Όπως όλες οι ιστορίες έχουν μία αρχή κι ένα τέλος, έτσι και η ιστορία των Αμερικανών Foo Fighters, ουσιαστικά αρχίζει από το τέλος μίας άλλης μπάντας, των πασίγνωστων Nirvana και ταυτίζεται με αυτήν του πάντα γελαστού frontman της, Dave Grohl.
Ο David Eric Grohl γεννήθηκε το Γενάρη του 1969 στο Warren του Ohio, από την Virginia Jean, δασκάλα στο επάγγελμα, και τον James Harper Grohl, αρθρογράφο, η οικογένεια του οποίου εγκαταστάθηκε στις Η.Π.Α στα τέλη του 19ου αιώνα, αφήνοντας πίσω τη Σλοβακία κι αλλάζοντας το όνομα σε Grohl από Grohol.
Οι γονείς του Grohl χώρισαν όταν αυτός ήταν περίπου επτά ετών, οπότε αυτός και η αδερφή του, Lisa, μεγάλωσαν με τη μητέρα τους στο Springfield της Virginia. Ο Grohl εισήχθη στον όμορφο κόσμο της μουσικής με τους UB40, αλλά στα 13 του τα μουσικά του γούστα άλλαξαν άρδην όταν η ξαδέρφη του, Tracy, που την επισκέπτονταν τα καλοκαίρια στο Chicago του έβαλε να ακούσει punk rock και ο ίδιος εμβάθυνε, αυτοβούλως πλέον, παρακολουθώντας ανελλιπώς τη βίβλο του αμερικάνικου punk rock, Maximumrocknroll.
Όντας στο γυμνάσιο πλέον ο Grohl έπαιζε drums σε διάφορες hardcore punk μπάντες όπως οι Dain Bramage και οι Mission Impossible, καθώς η εν λόγω σκηνή ευδοκιμούσε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στην ευρύτερη περιοχή της αμερικάνικης πρωτεύουσας απ’ όπου ξεπήδησαν σχήματα όπως οι Minor Threat και οι Bad Brains, καθώς και η μυθική ανεξάρτητη εταιρεία Dischord.
Μετά τα μέσα της δεκαετίας αυτής ο Grohl παράτησε το σχολείο και μπήκε στους ανερχόμενους τότε hardcore αστέρες, Scream, των αδερφών Stahl (Wool, Goatsnake) και ηχογράφησε δύο studio album με αυτούς, το “No More Censorship” το 1988 και το “Fumble” τo 1989. Παρέμεινε με τους Scream μέχρι 1990, όταν η μπάντα βαλτώνοντας οικονομικά (και μείον τον μπασίστα της, Skeeter Thompson) εξόκειλε στο Los Angeles, στην αδερφή των Stahl.
Ο φίλος και είδωλο του Grohl, Buzz Osborne, ιθύνων νους των Melvins, μεσολάβησε ώστε ο Grohl να κάνει ένα δοκιμαστικό με τους Nirvana, καθώς ο Kurt Cobain και ο Krist Novoselic έμειναν άναυδοι όταν τον είδαν να παίζει με τους Scream. Ο Cobain είπε χαρακτηριστικά στον Butch Vig, παραγωγό του επερχόμενου album των Nirvana, “Nevermind”, ότι “έχουμε τον καλύτερο drummer στον κόσμο” αναφερόμενος στην εκρηκτικότητα του Grohl και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η συνθετική συνεισφορά του Grohl στους Nirvana ήταν περιορισμένη, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει ότι αυτός ή ο Novoselic δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανέλπιστα τεράστια επιτυχία της μπάντας. Συγκεκριμένα, ο Grohl λέγεται ότι ηχογράφησε τα drums του τρίτου album της μπάντας, “In Utero”, εντός τριών ημερών. Παράλληλα, εντούτοις, συγκέντρωνε υλικό ηχογραφώντας demo μόνος του ώστε να μπουν σε μια κασέτα υπό το ψευδώνυμο “Late!” και τον τίτλο “Pocketwatch”.
