Πραγματικά, νιώθω ευφορία και μόνο στην ιδέα να γράψω για ένα από τους καλύτερους δίσκους που έχουν περάσει από Metal (αν και η ταμπέλα είναι αρκετά περιοριστική), πόσο μάλλον στην ιδέα ότι θα το παρακολουθήσω παιγμένο ζωντανά στο σύνολό του με ορχήστρα και χορωδία στο ρωμαϊκό θέατρο του Plovdiv στις 22 Σεπτεμβρίου του σωτήριου έτους 2017, ενώ δύο μέρες μετά, στα πλαίσια της περιοδείας του για το τελευταίο του album, ο Devin Townsend θα βρίσκεται στο Fuzz Club στην Αθήνα.
Αισθάνομαι τις τρίχες στην πλάτη μου να κοκαλώνουν…
Αλλά ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή: 21 χρόνια πριν ο, 24 χρονών, Καναδός Devin Townsend αποφασίζει να υλοποιήσει το πραγματικό του μουσικό σχέδιο, θεωρώντας τους Strapping Young Lad μπάντα – παρωδία, παρόλο του ότι αυτοί τον έφεραν στο προσκήνιο και το γεγονός ότι ο εκπληκτικός δίσκος “City”, που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1997, τον καθιέρωσε στον ακραίο ήχο. Ο νεαρός Devin είχε εμπλακεί μέχρι σε εκείνο το σημείο σε λογής μουσικά project, από τον Steve Vai, τους Wildhearts, τους Front Line Assembly και τους IR8, με τον Jason Newsted, μέχρι το πρώτο “κρυφό” punk solo του με τον χαχόλο τίτλο Punky Bruster.
Είχε αποφασίσει πλέον να πάρει πιο σοβαρά τον εαυτό του και να υλοποιήσει ένα project για το οποίο από καιρό συσσώρευε μουσικά κομμάτια. Κάποιες ηχογραφήσεις είχαν ήδη γίνει, αλλά ο Townsend ήθελε ο δίσκος του να έχει πιο αξιοπρεπή μίξη σε σχέση με τις πιο ευτελείς ηχογραφήσεις που έκανε μόνος του. Για το λόγο αυτόν, ζήτησε τη βοήθεια του Σουηδού παραγωγού Daniel Bergstrand, που έκανε την παραγωγή του “City” και έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με τους Meshuggah και τους In Flames, ο οποίος δέχτηκε να το κάνει ουσιαστικά χωρίς λεφτά. Επίσης η Nuclear Blast που έκανε τη διανομή των SYL δεν ενδιαφερόταν να προωθήσει και το solo project του Townsend, οπότε ίδρυσε τη δική του HevyDevy Records και την διανομή ανέλαβαν η Inside Out και η Sony Ιαπωνίας.
Η διαδικασία της μίξης ήταν, κατά τον Townsend, ούτως ή άλλως περιπετειώδης, καθώς αποφάσισε να την κάνει σε ένα παραθαλάσσιο στούντιο στη Μάλαγα της Ισπανίας μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων που, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η δυσκολότερη διαδικασία που είχε περαιώσει μέχρι τότε.
Αυτό που δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την εν λόγω διαδικασία ήταν το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του στούντιο διέκοπτε τις εργασίες του Townsend επειδή μαζευόταν με τους φίλους του κάθε βράδυ, ανάμεσα στους οποίους κι ο Antonio Banderas, για να παίζουν κιθάρα και να μεθοκοπούν.
Ούτε τα στοιχεία της φύσης δεν έδειχναν να είναι συνεργάσιμα. Κατά την ηχογράφηση κάποιων drums στο χώρο, πού ήταν ουσιαστικά μία αποθήκη, η ισχυρότατη βροχόπτωση προκαλούσε πρόβλημα στην καθαρότητα του ήχου του ταμπούρου και έτσι ο Townsend αναγκάστηκε να σαμπλάρει το ταμπούρο του Lars Ulrich στο κομμάτι “Sad But True” για να μπαλώσει την ηχογράφηση.
Τελικά, το κερασάκι στην τούρτα ήταν η οριστική ρήξη με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος αρνείτο να δώσει τις ταινίες των ηχογραφήσεων, λόγω οικονομικών διαφορών, μέχρι που ο Townsend με τον Bergstrand μπήκαν μια νύχτα στο στούντιο και έφτιαξαν μια κόπια της master ταινίας. Ο Townsend είπε ότι δεν ξαναείδε ποτέ τον ιδιοκτήτη του στούντιο εκείνου.
Ο concept δίσκος κυκλοφόρησε υπό το όνομα “Ocean Machine: Biomech” -παρόλο που στις πιο πρόσφατες κόπιες μπήκε το όνομα του Devin Townsend, πράγμα κάπως άδικο για τους JR Harder και Marty Chapman, στο μπάσο και τα drums αντίστοιχα- τον Ιούλιο του 1997 και έτυχε θετικής αποδοχής από τους κριτικούς και τα μέσα, αλλά χαμηλών πωλήσεων λόγω περιορισμένης διανομής.
Ο ήχος του δίσκου αντλεί επιρροές από όλες τις προηγούμενες συνεργασίες και δουλειές του Townsend, κάνοντας τον πλέον αναγνωρίσιμο λόγω της πυκνότητας και των πολλαπλών στρωμάτων οργάνων και φωνών. Ο προοδευτικός και βαρύς χαρακτήρας του αποτελεί μία μετωπική σύγκρουση των μελωδικών περασμάτων των Fear Factory, της βαρύτητας και τραχύτητας των Meshuggah με την ελαφρύτερη prog προοπτική των Queen, Pink Floyd και Steve Vai. Σε συνδυασμό με τη θεματολογία θυμίζει ένα υπερηχητικό ταξίδι σε μία υποθαλάσσια φουτουριστική πόλη βγαλμένη από cyberpunk νουβέλα.
