Οι Black Lips δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μπάντα “ασθενών”!
Πάσχουν, όπως έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ο Jared Swilley, από τη νόσο ODD (Oppositional Defiance Disorder: Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή), μια ψυχοπνευματική ασθένεια που προτάσσει την ανυπακοή και τον αντικομφορμισμό σε κάθε εκδήλωση τους. Ακριβώς, δηλαδή, ότι χρειάζεται ένα garage – punk σχήμα για να μεγαλουργήσει και να κερδίσει σκληροπυρηνικούς φανς ανά την υφήλιο!
Με το άκουσμα ότι στα τέλη του καλοκαιριού (24 Αυγούστου, δελτίο τύπου) θα βρεθούν στη χώρα μας, το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι μια βίντεο – αναδρομή στις πιο σημαντικές πτυχές των στούντιο album τους μιας κι όλη την καφρίλα, το δυναμισμό και την ανυπακοή τους, θα τη βιώσουμε δίχως αύριο στο Gagarin σε λίγες μέρες.
Σχηματίστηκαν το 1999 σ’ ένα προάστιο της Ατλάντα, από τον κιθαρίστα Cole Alexander, τον μπασίστα Jared Swilley, τον Joe Bradley στα τύμπανα και τον κιθαρίστα Ben Eberbaugh.
Μέχρι το 2003 που κυκλοφόρησε το “Black Lips!” από την Bomp! Records, κατάφεραν να γίνουν γνωστοί για την αντισυμβατική συμπεριφορά και προκλητική τους σκηνική παρουσία, να στιγματιστούν στην τοπική κοινωνία ως “κίνδυνος υποκουλτούρας”, μ’ αποτέλεσμα να διώξουν τους Swilley και Alexander από το σχολείο, με τον τελευταίο να ακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Από νωρίς στα βάσανα δηλαδή.
Στα παραπάνω προστέθηκε κι η τραγική απώλεια του Eberbaugh το 2002 -χτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε μεθυσμένος οδηγός- που όμως δε τους πτόησε, και το “Black Lips!” είναι παράλληλα κι ένας φόρος τιμής για αυτόν.
Ένα πομπώδες ντεμπούτο, αποτελούμενο από 13 tracks που κατόρθωσαν να συνδυάσουν μ’ έναν ανεπιτήδευτο lo-fi τρόπο, στοιχεία punk, blues (με τεράστια τη συμβολή του Eberbaugh, χαρακτηριστηκά τα “Stone Cold” και “Down and Out”) και ψυχεδέλειας (“Freakout”) σε ένα garage μοτίβο. Το πρωτόλειο αυτό έργο τους, σηματοδοτεί τη δυναμική τους και διαφέρει εμφανώς από τις υπόλοιπες δουλειές τους.
Δεν πέρασε καλά καλά ένας χρόνος κι ακολουθεί η δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά υπό τον μακρόσυρτο και αντι-εμπορικό τίτλο “We Did Not Know the Forest Spirit Made the Flowers Grow”.
Το αποτέλεσμα ήταν κάτι πρωτόγνωρο άλλα ταυτόχρονα και τόσο οικείο για τα αυτιά μας: τσίτα παραμόρφωση και fuzz στις κιθάρες με τσιμπημένα tremple, απλοϊκές μπασογραμμές, κραυγές και φωνές βγαλμένες σαν από παλιό τηλέφωνο, ένας νέος αέρας από garage ήχους άνθιζε στα πέριξ της Ατλάντα και σιγά σιγά θα φυσούσε και στην πόρτα μας.
Ένα εμβληματικό και καθοριστικό, θα έλεγα, album για τη garage – punk σκηνή που ακούγεται άνετα και σήμερα, ενώ δεν πρέπει να λείπει από τη συλλογή οποιουδήποτε fan του είδους. 10 κομμάτια, που με μέσο όρο διάρκειας τα 2 λεπτά (εκτός από το τελευταίο “Super X-13” που ξεπερνά τα 9’), σε βάζουν κατευθείαν στο θέμα και σε περνούν στο επόμενο δίχως να το καταλάβεις.
Στο ερώτημα “τι εστί εξέλιξη στον ήχο μιας μπάντας”, οι Black Lips, έρχονται με μια προκλητικότατη φτυσιά στη μούρη να μας πουν ότι αυτό δε σημαίνει τίποτα μα τίποτα για αυτούς!
Το “Let It Bloom” του 2005, ήρθε με 16 συνθέσεις, να βροντοφωνάξει ότι το rock ‘n’ roll μπορεί να παιχτεί με ξεκούρδιστες κιθάρες, μεθυσμένους συντελεστές στο υπόγειο ενός σπιτιού, από τρελούς τύπους που γουστάρουν να γράφουν αυθεντικά σε βαθμό παραληρήματος, κάνοντας τους “New York Dolls”, να φαντάζουν αρκετά στημένοι και περίπλοκοι!