Περίπου εκείνη την περίοδο ο Grohl άρχισε να παρουσιάζει τις ιδέες του στον Cobain με φωτεινότερο παράδειγμα το “Marigold” ως b-side του single “Heart -Shaped Box”, το οποίο υπήρχε και στην ως άνω κασέτα με τον τίτλο “Color Pictures of a Marigold”. Μία μέρα ο Grohl βρήκε τον Cobain στην μπανιέρα και του έδωσε να ακούσει ένα demo του “Alone+Easy Target” (από το μετέπειτα ντεμπούτο των Foo Fighters) και ο Cobain, αφού το άκουσε, τον φίλησε και του είπε ότι “επιτέλους δε θα είμαι ο μόνος συνθέτης στην μπάντα”.
Τα λόγια αυτά, δυστυχώς, δεν επρόκειτο να υλοποιηθούν με το όνομα των Nirvana, καθώς, μετά από καταχρήσεις, πίεση συμφερόντων και προστριβές μεταξύ των μελών, ο Cobain αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1994 και οι Nirvana, ως λογικό επακόλουθο, διαλύθηκαν.
Ο Grohl ήταν στα όρια του να παρατήσει τα πάντα, σοκαρισμένος από το συμβάν, αλλά μετά από φήμες για προσχώρησή του στους Pearl Jam και μια δοκιμαστική εμφάνιση με την μπάντα του Tom Petty, αποφάσισε να μπει στα Robert Lang Studio στο Seattle και με τη βοήθεια του φίλου του Barett Jones να ηχογραφήσει εξ’ ολοκλήρου μόνος του – με εξαίρεση μια κιθάρα στο τραγούδι “X-Static”, που παίχτηκε από τον Greg Dulli των Afghan Whigs – το δίσκο που θα γινόταν το ντεμπούτο της νέας μπάντας.
O Jones είπε ότι του φάνηκε εκπληκτικό να βλέπει των Grohl να αλλάζει από όργανο σε όργανο και ότι η διαδικασία ήταν πολύ γρήγορη, σημειώνοντας ότι ο Grohl ένιωθε κάπως ανασφαλής για τις ερμηνείες του, οπότε πολλά φωνητικά είναι δύο φορές ηχογραφημένα και παραμορφωμένα σε πολλά σημεία. Ο δίσκος, κατά κύριο λόγο, αποτελούνταν από κομμάτια των demo που έβγαζε εδώ και κάποια χρόνια ο Grohl.
Το όνομα της μπάντας και του πρώτου δίσκου αυτού ήταν “Foo Fighters”, που προέρχεται από το όρο που χρησιμοποιούσαν οι πιλότοι του Β’ Παγκοσμίου για τα άνευ ταυτότητας ιπτάμενα σώματα, όνομα το οποίο ο Grohl το θεωρεί ανόητο αλλά απλά του κόλλησε. Αντίστοιχα, η ταμπέλα υπό την οποία βγάζει τους δίσκους των FF λέγεται Roswell λόγω της μυθικής περιοχής 51 στο Roswell του Νέου Μεξικού.
Το μόνο πράμα που έλειπε πλέον ήταν μία μπάντα για να υποστηρίξει το εγχείρημα και ο Grohl επέλεξε το rhythm section της διαλυμένης emo μπάντας από το Seattle, Sunny Day Real Estate, που αποτελούνταν από τον Nate Mendel στο μπάσο και τον William Goldsmith στα drums. Στη δεύτερη κιθάρα ο Grohl κάλεσε τον Pat Smear των hardcore μύθων από το Los Angeles, Germs, ο οποίος έπαιζε και στην τελευταία περιοδεία των Nirvana. Για την τελευταία αυτή επιλογή, κάποιο ελληνικό έντυπο είχε γράψει ότι ορθώς ο Grohl προτίμησε τον Smear αντί του Novoselic, κοιτώντας στο μέλλον αντί του παρελθόντος.
