Όταν κάποιος σκέφτεται την έννοια industrial metal, ένα από τα πρώτα ονόματα που πρέπει να του έρθει στο μυαλό είναι οι Εγγλέζοι Godflesh. Αλλιώς έχουμε πρόβλημα…
Οι Godflesh γεννήθηκαν στο Birmingham, γνωστό άνδρο του πρωτογενούς heavy metal, με γονείς τους κυρίους Justin Broadrick (βλέπε και Jesu) και G.C. Green.
To 1982 o Green ίδρυσε τους Fall of Because παρέα με τον Paul Neville και λίγα χρόνια αργότερα ο Broadrick, που τότε έπαιζε με τους Napalm Death, αποφάσισε να τους κάνει παρέα. Εντούτοις, το 1987 έφυγε από την μπάντα για να επικοινωνήσει ένα χρόνο αργότερα και να προσφέρει χείρα βοηθείας ξανά.
Οι Fall of Because αλλάζουν το όνομα τους σε Godflesh και κυκλοφορούν μέσω της Swordfish Records το ομώνυμο τους ΕΡ (αργότερα επανακυκλοφόρησε από την Earache). Το ολοκληρωμένο ντεμπούτο τους “Streetcleaner” ήρθε ένα χρόνο αργότερα μαζί με ένα συμβόλαιο με την Earache Records. O Broadrick αναφέρει πως η ιδέα του drum machine ήρθε από τη μελέτη του πάνω στο hip hop και το εξώφυλλο του album είναι μια σκηνή από την ταινία επιστημονικής φαντασίας “Altered States”, με πρωταγωνιστή τον William Hurt και τη μικρούλα ακόμη, Drew Barrymore.
O δημοσιογράφος David Browne του Entertainment Weekly είχε γράψει για το album τότε: “Ακούγεται σαν μια επίσκεψη σε ένα εκτός ελέγχου άνδρο ναρκωτικών που βρίσκεται δίπλα σε κάποιον σιδηροδρομικό σταθμό και θα έπρεπε να κάνει τον Stephen King να ξανασκεφτεί να αποκαλέσει τους AC/DC την αγαπημένη του μπάντα.
Το δεύτερο τους album είχε τον τίτλο “Pure” και ήταν μια αγνή επίθεση στο υποσυνείδητο του ακροατή και θα έλεγα αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη πως είναι μακράν το σημαντικότερο δείγμα γραφής των Άγγλων. Δεύτερη κυκλοφορία μέσω της Earache και το 1992 αλλάζει βρακί στο άκουσμα του. Το περιοδικό The Wire το βάζει στη θέση 18 των καλύτερων albums εκείνης της χρονιάς και το 2000 το Terrorizer το βάζει στα 100 σημαντικότερα albums της δεκαετίας του 1990.
Η αποχώρηση εν μέσω ηχογραφήσεων του έτερου κιθαρίστα Paul Neville, δεν χάλασε το αποτέλεσμα αφού η αντικατάσταση του από τον Robert Hampson ήταν καθόλα επιτυχημένη.
1994 και το τρίτο album των Godflesh, με τίτλο “Selfless” έχει μια πιο rock αίσθηση και πιο ευκολοχώνευτη δομή. Σύμφωνα με το Ned Ragget του Allmusic o δίσκος “είναι αρκετά δυσάρεστος για να κρατήσει μακρυά τα μυξιάρικα και αρκούντως προσβάσιμο για να κερδίσει τους πιο ανοιχτόμυαλους”, ενώ επιπλέον προσθέτει πως “είναι μια ελαφρώς δύσκολη ισορροπία την οποία η μπάντα καταφέρνει να κάνει να λειτουργήσει, με αρκετά πολύτιμα κομμάτια που το κάνει ενδιαφέρον”.
Πιστοί στο διετές ραντεβού τους με την Earache, οι Βρετανοί επιστρέφουν το 1996 με το “Songs of Love and Hate”. Για πρώτη φορά οι Godflesh χρησιμοποιούν φυσικά τύμπανα με τον Bryan Mantia (Primus, Guns ‘n’ Roses, Tom Waits, Serj Tankian) να κάθεται στο σκαμνί δίνοντας πιο παραδοσιακή metal υφή στη μουσική των Άγγλων. Η Alternative Press το παρομοίασε με μια σύμπραξη μεταξύ ρυθμών των Black Sabbath και των Wu Tang Clan και το περιοδικό Terrorizer το κατέταξε στη δεύτερη θέση στα καλύτερα albums της χρονιάς.
