Τι είναι αυτό που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του ακροατή για 20 συναπτά λεπτά;
Ποια μαγική συνταγή που εφευρέθηκε στη δεκαετία του ‘70 είναι και σήμερα εφαρμόσιμη; Κι επίσης, πόσο μετράει η θεματολογία σε ένα δίσκο; Ακούγοντας το 9ο album των The Tangent, αυτά τα ερωτήματα έρχονται στο μυαλό.
Πρόκειται για το προσωπικό όχημα του γκουρού των πλήκτρων/πιάνου Andy Tillison, που επιμελείται επίσης εκτός των φωνητικών, και για πρώτη φορά σε αυτό το δίσκο και των τυμπάνων. Η σύνθεση του γκρουπ που μεταβάλλεται περιοδικά, σε αυτή τη φάση περιλαμβάνει τους Jonas Reingold στο μπάσο, τον Luke Machin σε κιθάρα, τον τροβαδούρο Theo Travis (ίσως πιο γνωστό από τις συνεργασίες με το Steven Wilson) σε σαξόφωνο και φλάουτο και την Marie-Eve de Gaultier σε βοηθητικά πλήκτρα και γυναικεία φωνητικά. Στα “κουφά” η συνεισφορά του ιδρυτή των Chumbawamba και ενός DJ αλλά ας μην ξοδέψουμε παραπάνω μελάνι, έστω και ψηφιακό.
Η μουσική είναι στα γνωστά μονοπάτια της μπάντας, προοδευτικό ροκ, με το πιάνο ως αφετηρία των συνθέσεων που προοδευτικά χτίζονται, με αρκετές ανάλαφρες στιγμές θυμίζοντας Spock’s Beard ή γενικά τα σχήματα του Morse, με άλλες πιο μελωδικές, κλασικίζουσες ή ανα-genesis-ιακές, αλλά και αρκετό πειραματισμό, ακόμα και σε πιο σκληρό ήχο, φέρνοντας στο νου πολλές ιστορικές στιγμές της δεκαετίας του ‘70, από το Passion Play των Tull ως τους δίσκους των Van Der Graaf Generator.
Επί τη ευκαιρία της αναφοράς στους VDGG, ο Peter Hammill είναι απολύτως παρών ως η βασική επιρροή στη φωνή και ερμηνεία του Tillison, όχι πάντως με τη στριφνή του εκδοχή, αλλά πιο στρογγυλεμένα. Χωρίς να αποκλίνουν δραματικά από το περιεχόμενο και το ύφος των άλμπουμ του παρελθόντος, οι Tangent στο The Slow Rust of Forgotten Machinery εισάγουν κάποιους νεωτερισμούς, αλλά κυρίως ρίχνουν το βάρος στους στίχους και τα μηνύματα που θέλουν να περάσουν ως ειδοποιό διαφορά.
Τα δύο δαιδαλώδη κομμάτια που περιέχουν το περισσότερο ζουμί είναι το Slow Rust και το A Few Steps Down the Wrong Road. Στο πρώτο, το μελίρρυτο ύφος των Pendragon εναλλάσσεται με σκληρά περάσματα και με DJ-λίκι που θυμίζει έντονα το Roll the Bones των αξεπέραστων Rush, με μάλλον δευτερεύον σε έμφαση το μήνυμα και τους στίχους. Στο δεύτερο, στη θέση του οδηγού βρίσκουμε τη θεματολογία, με τη μουσική να σιγοντάρει τα μηνύματα για το ζοφερό μέλλον και τις αναφορές στο (ήδη τραγουδισμένο, καλά καλά δεν έγινε) Brexit. Ενδιαφέρουσα η ζύμωση γύρω από το πασίγνωστο κλασικό I Vow To Thee, my country.
Και οι ερωτήσεις που θέσαμε πιο πάνω; Οι Marillion έδωσαν, στο χώρο αυτό, την πιο πειστική απόπειρα για πολιτικοποιημένο περιεχόμενο στο Fuck Everyone And Run του 2015. Χωρίς την στέρεα μουσική βάση και τον Hogarth μαινόμενο, θα είχε νόημα εκείνο το εγχείρημα; Μάλλον όχι. Στο The Slow Rust of Forgotten Machinery, τα πράματα είναι λίγο πιο περίπλοκα, καθώς η μουσική δεν λειτουργεί τόσο υποστηρικτικά κυρίως λόγω της χαλαρής συνοχής των συνθέσεων.
Μπορούνε οι Tangent να σε κρατήσουνε όμηρο της μουσικής τους σε αλλεπάλληλα 15-20λεπτα κομμάτια; Αν είσαι υποψιασμένος και έτοιμος για κάτι τέτοιο, πιθανόν ναι, αλλά για τους υπόλοιπους, το έργο είναι δύσκολο και μάλλον μετά βίας τα φέρνουν πέρα. Σίγουρα είναι δύσκολο να αποφύγεις την ταμπέλα της παρωχημένης prog 70ίλας, και οι Tangent κάνουν ακόμα μια καλή προσπάθεια, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσον το αποτέλεσμα θα θέλξει κάποιον μη στρατευμένο.
557