Όπως και να έχει το album κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1995 παρήγαγε κάμποσα hit όπως τα “I’ll Stick Around”, “Big Me” και “This is a Call”. Αυτό που κάνει επιτυχημένα είναι να συνδέει το ακατέργαστο hardcore παρελθόν του Grohl με τις pop ευαισθησίες του, ενώ θεματολογικά σίγουρα αναφέρεται σε προσωπικά βιώματα, όπως στο καυστικό “I’ll Stick Around” που αναφέρεται στη διαμάχη του με την χήρα του Cobain, Courtney Love.
Κάπου εδώ, επίσης, άρχισε και η σειρά των παράδοξων και, συχνά, χοντροκομμένα ξεκαρδιστικών video clip της μπάντας, όπως το “Big Me”, που αντιγράφει την τότε χαρακτηριστική διαφήμιση των καραμελών Mentos (“Footos, the Freshmaker”) τις οποίες δέχονταν επί σκηνής εν είδει πετροπόλεμου τις πρώτες μέρες η μπάντα.
Από την άλλη, βέβαια, το εν λόγω album προκάλεσε και επικριτικά σχόλια από διάφορες μεριές, λόγω της θητείας του Grohl στους Nirvana και της ενδεχόμενης εκμετάλλευσης αυτής, πράγμα που έχει υποστηρίξει στο παρελθόν και ο Page Hamilton των Helmet. Ήταν κάτι που θα ακολουθούσε την μπάντα τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο δίσκο.
Η περιοδεία που ακολούθησε, πάντως, αντάμειψε την μπάντα από πολλές απόψεις. Οι FF αρχικά περιόδεψαν σε μικρά αμερικάνικα club ως support στον Mike Watt των Minutemen και στην ίδια περιοδεία περιλαμβανόταν και η πειραματική μπάντα των Hovercaft της Sadie 7, κατά κόσμον Beth Liebling, συζύγου, τότε, του Eddie Vedder των Pearl Jam, ο οποίος έπαιζε και ο ίδιος drums στην περιοδεία αυτή. Παρόλα αυτά, η προσέλευση αυξήθηκε και η μπάντα έπαιζε και σε μεγαλύτερους χώρους, όπως το Brixton Academy του Λονδίνου.
Κάπως έτσι συνέχισε και το 1996, χωρίς κάποια ιδιαίτερη έκπληξη, και με μία συμμετοχή στο soundtrack για τη σειρά “X-Files” (ο ίδιος ο Grohl κάνει μία cameo εμφάνιση με την τότε σύζυγο του, Jennifer Youngblood, σε ένα από τα πρώτα επεισόδια), με μία εκπληκτική διασκευή στο “Down in the Park” του Βρετανού Gary Numan και μία εμφάνιση στο νεοσυσταθέν Tibetan Freedom Concert των Beastie Boys στο San Francisco. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη χρονιά εκείνη, η μπάντα θα εμφανιζόταν στο Rock of Gods στην Αθήνα αλλά για κάποιο λόγο, που μου διαφεύγει, αντικαταστάθηκαν από τους Violent Femmes, τους οποίους ο κόσμος υποδέχτηκε πετώντας τους Mentos…
Προς τα τέλη του έτους η μπάντα μπήκε στο στούντιο για την ηχογράφηση του νέου δίσκου. Το 1997 έμελε να είναι δύσκολο τόσο για την μπάντα όσο και για τον ίδιο τον Grohl. Κατόπιν ενός επεισοδιακού διαζυγίου με την Jennifer Youngblood, ο Grohl έμεινε για ένα διάστημα πρακτικά άφραγκος και άστεγος, ενώ ήταν υπ’ ατμόν με τις ηχογραφήσεις του επερχόμενου δίσκου.
Ο Βρετανός παραγωγός Gil Norton (Pixies, Feeder, Echo and the Bunnymen), που επέλεξε η μπάντα για το νέο album, ήταν πολύ σχολαστικός, οπότε η διαδικασία κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Ο Mendel έλεγε ότι ο Norton τον αποκαλούσε μαζί με τον Goldsmith “άρρυθμο μέρος” (“un-rhythm section”) και ότι πραγματικά δεν είχε υποστεί ποτέ μέχρι τότε τόση πίεση για να αποδώσει σωστά τα μέρη του. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Grohl άκουσε τις ηχογραφήσεις του Goldsmith κι έμεινε ανικανοποίητος, οπότε πήρε την απόφαση να επανηχογραφήσει σχεδόν όλα τα μέρη του στα drums, χωρίς να τον ειδοποιήσει, πράγμα που προκάλεσε την αποχώρηση του Goldsmith, παρόλες τις εκκλήσεις του Grohl.