Εντάξει, η διασκευή στο “Hippie, Hippie, Hoorah” του Jacques Dutronc, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις εκατοντάδες αποτυχημένες garage-punk διασκευές, αλλά τα “Dirty Hands”, “Boomerang” και “Not A Problem”, τους απογειώνουν!
Το “Good Bad Not Evil” του 2007 αποτελεί το album σταθμό για το σχήμα διότι συνδέεται με μια σειρά από καταστάσεις και γεγονότα που άλλαξαν την πορεία τους.
Υπέγραψαν συμφωνία με την Vice Records με την οποία συνεργάζονται εξαιρετικά μέχρι και σήμερα, κατόρθωσαν να παίξουν σε μεγαλύτερα Live events ανά τον κόσμο, κάνοντας παράλληλα το ντεμπούτο τους σε τηλεοπτικές εκπομπές σ’ Ευρώπη και Αμερική (γεγονός που καταδείκνυε ότι το όλο πράγμα αποκτούσε μια αναγνωρισιμότητα) και μάλιστα, δάνεισαν το “Bad Kids” και “Veni Vidi Vici” στην ταινία “(500) Days of Summer” και πάλι το “Veni Vidi Vici” στο επίσης επιτυχημένο φιλμ “Angel Camouflaged”.
Γύρω από το album εκτυλίχθηκε μια περίεργη ιστορία για τον αν τελικά ηχογραφήθηκε εξ’ ολοκλήρου σ’ ένα μπαρ στην Tijuana (Μεξικό), με τους φανς και τους κριτικούς να αμφιβάλλουν, ενώ τα μέλη να ισχυρίζονται ότι η ηχογράφηση όντως έλαβε χώρα εκεί, με τα μηχανήματα να είναι κατά τέτοιο τρόπο τοποθετημένα ώστε να υπάρχει ένα πιο εύηχο αποτέλεσμα με λιγότερες παρεμβολές.
Μουσικά, αποτελεί την ποιοτικότερη έως τώρα δουλειά τους, συνδέοντας με τον επιτηδευμένα ατημέλητο, “άγαρμπο” και παλιομοδίτικο τρόπο τους pop στοιχεία, με λιγότερο punk, περισσότερο συναισθηματισμό και λυρισμό, διατηρώντας την garage δυναμική τους και τελειοποιώντας τον ήδη δυνατό στίχο τους. Το “Good Bad Not Evil”, δικαιολογημένα τους απογείωσε.
Μετά από δύο χρόνια ατελείωτων live εμφανίσεων, δισκογραφικών συνεργασιών και περιπετειών των μελών της μπάντας (μεταξύ άλλων φυλακίστηκαν στην Ινδία, λόγω προκλητικών ομοφυλοφιλικών πράξεων επί σκηνής κατά τη διάρκεια του live τους), κυκλοφορεί το Φλεβάρη του 2009 το “200 Million Thousand”, ένα ακόμα δυνατό album που αποτελεί και προσωπικό αγαπημένο.
Στο ίδιο μοτίβο με το “Good Bad Not Evil”, αλλά με περισσότερα στοιχεία ψυχεδέλειας και πιο χαλαρή – καλοκαιρινή διάθεση. Λες κι έχει ξεπηδήσει απ’ ευθείας από τη δεκαετία του ’60, λειτουργεί ως ένα περίεργο αμάλγαμα της garage διάθεσης των “The Sonics”, με κάποια αυτονόητα ψήγματα surf rock, φτάνοντας μέχρι το αμερικάνικο punk των 80s. Από τα 15 track ξεχωρίζουν τα καταιγιστικά “Take my heart” και “Starting over” (με απίθανα δεύτερα φωνητικά), η διασκευή στο “Again & Again” που είχε ερμηνεύσει ο Iggy Pop όταν ήταν μέλος των Iguanas, καθώς και το “Short fuse”.
Με την καθοδήγηση του μέτρ Mark Ronson, λάτρη του ρετρό και λοιπών “δύσκολων” καλλιτεχνών (βλ. Amy Winehouse), οι Black Lips μεταξύ Brooklyn studios και Atlanta, ηχογραφούν το “Arabia Mountain” (2011).
Αν το “200 Million Thousand” απέπνεε μια πιο ευδιάθετη τοποθέτηση με κάποια punk σκαμπανεβάσματα (ώστε να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας), στο “Arabia Mountain” δεν υπάρχουν διακυμάνσεις. Είναι σα να έχεις βγει στην αυλή να απολαύσεις την μπίρα σου μετά από ώρες δουλειάς στο garage, με γράσο στα χέρια, κάτω από τον ζεστό καλιφορνέζικο ήλιο και χάνεσαι στη ραστώνη και την ανεμελιά.
