INCURA: “II”

Οι καναδοί Incura με τη βάση τους στο Vancouver, δραστηριοποιήθηκαν για αρκετά χρόνια σε ένα απόλυτα underground υπόβαθρο με κάποια εξαιρετικά ΕΡ που έχτισαν την υπόληψή τους, αρχικά κυρίως σε ένα ντόπιο κοινό.

Ακριβώς δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους ΕΡ με τίτλο “A Way Out”, κυκλοφορούν τελικά το ομότιτλο πρώτο άλμπουμ τους, που ουσιαστικά συναρμολογείται από τραγούδια των ΕΡ τους.

Το έντονα θεατρικό ύφος τους, συνδυασμένο αρμονικά με ένα μελωδικό, προσιτό αλλά τόσο λεπτομερές και εξαιρετικά καλοπαιγμένο -και συχνά ιδιαίτερα τεχνικό- heavy rock, λάμπει κυριολεκτικά με εντυπωσιακό τρόπο. Συνθετικά, τα πράγματα είναι εντυπωσιακά, με μια σειρά από εν δυνάμει singles που όμως ταυτόχρονα περικλείουν βάθος, ωριμότητα και μια σπάνια συνθετική ποιότητα για πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα αφοπλιστικό “best of” δέκα περίπου ετών, τραγουδιών που έχουν δουλευτεί εξαντλητικά ως την τελευταία λεπτομέρεια, και η τελευταία συνολική αντήχηση του άλμπουμ γεννά σχεδόν βιβλικές προσδοκίες.

Ένα χρόνο αργότερα, το γκρουπ υπογράφει μια συμφωνία με την Inside Out/Century Media και το άλμπουμ κυκλοφορεί στην Ευρώπη. Και αμέσως μετά οι Incura… εξαφανίζονται. Σχεδόν εξαφανίζονται. Οι πληροφορίες έρχονται πια με το σταγονόμετρο, η πρόοδος στην ηχογράφηση του νέου άλμπουμ παρουσιάζει βασανιστικά αργή εξέλιξη: σε μια εποχή που οι τόνοι πληροφορίας και υλικού πλακώνουν αδυσώπητα τους ακροατές του πλανήτη, οι Incura φαντάζουν πραγματικά ως ιδανικοί αυτόχειρες, αφήνοντας με ανεξήγητη αδιαφορία το hype γύρω από το πρώτο τους άλμπουμ να λιώσει άδοξα.

Άξαφνα, περίπου 4 σιωπηλά χρόνια αργότερα, εμφανίζεται το Incura “II”, με μηδενική πληροφορία και προώθηση, με μία μόνο λιτή αναγγελία από το .. Facebook του γκρουπ και μια ανάρτηση του υλικού στο bandcamp τους.

Δέκα νέα τραγούδια των καναδών έχουν να αντιμετωπίσουν το δύσκολο έργο της ικανοποίησης όλων των τεράστιων υποσχέσεων του ντεμπούτου. Παραβλέποντας την τραγική διαχείριση της προώθησης του “ΙΙ”, που συνεχίζεται και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι Incura διατηρούν σχεδόν αυτούσια τη φόρμουλα που έχτισε το πρώτο άλμπουμ: έντονα θεατρικές προσεγγίσεις συνοδεύουν πάλι το καλοπαιγμένο και μελωδικό heavy rock τους, με τον θαυμασμό στον Freddie Mercury να συνεχίζει να οδηγεί -υφολογικά μόνο- τον τραγουδιστή Kyle Kruninger, που αποτελεί και το βαρύ πυροβολικό του σχήματος.

Ο Kyle, ένας χαρισματικός τραγουδιστής και performer, που συμμετέχει και σε musical παραγωγές εκτός της μπάντας, είναι ένας ερμηνευτής συνεχώς “στα κόκκινα”, με τόσο πάθος και ένταση στην έκφραση που ίσως τελικά τον καθιστούν μια “love it or hate it” περίπτωση. Και στο “ΙΙ” δεν κάνει καμιά έκπτωση στην κατάθεση ψυχής, όντας ξανά εξοντωτικός.

Το άλμπουμ αρχίζει με το “Love to forget”, μια ιδανική γέφυρα σύνδεσης με το παρελθόν του ντεμπούτου, καθώς μεταφέρει πολύ δυνατά εκείνη την εντύπωση. Τα “Now or never” και “Disable everything” που ακολουθούν είναι εξαιρετικά δείγματα της ικανότητας που έχουν αναπτύξει να σμιλεύουν μελωδικές, συναισθηματικές συνθέσεις με καλοβαλμένα heavy rock θεμέλια. Μια θέληση διαφοροποίησης αφήνει να διαφανεί το “Remodel” που επιστρατεύει ταιριαστά και μια djent προσέγγιση.

Το πρόβλημα της δυσκολίας να παραμείνουν στο ύψος του προκατόχου αναδεικνύεται κυρίως στο μέσο του άλμπουμ, με τις περισσότερο αδύναμες συνθέσεις να συγκεντρώνονται εκεί: το μπαλαντοειδές “Help me save myself tonight” είναι το πιο ασφαλές και επίπεδο τραγούδι τους ως τώρα με μάλλον φτηνό συναισθηματισμό, το “This is what you get” είναι γενικά, ειδικά, συνθετικά και μελωδικά μέτριο και κάποια όμορφα τρικ απλά το βοηθούν να γλιστρήσει ευκολότερα στη ροή, ενώ το επίσης μπαλαντοειδές “Abandon me” είναι ευτυχώς πιο περιεκτικό και εξελικτικό.

Στο φινάλε του “ΙΙ” οι εντυπώσεις δυναμώνουν πάλι: το “Living a lie” επιχειρεί με πολλά όπλα να προσεγγίσει την αριστουργηματική πυκνότητα του “Here to blame” του ντεμπούτου, κι έστω κι αν δεν τα καταφέρνει είναι εξαιρετικό, όπως πολύ συναισθηματικά φορτισμένο και υπέροχα δουλεμένο είναι και το φινάλε “Condemn the pollution” με μια από τις καλύτερες ερμηνείες του Kyle.

Το “ΙΙ” έχει στην πραγματικότητα να αντιμετωπίσει δύο κατηγορίες ακροατών: η πρώτη αυτή των θαυμαστών του ντεμπούτου που αρχικά θα μουδιάσουν, θα γκρινιάξουν, σταδιακά θα ανακαλύψουν όμως τα χαρίσματα των Incura, φανερά σε μικρότερες ποσότητες. Πως να πολεμήσεις ένα “best of – παγίδα” που έστησες στον ίδιο σου τον εαυτό;…

Οι δεύτεροι, αυτοί που θα ακούσουν πρώτα το “ΙΙ”, χωρίς το βάρος όσων έχουν προηγηθεί, θα ανακαλύψουν με ευχάριστη έκπληξη ταλέντο, συναίσθημα και τεχνική αρτιότητα να ισορροπούν απολαυστικά.

Στο τέλος της κρίσης, κι εμείς που περιμέναμε περισσότερα, έχουμε τη σκέψη μας εκεί και περιμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια.

615
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…