Ο Grohl προσέγγισε τον τότε drummer της Alanis Morissette, Taylor Hawkins, για να του συστήσει κάποιον drummer, αλλά, προς τέρψιν του Grohl, προσφέρθηκε ο ίδιος, που ήταν φανατικός οπαδός της μπάντας. Η κακοτυχία συνεχίστηκε όταν ο Pat Smear όντας, μεγαλύτερος σε ηλικία από τους υπόλοιπους και μπουχτισμένος από τις περιοδείες, δήλωσε στον Grohl ότι αποχωρεί. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο πραγματικός λόγος της αποχώρησης του Smear ήταν το γεγονός ότι ο Grohl υπήρξε άπιστος προς την Youngblood που ήταν καλή φίλη του πρώτου. Ωστόσο, ο Grohl κατάφερε να πείσει τον Smear να παραμείνει για την επερχόμενη περιοδεία και μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης.
Το κερασάκι στην τούρτα των αποχωρήσεων ήρθε όταν και ο Nate Mendel δήλωσε μέσω τηλεφώνου στον Grohl, ενώ βρισκόταν τότε στην Virginia, ότι αποχωρεί λόγω του ότι δεν τα έβρισκε με τον Hawkins (“δεν άντεχα δύο υπερκινητικούς στην ίδια μπάντα” είπε, αναφερόμενος στο δίδυμο Grohl/Hawkins) και για να επανασυνδεθεί με τους Sunny Day Real Estate. Ο Grohl έχοντας απελπιστεί του είπε “οκ, αλλά ανέλαβε εσύ να το πεις στους υπόλοιπους”, αλλά ο τελικά ο Mendel πήρε μια πιο νηφάλια απόφαση να παραμείνει.
Ο νέος δίσκος, “The Colour and the Shape”, κυκλοφόρησε τον Μάη του 1997 και, παρ’ όλη την κακοτυχία του, έτυχε μεγαλύτερης αποδοχής από το ντεμπούτο των Foo, περιέχοντας κάποια από τα μεγαλύτερα hit της μπάντας, όπως τα “My Hero”, “Everlong”, “Monkey Wrench” και “Walking After You”. Πέραν αυτού προτάθηκε για Grammy καλύτερου rock δίσκου το 1998 και ακόμη και σήμερα μνημονεύεται ως ένας από τους μοναδικούς αμιγώς rock δίσκους που κυκλοφορούσαν στο mainstream εν μέσω διαλύσεων συγκροτημάτων και ευρύτερης ξηρασίας.
Αυτό που πετυχαίνουν ηχητικά οι FF στο συγκεκριμένο δίσκο είναι να εξομαλύνουν κι άλλο την εναλλαγή των δυνατών τραγουδιών τους με αυτά που ήταν χαμηλότερων τόνων, τόσο από απόψεως παραγωγής όσο και από συνθετικής απόψεως. Ο Grohl διένυε μία άκρως ευαίσθητη περίοδο και αυτό φαίνεται τόσο σε πιο χαλαρά και ηλεκτρακουστικά κομμάτια, όπως τα “Doll”, “Everlong” (ο Bob Dylan αργότερα ζήτησε άδεια για να το διασκευάσει), “Walking After You” και “See You”, αλλά και στα οργισμένα “Monkey Wrench”, “Wind Up” και “Enough Space”.
O Smear αντικαταστάθηκε τελικά από τον Franz Stahl των Scream και η μπάντα περιόδευσε επιτυχημένα σχεδόν σε όλο τον πλανήτη, με πιο σημαντικές εμφανίσεις αυτές του Fuji Rock στην Ιαπωνία, του φεστιβάλ Κανών και στα Glastonbury και Reading της Βρετανίας το 1998, με πιο παράδοξη αυτήν του Ozzfest της ίδιας χρονιάς, όπου αντικατέστησαν τους Korn, που ηχογραφούσαν το “Follow the Leader” (ο Grohl δήλωσε: “νόμιζα ότι θα μας σκοτώνανε αλλά τελικά γλιτώσαμε”).
