MIDNIGHT SIN: “One Last Ride”

Τέσσερις φιγούρες φιλόδοξων ιταλών που θα ήθελαν πολύ να δουν το αυτοκίνητό τους να διατρέχει τη Sunset Boulevard και στη συνέχεια τις σκιές τους να γλιστρούν σε ηδονικά club της Sunset Strip.

Οι Albert Fish (vocals), LeStar (guitars), Acey Gun (bass) και Dany Rake (drums),  φανερά υπηρετούν μια απόπειρα αναβίωσης του sleaze rock των 80’s με μια γερή δόση πιασάρικων μελωδιών. Το πρώτο τους άλμπουμ, “Sex First” κυκλοφόρησε το 2014 και ακολούθησε το ΕΡ “Never Say Never” το 2016. Φέτος η επιστροφή με το δεύτερο “full length” έχει τον τίτλο “One Last Ride”.

Οι Midnight Sin, όπως και κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του ανάλογου ύφους στα 80’s, χαρακτηρίζονται από την επικράτηση του “attitude” και της φόρμουλας: είναι άλλωστε δεδομένη η χαλαρότητα και ο στόχος της διασκέδασης για το είδος αυτό. Η τακτική της αμεσότητας, λοιπόν, που υπηρετεί το ένστικτο της ελαφρότητας, κάποιες στιγμές αποδίδει μικρές κομψές sleaze hard ομορφιές, άλλες περιορίζεται σε μάλλον μέτρια “fillers”.

Η έναρξη είναι παραπάνω από ικανοποιητική, με το “Day Zero” να φλερτάρει περισσότερο με το καλοδουλεμένο μελωδικό hard/AOR, αλλά και όμορφη κιθαριστική δουλειά από τον LeStar. Η συνέχεια είναι πιο groovy και νυχτερινή με τα πειστικά ριφ του “Game over fame” να ξεσηκώνουν, ενώ το mid tempo “Send me a light”, με τους όμορφους bluesy υπαινιγμούς και τα εύστοχα φωνητικά του Fish είναι από τα ιδιαίτερα κεφάλαια του “One Last Ride”.

To “Never say never”, με το τυπικό του ριφ αγγίζει σχεδόν το κλασικό, μελωδικό metal, και παρόμοια συνέχεια μοιάζει να επιδιώκει το μετριότερο συνθετικά “The maze”. To τελευταίο μέρος του άλμπουμ ακούγεται περισσότερο αδύναμο και τυπικό. Η προφανής τους ζωντάνια και δύναμη αναλώνεται σε λιγότερο πειστικά τραγούδια, με το “Born this way”, που κλείνει το άλμπουμ να αφήνει τελικά μια πιο ισχυρή εντύπωση.

Τα δέκα νέα τραγούδια των Midnight Sin είναι, όπως και η προηγούμενη ηχητική διαδρομή τους, ένα παθιασμένο αφιέρωμα σε μια εποχή που το glam και το sleaze rock μεσουρανούσαν. Το αυθεντικό τους πάθος και η αγνή εμμονή σε αυτό είναι δεδομένα, μέχρι όμως να υπερβούν την απλή συμπάθεια της tribute αισθητικής και να αφήσουν το δικό τους ίχνος στις μακρινές αντηχήσεις του νυχτερινού, ερωτικού L.A., πρέπει να ρίξουν κι άλλους κύβους συνθετικής δεινότητας στην ιταλική τους κουζίνα.

637
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…