LED ZEPPELIN: “IV”

Μπορώ εύκολα να αρχίσω τους συναισθηματισμούς για το πόσο σπουδαίο, καινοτόμο, εμπνευσμένο κλπ είναι αυτό το άλμπουμ. Όμως πρώτον, θα γίνω κουραστικός και δεύτερον, πιστεύω πως τα ξέρετε όλα αυτά ήδη.

Κι αν υπάρχει κάποιος που δεν καταλαβαίνει για τι μιλάω τον προκαλώ να πάει να ψάξει στη δισκοθήκη του σπιτιού του και να βρει εκείνο το βινύλιο (ή CD) με το γκριζαρισμένο εξώφυλλο που απεικονίζει το κάδρο ενός ηλικιωμένου αγρότη, κρεμασμένο στα απομεινάρια ενός γκρεμισμένου τοίχου. Είναι εκείνος ο δίσκος που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε. Είναι το θρυλικό τέταρτο άλμπουμ των Led Zeppelin.

Μιας και ξεκίνησα με το εξώφυλλο λέω να συνεχίσω την ανάλυση των οπτικών στοιχείων. Πιστέψτε με, αξίζει τον κόπο να αναφερθώ και σε αυτά. Θα μας τοποθετήσω στο σκηνικό της εποχής: μετά από τρία πολύ επιτυχημένα άλμπουμ (I, II, III) οι Zeppelin δεν είχαν πια να ανησυχούν ιδιαίτερα για την αποδοχή του κοινού και την εδραίωση του ονόματός τους στη βιομηχανία. Αυτά τα είχαν ήδη πετύχει. Εκείνο που τους απασχολούσε περισσότερο ήταν να κλείσουν τα στόματα των –πάντοτε- ενοχλητικών μουσικοκριτικών. Οι τελευταίοι από τη μεριά τους δυσκολεύονταν εξαιρετικά να κατανοήσουν τη φύση της μουσικής των Led Zeppelin. Επέμεναν να ακολουθούν μια συντηρητική μέθοδο προσπαθώντας συνεχώς να δημιουργήσουν μέτρα σύγκρισης με βάση κάτι το ήδη υπάρχον (συνήθως από το βρετανικό ρεύμα των 60s). Κάπου εκεί αποτύγχαναν παταγωδώς να βγάλουν κάποιο δημιουργικό συμπέρασμα και κατέληγαν φυσικά να “θάβουν” τη μουσική. Άρα έχουμε το εξής παράδοξο: ένα βρετανικό κοινό (και όχι μόνο) που λατρεύει τους Led Zeppelin ενάντια σ’ έναν άτοπο επικοινωνιακό συντηρητισμό εκ μέρους των βρετανικών media. Αποτέλεσμα: ένας τσαντισμένος Jimmy Page. Κι αυτό δεν είναι λίγο.

Ο Page λοιπόν σκέφτηκε κάτι αδιανόητο για εκείνη την εποχή. Η ιδέα του ήταν να φτιάξουν έναν δίσκο που να μη φέρει τίτλο ή διακριτικά στο εξώφυλλο, ούτε καν tracklist.  Ακόμα και τα ονόματα των μελών της μπάντας θα τα αντικαθιστούσαν σύμβολα που εκείνοι θα επέλεγαν, ένα για τον καθένα τους. Με άλλα λόγια ένας πραγματικός εφιάλτης για τις δισκογραφικές. Ο ίδιος ο Page έχει δηλώσει πως για να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν τελικά όλα τα παραπάνω έπρεπε να μιλάει ώρες ολόκληρες κάθε μέρα με έξαλλους παράγοντες της Atlantic. Είχε βάλει όμως σκοπό να αποδείξει έμπρακτα πως όλα αυτά δεν είχαν πραγματική σημασία. Το σημαντικό δεν είναι να γνωρίζεις πού ανήκει η μουσική και ποιος είναι ο τίτλος του κομματιού ή του δίσκου. Όλα αυτά είναι τυπικά. Χωρίς αυτά μπορείς να επικεντρωθείς στην ουσία και να κατανοήσεις τη μουσική όπως της αξίζει.

