μουσική κλίμακα. Η δομή των κομματιών δηλαδή, είναι σαν μια μεγάλη “λούπα”, που κάνει την όλη διαδρομή πιο συμπαγή.

Σε κάποια τραγούδια σας υπάρχουν samples όπως και μια απαγγελία ποιήματος… Πείτε μου για τις πηγές αυτών, όπως και για τα κριτήρια επιλογής τους…
Το sample που βρίσκεται στο τέλος του track “Dotted Bright Lights”, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το concept του δίσκου και τους περισσότερους τίτλους των κομματιών. Προέρχεται, από απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες  μελών της “Peoples Temple”, θρησκευτικής σέκτας,  γνωστής για τη “Σφαγή του Jonestown”, την ομαδική δηλαδή αυτοκτονία 918 μελών της οργάνωσης στη Γουιάνα το 1978. Το sample είναι απόσπασμα από συνομιλία μεταξύ μιας μάνας και της μικρής της κόρης, που ήταν μέλη της συγκεκριμένης σέκτας. Η μάνα ζητάει από το κοριτσάκι να πει ένα παραμύθι. Το κοριτσάκι ξεκινάει να αφηγείται ένα τυπικό παιδικό παραμύθι, αλλά στην πορεία το αλλάζει και περιγράφει ένα λουτρό αίματος. Το “παραμύθι” που ακούγεται στο κομμάτι και το background πίσω από αυτό, είναι κατά τη γνώμη μας ανατριχιαστικά, ένας συνδυασμός δυστοπίας και πλύσης εγκεφάλου και για αυτό αποφασίσαμε να αποτελέσει τον κορμό του concept του album.

Οι στίχοι στο “As A Child, I Always Dreamed Of Fire”, προέρχονται από την εξαιρετική ποιητική συλλογή “Αντάρτικο2” των φίλων Δημήτρη Γκιούλου και Κωνσταντίνου Παπαπρίλη – Πανάτσα. Η ίδια η συλλογή είναι εξαιρετική, αλλά οι συγκεκριμένοι στίχοι είναι πραγματικά ανατριχιαστικοί και ταίραζαν πιστεύαμε τόσο σε όλο το concept του δίσκου όσο και συγκεκριμένα στις μελωδίες και στο ύφος του κομματιού. Τους ευχαριστούμε ιδιαιτέρως που μας εμπιστεύτηκαν και μοιράστηκαν τη δουλειά τους μαζί μας.

Το sample στο “Burn People Up”, είναι από την ιστορική ομιλία του Φιντέλ Κάστρο στον ΟΗΕ το 1960. Η εποχή που δουλεύαμε το συγκεκριμένο κομμάτι, συνέπεσε συμπτωματικά με το θάνατο του Φιντέλ και προέκυψε μέσω πειραματισμού. Στο “New Scenery, New Noise”, το sample προέρχεται πάλι από ομιλία του Φιντέλ, στην Αβάνα, την Πρωτομαγιά του 2001. Επιλέξαμε το συγκεκριμένο sample για τον βαθιά ανθρωπιστικό και αξιακό χαρακτήρα που δίνει στην έννοια της επανάστασης. Μπορεί οι έννοιες αυτές να έχουν λοιδωρηθεί ανελέητα, ωστόσο, η κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, είναι η ευγενέστερη πνευματική σύλληψη των τελευταίων δύο αιώνων.

Θα σκεφτόσασταν να προσθέσετε στίχους σε μελλοντικές δουλειές σας;
Η ουσία της post αντίληψης και αισθητικής είναι το ανοιχτό μυαλό, οπότε δεν αποκλείουμε τίποτα. Από την άλλη πλευρά, όταν δεν υπάρχει φωνή, η πρόκληση να βασίσεις τα πάντα στα όργανα, είναι μεγάλη.

Αν μπορούσατε να “ντύσετε” μουσικά μια ταινία, ποια θα επιλέγατε;
Κάποια ασπρόμαυρη βουβή ταινία της δεκαετίας του ’20. Αξεπέραστη αισθητική και συμβολισμοί, με πενιχρά τεχνικά μέσα. Όλα τα βίντεο που έχουμε δημοσιεύσει και θα δημοσιεύσουμε, “ντύνουν” ηχητικά τέτοιες ταινίες.

Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη post rock σκηνή; Έχει πράγματα να δώσει ή έχει κάνει τον κύκλο της σε ό,τι αφορά την εξέλιξή της;
Ο post ήχος έχει μεγάλη ποικιλομορφία και “ακουμπάει” πάνω σε πολλά και διαφορετικά είδη.  Προφανώς, όπως και κάθε μουσικό ρεύμα, από ένα σημείο και μετά ένα κομμάτι της σκηνής εγκλωβίστηκε σε συγκεκριμένες νόρμες και μανιέρες. Κάτι ερμηνεύσιμο, για έναν ήχο που μετράει περισσότερα από 20 χρόνια εδραιωμένης παρουσίας. Σαν μουσικό είδος όμως, είναι τόσο πολυδιάστατο, που εξακολουθεί να βγάζει εξαιρετικές δουλειές. Μπορεί να λέμε ότι έχει κορεστεί, αλλά κάθε χρόνο βγαίνουν “διαμαντάκια”.

Πώς βλέπετε την εγχώρια post σκηνή;
Συνολικότερα η ελληνική αγγλόφωνη σκηνή έχει παράξει σπουδαίες δουλειές, σε αντίξοες συνθήκες σε σχέση με το εξωτερικό. Αντίστοιχα, από τις ελληνικές post rock μπάντες έχουμε ακούσει υπέροχες μουσικές. Ενδεικτικά αναφέρουμε συγκροτήματα όπως οι Gravitysays_i, οι Incognita Sperans, οι Afformance, οι we.own.the.sky, οι No Clear Mind και οι Their Methlab. Επίσης, πολλές μπάντες έχουν επηρεαστεί και ενσωματώσει post στοιχεία στη μουσική τους, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Από εκεί και πέρα, αναφορικά με το ζήτημα του κορεσμού και της εξέλιξης, για την εγχώρια post  σφαίρα ισχύει ό,τι και διεθνώς.

Υπάρχουν live σχέδια στα σκαριά;
Κάτι ετοιμάζουμε. Μείνετε συντονισμένοι!

1074
About Στέφανος Στεφανόπουλος 1413 Articles
Γεννήθηκε την ίδια ακριβώς ημέρα με τα CD και μάλλον για αυτό ασχολείται τόσο πολύ με τη μουσική. Όταν δεν γράφει για αυτή, αγοράζει CD, και όταν δεν αγοράζει, θα τον βρείτε είτε να παριστάνει τον dj σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας, είτε να προσπαθεί να κατεβάσει κάποια ιδέα για διαφήμιση. Στο Rockway.gr εντάχθηκε το 2010 και κάπως, κάπου, κάποτε, βρέθηκε να κρατάει και τα κλειδιά του. Δεν συμπαθεί τους ψευτοκουλτουριάρηδες, τους ξερόλες και τη μουστάρδα. Δηλώνει εγωιστής, κυνικός και fan του Philip Dick.