Ο Ronson έκανε διάνα με τους Black Lips, το οποίο εγχείρημα εμπορικά θα αποσβεστεί σ’ επόμενη δουλειά τους, ενώ, το ίδιο το σχήμα “άνοιξε” το κοινό του, εγκαταλείποντας αρκετές από τις παλιές κακές συνήθειες, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές και οικονομικές απολαβές.
Ίσως ήταν το πλήρωμα του χρόνου για όλα αυτά, μ’ ένα εύπεπτο δισκάκι (πολλοί το χαρακτηρίζουν ως το κορυφαίο τους – διαφωνώ) που συνέπεσε με την έντονη αναβίωση του ρετρό, ενώ η “flower punk” που διαμόρφωσαν, ταίριαζε γάντι στις απαιτήσεις της εποχής, έχοντας πάντα στη φαρέτρα τους το προσόν του δυνατού στίχου.
Η απουσία 3 ετών από τα δισκογραφικά δρώμενα- όταν βγάζεις album χρόνο παρά χρόνο περίπου- και στο άκουσμα ότι ανάμεσα στους παραγωγούς του “Underneath the Rainbow” (2014), εμπλέκεται ο Patrick Carney των Black Keys, οι απαιτήσεις είναι κάτι παραπάνω από αυξημένες.
To album σημείωσε τη μεγαλύτερη έως τώρα εμπορική επιτυχία της μπάντας σκαρφαλώνοντας στο νούμερο 143 του Billboard, σφραγίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τη 15ετή πορεία τους.
Αν και προτιμούσα τους Black Lips της πρώιμης καφρίλας, ακούγοντας το “Underneath the Rainbow”, μπορώ να πω ότι δε με χάλασε καθόλου αυτή η στροφή σε πιο ανάλαφρα ακούσματα κι όχι μόνο συμβιβάστηκα με την ιδέα, αλλά ευχαριστήθηκα κάθε ένα από τα 12 κομμάτια την περίοδο που κυκλοφόρησε.
Ξεχωρίζει σίγουρα το “Boys in the Wood” που παραπέμπει δίχως άλλο στους Black Keys του “El Camino” (κι όπως δήλωσε ο Jared Swilley στο Rolling Stone είναι μια ωδή στους Lynyrd Skynyrd), στο “Drive-By Buddy” αντικατοπτρίζονται οι Stones των early 60s, ενώ το “Make You Mine” έχει μεγάλη δόση από Lou Reed.
Εν τέλει όσο κι αν προσπαθήσεις να βγάλεις το γράσο από το δέρμα σου, η άτιμη μαυρίλα πάντα εκεί θα μένει έστω και κάπως ξεθωριασμένη, ή θα βάλει ο σατανάς λίγο το χεράκι του για να επιστρέψεις στις αμαρτίες που σ’ έχουν στιγματίσει.
Και ναι! Οι Black Lips επέστρεψαν σε γνώριμα μονοπάτια και το “Satan’s Graffiti or God’s Art?” που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες είναι ένας συγκερασμός των καλογυαλισμένων “Underneath the Rainbow” και “Arabia Mountain”, της punk δυναμικής και ψυχεδελικής διάθεσης του παρελθόντος, αλλά κι αρκετή jazz-fusion διάθεση που ήρθε να δέσει ως πινελιά νεοτερισμού.
Στο αρραγές δίδυμο των Alexander και Swilley, προστέθηκε ο παλιός γνώριμος Jack Hines στην κιθάρα και ο Oakley Munson στα τύμπανα, ύστερα από τη φυγή των Ian St. Pe και Joe Bradley, ενώ η προσθήκη ενός μόνιμου σαξοφωνίστα, του Zumi Rosow, εμπλούτισε τον ήχο τους.
Την σκυτάλη στα ηχηρά ονόματα παραγωγών της τελευταίας δεκαετίας, παρέλαβε ο Sean Ono Lennon (με τη Yoko να συμμετέχει σε backing vocals) και το αποτέλεσμα δικαίωσε άπαντες, σ’ ένα, κατά τη γνώμη μου, από τα αρτιότερα πόνηματά τους, από σύστασης της μπάντας.
Οκτώ album, πάμπολλες δισκογραφικές συμμετοχές, αμέτρητες συναυλίες, στα πλέον απίθανα μέρη του πλανήτη, καταχρήσεις, πάθη, παλινωδίες, συλλήψεις, συνθέτουν το απόλυτο graffiti της μεγαλύτερης garage – punk μπάντας επί γης.
Οι 35άρηδες Black Lips, μετά το Plissken Festival του 2014 που βρέθηκαν στη χώρα μας, δεν έχουν να υποσχεθούν τίποτα για το βράδυ της 24ης Αυγούστου στο Gagarin, γιατί είναι βέβαιο θα περάσουν σαν οδοστρωτήρας.
971