Το τελικό εξώφυλλο είναι μια φωτογραφία ενός folk πίνακα του 19ου αιώνα που βρήκε τυχαία ο Robert Plant σε ένα μαγαζί με αντίκες. Ο πίνακας είναι τοποθετημένος στα απομεινάρια ενός τοίχου ενώ στο φόντο φαίνεται το αστικό τοπίο της αγγλικής περιοχής Dudley. Το concept πίσω από αυτή τη φωτογραφία είναι η σχέση του παραδοσιακού με το μοντέρνο-αστικό (folk/urban) στοιχείο. Ο παραλληλισμός φυσικά με τη μουσική του εν λόγω δίσκου είναι προφανής. Νέα, καινοτόμα, σκληρή για την εποχή, αστική μουσική παιγμένη με παραδοσιακή ευαισθησία.

Λόγω της έλλειψης επίσημου τίτλου και της διαχρονικής άρνησης των τεσσάρων (τριών πια) Βρετανών να προσδώσουν έναν, ο δίσκος αυτός αναφέρεται συνηθέστερα με την ονομασία Led Zeppelin IV ώστε να συνεχίζει την αρίθμηση των προκατόχων του. Οι fans βεβαίως έχουν βρει ουκ ολίγες εναλλακτικές όπως: The Fourth Album, The Four Symbols, Runes, Untitled, Zoso κα. Πολλοί από αυτούς αναφέρονται στα σύμβολα που ανέφερα παραπάνω.

Τα τέσσερα σύμβολα που εμφανίστηκαν αντί των ονομάτων, πολλοί τα πήραν πιο σοβαρά κι από τους ίδιους τους Led Zeppelin. Πολλοί εξ’ αυτών, ορμώμενοι από τις ασχολίες και τους στίχους του Plant υποστηρίζουν πως τα σύμβολα είναι ενδείξεις της σχέσης των μελών της μπάντας με τον μυστικισμό και διάφορα cults. Αθάνατοι ροκ μύθοι. Ο εμπνευστής της ιδέας, Jimmy Page, σχεδίασε μόνος του το χαρακτηριστικό “ZoSo” και παρόλο που υπάρχουν προσγειωμένες θεωρίες που λένε ότι είναι παρμένο από τον συμβολισμό του υδραργύρου θα υπάρχουν πάντοτε οι fanboys που θέλουν να πιστεύουν ότι υπάρχει κάτι πιο απόκρυφο από αυτό. Το σύμβολο του John Paul Jones ονομάζεται triquetra, είναι παρμένο από το Βιβλίο των Συμβόλων του Rudolf Koch και απεικονίζει έναν κύκλο που διαπερνάται από τρία οβάλ σχήματα. Λέγεται πως συμβολίζει την ικανότητα και τη σιγουριά του ατόμου. Ο Bonzo (John Bonham) από την άλλη φαίνεται πως επέλεξε το δικό του απλώς επειδή του φάνηκε ωραίο. Οι τρεις κύκλοι διχάζουν ως προς της σημασία τους. Κάποιοι ισχυρίζονται πως πρόκειται για τον συμβολισμό της τριάδας μητέρας, πατέρα και παιδιού ενώ κάποιοι άλλοι βλέπουν απλώς το έμβλημα της μπύρας Ballantine. Εγώ θα υποστήριζα τη δεύτερη εκδοχή. Στο κάτω κάτω για τον Bonzo μιλάμε. Κι ενώ οι υπόλοιποι τρεις χαίρονταν με το μυστήριο που θα προκαλούσαν τα αφηρημένα γι’ αυτούς σύμβολα, ο Plant ήταν ο μόνος πιο συγκεκριμένος. Όσο μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς έτσι. Το πούπουλο είναι δικό του σχέδιο και πρόκειται για μια συμβολοποίηση του μυθικού, χαμένου πολιτισμού ονόματι Mu (κάτι σαν την Ατλαντίδα μόνο πιο rock).