Επίσης, στα πλαίσια των ηχογραφήσεων αυτών ο Grohl έγραψε το soundtrack για την ταινία “Touch” του 1997, ενώ επανηχογραφήθηκε με τον Stahl στην κιθάρα το “Walking After You” για την ταινία “X-Files: Fight the Future”του 1998 και δόθηκαν, την ίδια χρονιά, τα “Α230” και “Dear Lover” για τα soundtrack των ταινιών “Godzilla” και “Scream 2” αντίστοιχα.
Η μπάντα ήταν πλέον έτοιμη να μπει στο στούντιο για το διάδοχο του “The Colour…”, αλλά στην πορεία φάνηκε ότι ο Stahl δεν έδενε με το υπόλοιπο σύνολο, οπότε ο Grohl αναγκάστηκε, κακήν κακώς, να διώξει τον παλιό του φίλο. Ο Stahl, απογοητευμένος, είπε ότι δεν είχε δει κάποια προμηνύματα και ο Grohl δήλωσε ότι ήταν κάπως αμήχανη η κατάσταση να τον ρωτάνε ποιοι είναι στην μπάντα τρία μόλις χρόνια μετά τη δημιουργία της.
Επ’ αυτού είπε ότι οι FF, λόγω της θητείας του στους Nirvana, βγήκαν πολύ νωρίς στο φως της δημοσιότητας, οπότε πέρασαν όλες αυτές τις δύσκολες καταστάσεις δημοσίως. Για το λόγο αυτό, μάλλον, ο ίδιος αγόρασε ένα σπίτι στην Alexandria της Virginia, βαφτίζοντας το “Studio 606” και η μπάντα μπήκε σε διαδικασία ηχογράφησης, ως τρίο αυτήν τη φορά, με τη βοήθεια του παραγωγού Adam Kasper (Soundgarden, Pearl Jam, QOTSA) και χωρίς τη συνδρομή εταιρειών και μοντέρνων μέσων ηχογράφησης, όπως τα Pro Tools. Έτσι οι FF είχαν όλο το χρόνο και την ηρεμία για να παράγουν ένα πιο νηφάλιο και ειλικρινή δίσκο.
Το “There’s Nothing Left to Lose”, ο τρίτος κατά σειρά δίσκος της μπάντας, κυκλοφόρησε από την RCA το 1999 και στήριζε ό,τι δήλωνε ο τίτλος του. Τα φαζαρισμένα και χαμένα μέρη του πρώτου δίσκου είχαν εξαφανιστεί πλήρως και είχαν αντικατασταθεί με αμιγώς κιθαριστικές pop μελωδίες και μία εν γένει ελαφρύτερη ατμόσφαιρα από αυτές των προηγούμενων δίσκων.
Singles όπως τα “Learn to Fly” (που χρησιμοποιήθηκε σε διαφημιστικό ασφαλιστικής) , “Next Year” και “Generator” δε θα μπορούσαν να βρίσκονται σε καμία άλλη κυκλοφορία της μπάντας, όπως επίσης και άλλα γλυκερά pop τραγουδάκια όπως τα “Ain’ t It the Life”, “Aurora” και “Gimme Stitches”.
Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι έχουν αποκηρύξει πλήρως το rock παρελθόν τους, καθώς υπάρχουν στιγμές όπως το χαμηλοκουρδισμένο και σαρκαστικό “Stacked Actors” και το pop-punk “Breakout” (που περιέχεται και στο soundtrack της ταινίας “Me, Myself and Irene”). Η μπάντα έβγαλε ένα λιγότερο βεβιασμένο δίσκο στηριγμένη στις πιο παιδικές και κλασικές rock επιρροές του, γεγονός που απέδωσε, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος.
