Μια ηλικιωμένη γυναίκα στη Γεωργία περιφέρεται, ενώ κινείται με δυσκολία, προσπαθώντας να πουλήσει στους περαστικούς τα βατόμουρα που κουβαλά: “malina, malina, malina!”…
Η περίεργη αφετηρία της δημιουργίας του 5ου άλμπουμ των νορβηγών Leprous ήταν η επίδραση της ανθρώπινης αδυναμίας σε μια ευάλωτη στιγμή του ερμηνευτή και βασικού συνθέτη τους, Einar Solberg.
30 πρωτόλεια πλάνα πέρασαν από τη μηχανή επεξεργασίας των σημερινών Leprous, που δεν απέφυγαν για άλλη μια φορά την αλλαγή προσώπων. Πέρα από τον μόνιμο συνοδοιπόρο του Solberg, τον Tod Oddmund Suhrke στις κιθάρες και τον εκπληκτικό Baard Kolstad που κάθισε στο drum set από το 2015, είχαμε τις προσθήκες του Simen Borven στο μπάσο και του Robin Ognedal στις κιθάρες.
Το πρώτο μεγάλο στοίχημα που έγινε σχεδόν ψύχωση, πρώτα στον Solberg, και πέρασε στους υπόλοιπους, ήταν η επιδίωξη του ήχου που φαντασιωνόταν ο ηγέτης των Leprous: περισσότερο ζωντανός, οργανικός, φυσικός, χωρίς να κονιορτοποιηθεί από την ψηφιακή λαίλαπα. Η διαφορετική προσέγγιση καταλήγει σε έναν ήχο χωρίς πολλές επιθετικές γωνίες στις κιθάρες, έναν ήχο εξεζητημένο αλλά εμφανώς προσαρμοσμένο σε μια ευρύτερη rock απόχρωση, χωρίς ταυτόχρονα να θίγει την ταυτότητα του γκρουπ.
Αντί για keyboards χρησιμοποιήθηκε hammond, ενώ για τον ηχητικό εμπλουτισμό και χρωματισμό των διαθέσεων επιστρατεύτηκε ο καναδός τσελίστας Raphael Weinroth Browne, που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν και με τους ιδιαίτερους Woods Of Ypres.
Οι 30 αρχικές συνθετικές ιδέες πέρασαν από εξαντλητική αξιολόγηση όλων των συντελεστών και με βάση τις στιχουργικές επιδιώξεις του Solberg, έμειναν τελικά 11 κεφάλαια. Τα θέματα, όπως ο ίδιος αναφέρει, από κοινωνικά και με κάποια πολιτική απόχρωση, γίνονται πια προσωπικά, αυτόνομα θέματα υπάκουα στη μουσική ροή του άλμπουμ: τόσο αυστηρά προσωπικά, που ο ίδιος αποφεύγει να αποκαλύψει.
Η κατάλληλη λέξη στη διαδικασία προόδου του “Malina” είναι “σμιλεύω”. Με μικρά βήματα και εμμονή στην ακρίβεια του οράματος στον ήχο και τη σύνθεση, οι πέντε μουσικοί συναρμολογούν τα νέα κεφάλαια στη δισκογραφική ιστορία των Leprous. Το πρώτο που μαθαίνει αυτή η εκτελεστική dream team πεντάδα είναι να εντάξει με κρυπτική ευφυΐα τα τερτίπια της στην ανάγκη της σύνθεσης. Καθώς το άλμπουμ μοιάζει συχνά να οδηγείται ηγεμονικά από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Solberg, τόσα πολλά πράγματα συμβαίνουν παράλληλα.
Από την ευγενική υποδοχή του “Bonneville”, με το διακριτικό jazzy υπόβαθρο, οι λεπτομέρειες της δράσης του Kolstad που οργιάζει συνολικά με τους ρυθμούς του, προειδοποιούν πως οι λεπτομέρειες παραμονεύουν παντού με ευρηματικές προσθήκες.
Μέχρι την ολοκλήρωση του “Illuminate” η χαρακτηριστική μανιέρα των Leprous με τους στακάτους ρυθμούς που υψώνονται σαν υποδειγματικά υποστυλώματα για τις χαρακτηριστικές και επιτακτικές φωνητικές γραμμές του Solberg, προσφέρει λεπτομερείς, ρυθμικές συνθέσεις που αρπάζουν άμεσα τον ακροατή. Η αντήχηση του “The Congregation” υπάρχει μέχρι την εντύπωση πως ήταν “το προηγούμενο άλμπουμ”, καθώς με τους υπαινιγμούς, σταδιακά ο ορίζοντας διευρύνεται.
Η θλίψη του “Leashes” διακοσμείται με γλυκόπικρες κιθαριστικές λεπτομέρειες, ορχηστρικές υπόνοιες και μεγάλα επικλητικά ρεφρέν. Το περιπετειώδες “Mirage” με την πλούσια παλέτα ήχων και ρυθμών, ξεδιπλώνει όλες τις ικανότητες των Leprous να ξεφεύγουν από το κοπάδι και να παραμένουν εθιστικοί, και δύσκολα θα αφήσει κάποιον ανικανοποίητο.
Το ομότιτλο “Malina” είναι μια υποβλητική ενδοσκόπηση που αναπαριστά ηχητικά πειστικά τις μυστικές εντάσεις μιας ταραγμένης ψυχής και κορυφώνεται συγκλονιστικά. Η ένταση και η αγωνία του “Coma” διατηρούνται επίμονα σε όλη του τη διάρκεια, ενώ η σχεδόν καταδιωκτική εξέλιξη του “The weight of disaster” μοιάζει να κλείνει μια ταραγμένη διαδρομή.
Ο επίλογος “The last milestone” ακούγεται σαν την έρημη ηρεμία στο τέλος μιας εξαντλητικής εσωτερικής μάχης, σαν ένα χαμένο score από ταινία του Kieslowski. Ο κινηματογραφικός χαρακτήρας που με κάποιες υπόνοιες καιροφυλακτούσε σε προηγούμενα tracks, είναι εδώ ο απόλυτος πρωταγωνιστής, υποβλητικός, απογυμνωμένος, επώδυνα λυτρωτικός.
Ο άνεμος των συγκυριών έμοιαζε να είναι ευνοϊκός για τους Leprous, καθώς ήταν η πρώτη φορά που επιλέχτηκε άμεσα η πρώτη εικαστική πρόταση για εξώφυλλο του άλμπουμ, το έργο του καλλιτέχνη Corey Meyers. Ο σημαντικός στόχος της εύστοχης ηχητικής προσέγγισης υποστηρίχτηκε από τον παραγωγό David Castillo στα Ghost Ward Studios στη Σουηδία, ενώ η μίξη έγινε από τον Jens Bogren.
Μετά το “Malina”, ακόμα και για τον λιγότερο ενθουσιώδη ακροατή, οι Leprous παραμένουν το γκρουπ που δεν κάνει δεύτερη φορά τον ίδιο δίσκο και ταυτόχρονα γράφει με ευκολία εθιστικές μελωδίες πάνω σε ευφάνταστους ρυθμούς.
Για τους περισσότερους, τα βατόμουρα της γριούλας από τη Γεωργία μάλλον σημάδεψαν την ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής, σκληρής προοδευτικής μουσικής.
738