Αρκετά με τα οπτικά. Περνάμε σε άλλον τομέα, τους αριθμούς. Το Led Zeppelin IV κυκλοφόρησε το 1971. Ως τώρα έχει πουλήσει πάνω από 37 εκατομμύρια αντίτυπα και όπως είναι λογικό αναφέρεται σε πάμπολλες λίστες. Για να αναφέρω ενδεικτικά κάποιες θα σας πω πως βρίσκεται στη θέση νούμερο 66 ανάμεσα στα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών σύμφωνα με το Rolling Stone και είναι το 1ο από τα 100 καλύτερα ροκ άλμπουμ της ιστορίας στη λίστα του Classic Rock. Κι άλλοι αριθμοί τώρα. Έχει γίνει 23 φορές (!) πλατινένιο στης ΗΠΑ (= 23 εκατομμύρια κόπιες) κι άλλες 6 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για να μην αναφερθώ στον υπόλοιπο κόσμο. Αν λοιπόν εκεί στη δισκοθήκη των γονιών σας βρείτε κατά λάθος και το συγκεκριμένο άλμπουμ μην παραξενευτείτε καθόλου γιατί τελικά όλοι έχουν αυτόν τον δίσκο.

Θα ήθελα τώρα να πω πως κατ’ εμέ το μουσικό περιεχόμενο του Led Zeppelin IV ξεπερνά κατά πολύ τα χαρτιά. Για μένα η αξία του έγκειται στο πόσο ριζοσπαστικό ήταν. Γι’ αυτό ακριβώς και αφιέρωσα και τόσο χώρο στο να σας βάλω στο κλίμα. Μιλάμε για έναν δίσκο που δημιουργήθηκε για να δώσει στη rock μουσική μια νέα άποψη. Πιστεύω πως κατάφερε πολύ περισσότερα από αυτό. Δείτε το σαν μια μουσική έκρηξη που σκόρπισε νέα είδη της ροκ σε κάθε σημείο του ορίζοντα.

Στα τέλη του 1970, οι Led Zeppelin φεύγουν από τα Basing Street Studios έχοντας το μεγαλύτερο μέρος του υλικού τους έτοιμο. Προορισμός τους είναι ένας χώρος που θα μπορέσει να τους προσφέρει τη δημιουργική ελευθερία να προσθέσουν τις προσωπικές τους καλλιτεχνικές λεπτομέρειες στη μουσική και να τελειώσουν τον δίσκο. Το Βικτωριανής εποχής κτήμα, Headly Grange ήταν ένα τέτοιο μέρος ακριβώς. Σας προτείνω να δείτε οπωσδήποτε το ντοκιμαντέρ “It Might Get Loud” όπου ο ίδιος ο Page μας ξεναγεί στους χώρους που ηχογράφησαν. Εκεί φαίνεται και μια συχνά παραμελημένη αξία του Page πέρα από αυτή του συνθέτη και κιθαρίστα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν παράλληλα και ένας από τους πιο ευφυείς παραγωγούς της μουσικής αυτής. Τα sessions διήρκεσαν αρκετούς μήνες και λόγω κάποιων προβλημάτων στη μίξη το άλμπουμ πήρε μια μικρή αναβολή στην κυκλοφορία του. Όλα όμως για καλό. Το τελικό αποτέλεσμα κυκλοφορεί στις 8 Νοεμβρίου του 1971. To tracklist μένει στην ιστορία:

  1. Black Dog
  2. Rock n’ Roll
  3. The Battle Of Evermore
  4. Stairway To Heaven
  5. Misty Mountain Hop
  6. Four Sticks
  7. Going To California
  8. When The Levee Breaks

*Για τον δίσκο αυτό προορίζονταν αρχικά και τα DownBytheSeaside, BoogieWithStu και NightFlight όμως η μπάντα τα κράτησε ώστε να τα κυκλοφορήσει αργότερα ως υλικό του PhysicalGraffiti.