To πέμπτο κατά σειρά δισκογράφημα των εκκεντρικών industrial τιτάνων ήρθε το 1999 και είχε τίτλο “Us and Them”. Οι κριτικοί, αν και θεώρησαν πως ήταν παράτολμο σε γενικές γραμμές, το αγκάλιασαν με θέρμη και έγραψαν κολακευτικά λόγια. Εν αντιθέσει, ο ένας εκ των δημιουργών, Justin Broadrick αργότερα δήλωσε πως το μίσησε και πως ήταν μια έκφραση κρίσης ταυτότητας του συγκροτήματος. To album φέρει καθαρά βαριές επιρροές από hip hop και trip hop που ίσως ξενίζουν τους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς τους, αλλά επί μέρους κομμάτια ήταν τόσο καλοφτιαγμένα, που σαν σύνολο στο τέλος μάλλον κέρδιζε θετικό πρόσημο.
Το 2001 οι Godflesh επανέρχονται “με μια αντεπίθεση στο νερωμένο rock που ήταν συσχετισμένο με το nu metal”, όπως δήλωσε κάποτε ο Broarick. To έκτο τους album “Hymns” είναι ίσως το πιο σημαντικό τους δημιούργημα μετά το “Pure” και βάζει πάλι τους Godflesh σε τροχιά κορυφής. Στα τύμπανα κάθεται αυτή τη φορά ο Ted Parsons (Swans, Jesu, Killing Joke) και το album αυτό είναι το δεύτερο τους με φυσικά τύμπανα και το πρώτο που ηχογραφείτε σε επαγγελματικό studio, αλλά και το πρώτο μακρυά από την Earache, για χάρη της Music for Nations. To κομμάτι που κλείνει το “Hymns” ονομάζεται “Jesu”, λέξη που θα βαφτίσει και το επόμενο project του Broadrick.
Αφού κυκλοφόρησε το “Hymns”, ο Green ανακοινώνει ότι αποχωρεί από την μπάντα και πιθανός αντικαταστάτης ήταν ο πρώην μπασίστας των Killing Joke, Paul Raven, αλλά στην συνέχεια, ο Justin Broadrick παθαίνει νευρικό κλονισμό λόγω χωρισμού με την επί πολλών ετών φιλενάδα του και ακυρώνει τελευταία στιγμή το tour με τους High On Fire και Halo.
Όσοι έχασαν λεφτά από την ακύρωση αυτή κυνήγησαν τον Broadrick, ο οποίος αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του για να ξεχρεώσει. Αργότερα, στην προωθητική αφίσα του παρθενικού ΕΡ των Jesu έγραφε “GODFLESH IS DEAD, LONG LIVE JESU!”.
Τα χρόνια πέρασαν και το Νοέμβριο του 2009 ανακοινώθηκε πως οι Godflesh θα παίξουν ένα reunion show στο Hellfest του 2010, χωρίς να υπόσχονται ή να αποκλείουν συνέχεια.
Τελικά, έκλεισαν και άλλα live δηλώνοντας επίσης πως επίκειται ηχογράφηση νέου album στα τέλη του 2012. Toν Ιούνιο του 2014 έρχεται η κυκλοφορία του “Decline & Fall” EP, προάγγελου του full length album “A World Lit Only by Fire” που κυκλοφόρησε τον επόμενο Οκτώβριο. Αυτή τη φορά, θα κυκλοφορήσει μέσω της Avalanche Records, ιδιοκτησίας Justin Broadrick, o οποίος χρησιμοποιεί για πρώτη φορά σε ηχογράφηση οκτάχορδη κιθάρα.
Σαν ντουέτο και πάλι, χωρίς να ξεχνούν τι τους έκανε αρεστούς, αναγεννιούνται από τις στάχτες τους και μαζεύουν ξανά επαίνους για τον έβδομο δίσκο τους, σαν εκείνον του Zachary Houle του Popmatters που γράφει πως οι Godflesh “γράφουν εκ νέου το βιβλίο κανονισμών του Industrial”.
Οι Βρετανοί επιστρέφουν και πάλι με νέο album, με τίτλο “Post Self”, το οποίο κυκλοφορεί το ερχόμενο Νοέμβριο, κομμάτια του οποίου σίγουρα θα ακούσουμε ζωντανά στο Fuzz Live Club στις 28 Οκτωβρίου, στα πλαίσια του Fraternity of Sound Festival (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ).
Φίλοι του σκληρού ήχου, αυτή είναι μια βραδιά που δεν χάνεται!
975