CALIGULA’S HORSE: “In Contact”

Οι αυστραλοί progsters είναι μια υπολογίσιμη δύναμη που απασχολεί όλο και περισσότερους ακροατές του χώρου τα τελευταία χρόνια.

Το προηγούμενο άλμπουμ τους, “Bloom” του 2015, ανέβασε ψηλά τις προσδοκίες και σε παράλληλη διαδρομή με τη σύγχρονη νέα γενιά του ευρωπαϊκού prog metal, άφησε τον υπαινιγμό πως οι Caligula’s Horse θα ξαναχτυπήσουν κοιτάζοντας στα μάτια τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων.

Η ιδρυτική τριάδα του τραγουδιστή Jim Grey, του κιθαρίστα Sam Vallen και του μπασίστα Dave Couper, με τις πρόσφατες προσθήκες του δεύτερου κιθαρίστα Adrian Goleby και του ντράμερ Josh Griffin, ηχογραφεί ένα απαιτητικό νέο δίσκο με σύνθετη, ενδιαφέρουσα θεματολογία.

Με αφετηρία την θέση και τη λειτουργία του καλλιτέχνη μέσα στη ζωή και την πραγματικότητα, το “In Contact” φωτίζει τις σκοτεινές γωνίες πολλών, συχνά μοιραίων συσχετισμών στην εξελικτική διαδρομή της δημιουργίας των έργων του.

Η μουσική που καλείται να περιγράψει όλα αυτά τα ιδιαίτερα επεισόδια και τις ταραγμένες διαδρομές, είναι μια πολυσύνθετη πρόταση σύγχρονου, απαιτητικού prog metal που ενώ διατηρεί την αναπλαστική ροή των τραγουδιών, ταυτόχρονα χρησιμοποιεί πολλά διαφορετικά εργαλεία προσαρμοσμένα στη λογική των αυστραλών: εξευγενισμένα djent ριφ, περίτεχνα fusion στολίδια, επιτακτικά στακάτα prog metal κιθαριστικά παραπετάσματα με σύγχρονη ηχητική επιδερμίδα, εμβόλιμοι εκρηκτικοί συντονισμοί αλλά και μελωδικά οροπέδια ευαισθησίας και ακουστικής ευγένειας, συνεργάζονται σε ένα αποτέλεσμα που χορταίνει με τον πλούτο του.

Στο γενικά υψηλό εκτελεστικό επίπεδο του γκρουπ, ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο Vallen με μια ευρύτατη συνθετικά και εκτελεστικά κιθαριστική δουλειά που κρατάει το τιμόνι των συνθέσεων. Και ο Gray, με μόνιμα πια καθαρά φωνητικά, σκιαγραφεί τις ιστορίες με δεξιότητα και πολλά χρώματα.

Τέσσερις πρωταγωνιστές διατρέχουν τη διαδρομή του “In Contact”.

Ο πρώτος (“To The Wind”) ζωντανεύει στα 4 πρώτα τραγούδια του άλμπουμ, «Dream the dead-Will’s song (Let the colours run)-The hands are the hardest-Love conquers all”. Ένας αλκοολικός ζωγράφος πρέπει να διαλέξει μεταξύ της προσωπικής επιβίωσης και της συνέχειας της δημιουργίας απέναντι στη συνεχή απαίτηση του κοινού για νέα έργα. Η εξάρτηση και η διανοητική του αρρώστια ουσιαστικά αποτελούν το μόνιμο κανάλι έκφρασης και η απαίτηση του αδηφάγου κοινού μοιάζει να αγγίζει την ανθρωποθυσία… Από το ταραγμένο “Will’s song” στην αισθητική ενός κομψού fusion single του “The hands are the hardest”, η ιστορία σβήνει ευγενικά με το τρυφερό “Love conquers all”.

