Το πνευματικό παιδί του MC Dalek (κατά κόσμον Will Brooks) και των κατά καιρούς συνεργατών του είναι μία υποχθόνια hip hop μηχανή σφυρηλατημένη στο γραφικό New Jersey της σκεπτόμενης μεσαίας τάξης.
Μετά από 6 επιτυχημένα άλμπουμ και μία πενταετία αποχής από τα εγκόσμια το τρίο των Dalek, Mike Manteca (Mike Mare) και Dj rEK επανήλθαν με κρότο το 2016 με το “Asphalt of Eden” και φέτος, στις αρχές Σεπτέμβρη, με το πολιτικά φορτισμένο “Endangered Philosophies”. Τέλος, στην όλη εξίσωση προστίθεται και ο πάντα δραστήριος Mike Patton με τη σφραγίδα της εκλεκτικής εταιρείας του Ipecac.
Ωστόσο, αν περιμένετε κάποια τυπική rap μπάντα είστε μάλλον γελασμένοι. Πως, άλλωστε, ο παράφρων επιστήμονας Patton θα μπορούσε να πουλήσει κάτι που είναι τυπικό. Πολύ ορθώς τα δελτία τύπου αναφέρουν ότι Dalek οφείλουν, για το μοναδικό μουσικό προϊόν τους, εξίσου στο industrial των Einsturzende Neubauten , το shoegaze των My Bloody Valentine και το καυστικό rap των Public Enemy, ενώ έχουν περιοδεύσει με μπάντες, όπως οι De La Soul,οι KRS-One, ο Grandmaster Flash, οι Isis, οι Godflesh και οι Tool. Μπερδευτήκατε;
Ας πιάσουμε το δίσκο από την αρχή: οι πρώτοι ήχοι που φτάνουν στο αφτί είναι ο άκρως βιομηχανικός θόρυβος -ενδεχομένως κιθάρας ή μπάσου- του “Echoes of…” , τον οποίο διαδέχεται ένας αργόσυρτος , σχεδόν trip-hop, υπερμπάσος ρυθμός με εξίσου βιομηχανικές προεκτάσεις. Κάπου εκεί αρχίζει κανείς και αναζητά τη φωνή του Brooks, η οποία, ως φωνή σε rap παραγωγή, θα έπρεπε να υπερκαλύπτει τα πάντα. Αλλά όχι. Το υποχθόνιο, βιτριολικό ραπάρισμα του πνίγεται στο βόρβορο της παραγωγής που με κάποια bpm παραπάνω θα μπορούσε να ανήκει σε κάποια πειραματική noise μπάντα ή και ακόμη μπάντα όπως οι Godflesh (με τους οποίους έχουν συνεργαστεί και στο παρελθόν).
Εντούτοις, κάπου εκεί έρχεται πάλι η κωλοτούμπα με το “Weapons” που είναι ό,τι πιο trippy έχει ακουστεί τελευταία από καταβολής hip hop και η παραγωγή του οποίου φέρνει σε κάτι από NIN μέχρι οποιαδήποτε post μπάντα μπορεί να σας έρθει στο νου. Το ακόμη πιο θαυμαστό είναι ότι το όλο σκηνικό δένει απόλυτα και βάζει κάτω τουλάχιστον τα 9 στα 10 ονόματα που κυκλοφορούν εκεί έξω. Ίσως, εκ του αποτελέσματος, ο εσωστρεφής, χαμηλόφωνος ήχος να θυμίζει τα βιομηχανικά blues του Bristol – λέγε με Massive Attack και Portishead – αλλά οι ρομποτικές α-λα Chuck D ρίμες του Brooks δεν παίρνουν αιχμαλώτους και ο θόρυβος που παίρνει τα ηνία, συχνά – πυκνά στη διάρκεια του δίσκου, δεν προκαλεί το ίδιο trip (hop) με τα ανωτέρω ονόματα .Οι μαύρες ρίζες του NJ ακούγονται στα σαμπλαρισμένα πνευστά του στρατευμένου και επίμονα αστικού “Battlecries”, το οποίο, πέραν των άλλων, αποτίνει κι ένα μίνι φόρο τιμής στο Bristol με το χαρακτηριστικό beat του.
Σε γενικές γραμμές, παρόλο που οι Dalek δεν εξελίσσονται δραματικά καταφέρνουν πάντα να ακούγονται φρέσκοι και σχετικοί με την εποχή τους. Πολλοί μπορεί να μην αντέχουν τον πηχτό, μαύρο ήχο τους, αλλά για τους λίγο πιο εκπαιδευμένους στην underground μουσική αυτό είναι ένα μαύρο διαμάντι το οποίο πάλλεται και βαριανασαίνει καταπίνοντας οποιονδήποτε είναι λάτρης του ήχου τους και οποιονδήποτε είναι αρκετά περίεργος να ανοίξει την πόρτα για να δει τι συμβαίνει. Οπωσδήποτε ένας από τους δίσκους της χρονιάς αν όχι Ο δίσκος της χρονιάς.
620