NOCTURNAL RITES: “Phoenix”

Μια δισκογραφική επιστροφή που καθυστέρησε δέκα χρόνια, θέτοντας σε σοβαρή αμφισβήτηση την ύπαρξη του γκρουπ, είναι αυτή των Nocturnal Rites με το φετινό “Phoenix” που επιτέλους διαδέχτηκε το “The 8th Sin”του 2007.

Από την μακρινή αφετηρία του 1990, όταν τα ιδρυτικά στελέχη Fredrik Mannberg στις κιθάρες και Nils Eriksson στο μπάσο, πέρασαν από το πρώιμο στάδιο του death metal στο power του πρώτου άλμπουμ τους, έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση, και το φετινό “Phoenix” αποτελεί την ένατη δισκογραφική κυκλοφορία τους.

Ο βασικός χαρακτήρας των σουηδών διαμορφώθηκε ουσιαστικά με την προσθήκη του τραγουδιστή Jonny Lindqvist το 2000, και η αισθητή αναγνωρισιμότητα της φωνής του αποτελεί πια απαραίτητο περιτύλιγμα της μουσικής τους.

Ένα πρωταρχικό πρόβλημα της καθυστέρησης μεταξύ των δύο τελευταίων άλμπουμ αποτέλεσε η αλλαγή των παρτενέρ κιθαριστών του Mannberg: ο Nils Norberg αποχώρησε το 2008 μετά από δεκαετή παρουσία στο γκρουπ και αντικαταστάθηκε από τον Christoffer Rorland που με τη σειρά του προσχώρησε στους Sabaton το 2012. Το πρόβλημα λύθηκε τελικά με την επιστράτευση του σπουδαίου Per Nilsson των συμπατριωτών τους melodic death metallers, Scar Symmetry, που συμπληρώνει τη σημερινή σύνθεση του κουιντέτου, μαζί με τον σταθερό από το 1998 ντράμερ Owe Lingvall.

Όπως οι ίδιοι επιβεβαιώνουν, η συνθετική διαδικασία του “Phoenix” διατηρήθηκε παρά τα προβλήματα των αλλαγών, με στόχο μια αισθητή επιστροφή. Και από το εναρκτήριο “Heart black as coal”, ένα άλλωστε από τα δύο επίσημα βίντεο της προώθησης του δίσκου, το στίγμα της κατεύθυνσης είναι ξεκάθαρο: κλασικό, μελωδικό heavy metal με στοιχεία power και κάποιες διακριτικές συμφωνικές προσθήκες που δεν ευνουχίζουν όμως τη δύναμη στο αποτέλεσμα. Ο διάδοχός του, το “Before we waste away” έχει μια περισσότερο προσιτή και μελωδική φλέβα με όμορφα θέματα που μένουν εύκολα στη μνήμη. Αυτό είναι βέβαια ένα χαρακτηριστικό που επιστρέφει στις περισσότερες από τις συνθέσεις του άλμπουμ: ακόμα και στο πιο γρήγορο και επιθετικό “The poisonous seed” αυτά τα μελωδικά δολώματα λειτουργούν ιδανικά μαζί με τα στακάτα ριφ.

Το mid tempo “Repent my sins”, το άλλο επίσημο βίντεο, είναι ιδανικός γητευτής ακροατών με τη μελωδική του μελαγχολία. Ενδιαφέρον στην εξέλιξή του το θεατρικό “The ghost inside me” και επιβλητικό το αργόσυρτο, σχεδόν επικό “Flames”. Οι ταχύτητες ανεβαίνουν αισθητά στο φινάλε του δίσκου με τα “Used to be good” και “Welcome to the end”.

Αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του Nilsson στα εντυπωσιακά leads των τραγουδιών και απόλυτα συνεπές το πάθος στις ερμηνείες του Lindqvist. H αμυδρή αίσθηση της επανάληψης υπάρχει όπως είναι αναμενόμενο σε ένα άλμπουμ με μεγάλη ομοιογένεια.

Το “Phoenix” συνολικά είναι μια επιστροφή με θετικό πρόσημο. Δεν θα αλλάξει ζωές, θα προσφέρει όμως ειλικρινές, φρέσκο metal με κλασική υπόσταση και σύγχρονο ήχο. Και σίγουρα με περισσότερα πραγματικά power στοιχεία από άλλους πιο  δημοφιλείς  εκφραστές του χώρου.

644
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…