Ο δεύτερος χαρακτήρας (“The Caretaker”) είναι ένας μουσικός που απολαμβάνει να ψυχαγωγεί τους ανθρώπους με τις συνθέσεις του, ενώ την ίδια στιγμή συνθέτει μυστικά το αριστούργημά του: μια ιστορία που παραπέμπει σε αυτή του Μότσαρτ. Με μια ταραγμένη ερωτική ζωή, ο ήρωας διατηρεί μια κρυφή, έντονη ομοφυλοφιλική σχέση με τον αφέντη του. Πασχίζει να είναι θετικός με τη χαρά της μουσικής δημιουργίας, όμως ποτέ πραγματικά δεν μπορεί να εκθέσει τον αληθινό του εαυτό. Ο μουσικός περιγράφεται σε δύο μέρη, στο πιο χαρακτηριστικό τραγούδι του άλμπουμ, το σπουδαίο “Songs for no one” και το πικρά γαλήνιο και απολογητικό “Capulet”.

O τρίτος πρωταγωνιστής (“Ink”) είναι ένας ποιητής του δρόμου, ένα πνεύμα που βλέπει τη σκληρότητα και τη διαφθορά της πόλης και του δρόμου, που άλλωστε έχουν θρέψει και τον κυνισμό του απέναντι στη ζωή. Ο αδερφός του είναι το βαρόμετρο για την πραγματικότητα, το θετικό πρίσμα απέναντι στον βαθύ κυνισμό του. Φτάνει όμως η στιγμή που τον χάνει και τον βρίσκουμε να μιλά στο εαυτό του σε φρενίτιδα και να ουρλιάζει για όλα αυτά που νιώθει περισσότερο από ποτέ. Δύο τραγούδια και η υποβλητική απαγγελία του “Inertia and the weapon of the wall” ζωντανεύουν τον ταραχώδη χαρακτήρα του “Ink”. Το μελαγχολικά αγωνιώδες “Fill my heart” ανοίγει την αυλαία και το κλιμακωτό “The cannon’s mouth” τον εγκαταλείπει σε μια διφορούμενη μοίρα και επιλογή.

Τέταρτος και τελευταίος ήρωας του “In contact” ο γλύπτης του δεκαπεντάλεπτου “Graves”. Έχοντας μέσα του την αγωνία και την εμμονή ενός αόρατου αντιπάλου που του κλέβει τις ιδέες και την αυθεντικότητα των δημιουργιών του, μαθαίνει πως θα γίνει πατέρας. Οι σκέψεις του για τη νέα εξέλιξη της ζωής του και οι υποθέσεις του κατά πόσο θα επηρεάσει η οικογένεια και η πατρότητα τη δημιουργικότητα περιγράφονται από την απαιτητικότερη σύνθεση του άλμπουμ, με πολλές επιμέρους μεταστροφές που έχουν αρμονική διαδοχή και διατηρούν μια όμορφη ροή και αφηγηματικότητα.

Κάπως έτσι στέκεται η ζωή απέναντι στην τέχνη στο “In Contact”, και οι δύο με τα μυστικά τους, τις δικές τους σκοτεινές πτυχές, και μικρές ή μεγάλες τραγωδίες και διλήμματα. Αυτό το ενδιαφέρον αφηγηματικό δίχτυ που άπλωσαν στιχουργικά οι αυστραλοί έδωσε τελικά ένα δημιουργικό μουσικό έναυσμα που κατέληξε σε έναν από τους πιο προκλητικούς δίσκους της χρονιάς στο χώρο.

Πέρα από την υψηλή μουσική ετοιμότητα του δίσκου σε κάθε επίπεδο, που μόνη της τον καθιστά εξαιρετικό, ο δυνατός δεσμός του θέματος σαν περιεχόμενο με την απόπειρα της ηχητικής του ανάπλασης ανεβάζει ακόμα περισσότερο τη δύναμη του αποτελέσματος… Για όσους θα έχουν την πρόθεση και τη θέληση να σκάψουν βαθιά.

599
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…