Τώρα λοιπόν εγώ τι να κάνω; Να κάνω review; Αποκλείεται. Ποιος είμαι εγώ άλλωστε να περιγράψω και να σχολιάσω κομμάτια τέτοιου βεληνεκούς; Άλλωστε όταν μιλάς για το αγαπημένο σου beat (“When The Levee Breaks”), το αγαπημένο σου ακουστικό κομμάτι (“The Battle Of Evermore”) και τη μεγαλύτερη μπαλάντα που γράφτηκε ποτέ (μαντέψτε ποια λέω…) δεν μπορείς να είσαι ούτε αντικειμενικός, ούτε ουσιαστικός. Αντ’ αυτού λοιπόν θα σας παραθέσω trivia.

Την ιστορία με το “Stairway To Heaven” παιγμένο ανάποδα πιστεύω τη γνωρίζουμε πάνω κάτω όλοι. Για να θυμίσω σε όσους θέλουν: φημίζεται ότι αν το συγκεκριμένο κομμάτι παιχτεί ανάποδα αποκαλύπτει κρυμμένους στίχους με αναφορές στον Σατανά και άλλα τέτοια. Υπάρχει και αντίστοιχο video στο Youtube που το αποδεικνύει. Η προσωπική μου άποψη πάνω σ’ αυτό: Ναι, πιστεύω πως ισχύει. Γιατί θέλω να ισχύει κιόλας. Μπορείς να το δικαιολογήσεις και με την ξαφνικά παράξενη προφορά του Plant σε μερικούς στίχους. Είναι δηλαδή σατανιστές οι Zeppelin; Όχι. Για μένα είναι ένας ακόμα προκλητικός πειραματισμός στα πλαίσια του γενικότερου κλίματος που επικρατούσε στη μπάντα εκείνη την εποχή. Γι’ αυτό μέσα μου θέλω όντως να το έκαναν επίτηδες. Γιατί είναι μια ακόμα ριζοσπαστική καλλιτεχνική έκφραση από μέρος τους που παράλληλα ειρωνεύεται με έμμεσο τρόπο τη χυδαιότητα των media.

Τα κιθαριστικά θέματα του “Stairway To Heaven” είναι όλα αποτελέσματα αυτοσχεδιασμών του Jimmy Page με την ακουστική του κιθάρα στο studio. Ακόμα και το θρυλικό αυτό solo είναι γραμμένο με την ίδια νοοτροπία. Ο Page έκανε τρία takes και κράτησε απλώς το καλύτερο.

Το κορίτσι “with love in her eyes and flowers in her hair” για το οποίο τραγουδάει ο Plant στο “Going to California” είναι η Joni Mitchell.

Το αυθεντικό When The Levee Breaks είναι ένα κλασσικό blues κομμάτι του 1929 γραμμένο από το ζεύγος Kansas Joe McCoy και Memphis Minnie για τη μεγάλη πλημμύρα του Μισισιπή το 1927. Αξίζει να σημειωθεί πως τα τύμπανα είναι ηχογραφημένα στη βάση της σπειροειδούς σκάλας του Headly Grange από μικρόφωνα που ήταν τοποθετημένα στους πάνω ορόφους για αυτό και έχουν αυτό το φυσικό reverb.

Αυτά είναι όσα μπόρεσα να ξεθάψω. Ελπίζω να σας κάλυψα. Αν ποτέ βρεθείτε να έχετε στερέψει από καινούργια μουσική να ακούσετε, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να γυρίσετε πίσω σ’ αυτόν τον δίσκο. Μην τον θεωρήσετε ποτέ δεδομένο όσο κι αν ξέρετε πλέον απ’ έξω τα κομμάτια που περιέχει. Είναι από τους λίγους αυτούς δίσκους που κάθε του ακρόαση έχει κάτι καινούργιο να σου πει. Πρόκειται για το πληρέστερο παράδειγμα αριστουργηματικής έμπνευσης στο είδος της rock.

Μανώλης Γιαννίκιος

653