Από την απαγγελία των στίχων του “In Memoriam” του βικτωριανού ποιητή Alfred Tennyson μέχρι το υστερικό ουρλιαχτό του Townsend στο 74ο λεπτό του δίσκου, όλα δείχνουν να δένουν με εξωγήινο τρόπο ,αποστασιοποιώντας το προϊόν από οτιδήποτε κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή και ότι κυκλοφόρησε κατόπιν.
Το παλλόμενο, ισοπεδωτικό riff του “Seventh Wave” αποτελεί όντως την καταλληλότερη μουσική επένδυση ενός παλιρροϊκού κύματος και στηρίζεται σε γνωμικό των γονιών του ότι είναι το έβδομο κύμα είναι το πιο ισχυρό και ύπουλο σε μία σειρά κυμάτων. Η ακολουθία των τραγουδιών συνεχίζει με το φιλοσοφημένο τεχνικό punk ματζόρε του “Life”, όπου κιθάρες αναπτύσσονται επί κιθαρών και το refrain δείχνει τις pop ευαισθησίες του Townsend , δηλωμένου οπαδού της Enya. Το “Night” είναι μια νυχτερινή βόλτα στο Τόκιο σε ένα γρήγορο αυτοκίνητο με θορυβώδη μουσική να παίζει και τον Townsend να απομυθοποιεί τη λατρεία των Ιαπώνων προς τη δουλειά του.
Τα κομμάτια “Hide Nowhere” και “Regulator” είναι παγόβουνα που γρονθοκοπούν με δύναμη το θόλο της πόλης με προοπτική να τον γκρεμίσουν. Βέβαια, το όλο σκηνικό γίνεται πιο υπερβατικό και βαθύ σε κομμάτια όπως το “3 A.M” -ένα ήρεμο εμβόλιμο παιγμένο σε synth-, το αγαπησιάρικο ακουστικό με συχνότητες τρανζίστορ “Sister” ,το λουπαρισμένο “Voices in the Fan”, που καταλήγει στην εκκλησιαστική χορωδία του Orlandus Lassus , “Lagrimi Di San Pietro – Giovane Donna Il Suo Bel Volto In Specchio”, επεξεργασμένη ώστε να ακούγεται από τα βάθη της θάλασσας προς το σύμπαν, και το a-la Vai εξωγήινο, πλην όμως οικολογικό, “Greetings”, ικανοποιώντας τρόπον τινά την επιθυμία του δημιουργού για φυγή.
Η δυνατότητα του δημιουργού να διοχετεύει τα συναισθήματα που μάζευε από μικρό παιδί βρίσκει εφαρμογή στο αυτοβιογραφικό “Funeral”, που αναφέρεται στην κηδεία συμμαθητή του Townsend, ο οποίος δολοφονήθηκε, κατά την οποία ο ίδιος εκφώνησε τον επικήδειο χωρίς να είναι ο στενότερος φίλος του νεκρού παιδιού. Αυτό δίνει τη σειρά του στο συντριπτικό, θλιμμένο “Bastard” που είναι χωρισμένο σε δύο ενότητες ανάλογα με τη διάθεση του ερμηνευτή. Όλο αυτό εκτονώνεται όταν ο δίσκος φτάνει στο “Death of Music” (η ελεγεία του Townsend προς την χαμένη αθωότητα της πορείας του στη μουσική( που, κατά το πλείστο μέρος του, είναι ένα drum machine με τον Townsend να ψιθυρίζει σαν τρόφιμος ψυχιατρείου και κάποια synth και κιθάρες να κάνουν σποραδικές εμφανίσεις στα 12 και ήρεμα λεπτά του.
Η μπαλάντα “Things Beyond Things” δείχνει πόσο μεγάλος θεομπαίχτης είναι ο παράφρων Καναδός επιστήμονας προκαλώντας έμφραγμα στον απορροφημένο ακροατή με την αναπάντεχη τσιρίδα του στο τέλος της.
Ο δίσκος απαιτεί σίγουρα κάμποσες προσεκτικές ακροάσεις ώστε να ξεπεραστούν τα τείχη από κιθάρες, φωνές και synth και να γίνει ορατός ο πυρήνας του, που μπορεί πολλές φορές να κρύβει μαγικά πράγματα, όπως σαμπλαρισμένες ορχήστρες και χορωδίες. Ίσως το εύρος και το βάθος του έργου σε συνδυασμό με την κόπωση και την πίεση για εμπορική επιτυχία -η οποία δεν ήρθε ποτέ- να οδήγησαν τον Townsend σε θεραπεία για διπολική διαταραχή.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, όπως λένε, με τον Townsend να συνεχίζει να δημιουργεί, να περιοδεύει ακάθεκτος και να καταξιώνεται ως ένας από τους πιο δραστήριους μουσικούς στη rock μουσική. Πολύ πιθανόν πολλοί από τους δίσκους που ακολούθησαν να μην είχαν γίνει χωρίς την πρώτη αυτή σοβαρή απόπειρα του και ίσως και προοδευτικές και βαριές μπάντες όπως οι Gojira να ήταν άγνωστοι ή ακόμη και να μην υπήρχαν. Με το project αυτό ο Townsend, εσκεμμένα, κατόρθωσε να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο βαρύ και προοδευτικό ήχο σπάζοντας πολλά στεγανά και να δώσει ώθηση σε ό,τι ακολούθησε. Ειλικρινά ό,τι πιο trippy κυκλοφορεί σε μεταλλικό ήχο. Δοκιμάστε το. Θα μείνετε άναυδοι.
734