Η αναγνώριση ήρθε με το πρώτο Grammy καλύτερου Rock δίσκου το 2001. Ο Grohl είπε αργότερα ότι ήταν πολύ αστείο να κοιτάει όλους αυτούς τους γραβατωμένους επίσημους και να ξέρει απλά ότι έφτιαξε ένα δίσκο στο υπόγειο του σπιτιού του.
Εντωμεταξύ η μπάντα στρατολόγησε, μετά από πολλές audition, (και παρά τις υποδείξεις του Hawkins να παραμείνουν τρίο) τον Chris Shiflett, γνωστό από τους No Use For A Name και τους Me First and The Gimme Gimmes, ο οποίος όταν του ζητήθηκε να δοκιμάσει για τους Guns ‘n’ Roses του Axl Rose αρνήθηκε και ζήτησε να τον φέρουν σε επαφή με τους FF, που σίγουρα είχαν περισσότερα κοινά.
Στο σχετικό δοκιμαστικό η υπόλοιπη μπάντα δείχνει εντυπωσιασμένη τόσο από τις επιδόσεις τους Shifflet (“είσαι ο μόνος που τραγουδάς και τους στίχους” του λέει ο Grohl) όσο και το χαρακτήρα του. Εξάλλου ο Shiflett είχε κοινό punk rock παρελθόν με τον Grohl καθώς είχαν γνωριστεί παλιότερα όταν ο πρώτος έπαιζε στους Rat Pack και δεύτερος στους Scream.
Η μπάντα, δεμένη πλέον αρχίζει περιοδεία σε γήπεδα με τους Red Hot Chili Peppers, που μόλις είχαν επανασυνδεθεί με τον ανανήψαντα John Frusciante και είχαν κυκλοφορήσει το υπερεπιτυχημένο “Californication”. Είχαν πλέον, με το παρόν line up, τη δυνατότητα να παρουσιάζουν πρόγραμμα διαμετρήματος αρένας, καθώς μπορούσαν να τζαμάρουν τα τραγούδια.
Την ίδια περίπου περίοδο οι FF ήρθαν σε επαφή και με τα είδωλα τους, τους Queen, καθώς οι Grohl και Hawkins ανέλαβαν να τους εισάγουν στο Rock’n’Roll Hall of Fame το 2001 και νωρίτερα ο κιθαρίστας Brian May συνεισέφερε κάποια μέρη στη διασκευή του “Have A Cigar” των Pink Floyd για το soundtrack του “Mission Impossible 2” του 2000.
Τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλά, αλλά τον Αύγουστο του 2001 και ενώ η μπάντα περιόδευε στη Βρετανία, o Hawkins εισήχθη επειγόντως σε νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης, απροσδιόριστων μέχρι σήμερα, ναρκωτικών ουσιών, γεγονός που οδήγησε την μπάντα στο να ακυρώσει την υπόλοιπη περιοδεία. O Grohl παρέμεινε στο πλευρό του καλού του φίλου μέχρι να ξυπνήσει μετά από λίγες μέρες. Όταν ξύπνησε τον ρώτησε πως ένιωθε και αυτός του απάντησε “Άει γαμήσου” και έτσι ο Grohl κατάλαβε ότι ο Hawkins θα επανέλθει πλήρως.
To 2002 είχε έρθει πλέον το πλήρωμα του χρόνου να ξαναμπεί η μπάντα στο στούντιο για την ηχογράφηση του τέταρτου δίσκου της. Η προεργασία είχε αρχίσει ήδη από τις αρχές του 2001 στο 606 studio με τη συνδρομή και πάλι του Adam Kasper και του σχετικά αφανή τότε τεχνικού ήχου, Nick Raskulinecz, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί και στο κομμάτι “Α230” στο παρελθόν. Ήταν, επίσης, η πρώτη φορά που θα δοκιμάζονταν οι δυνάμεις του Shiflett και ο Grohl δήλωνε εκστασιασμένος από το πόσο καλός ήταν τεχνικά.
Ωστόσο στις αρχές του 2002 η διαδικασία άρχισε να κουράζει την μπάντα και αποφάσισε να μεταφέρει τις εργασίες της στο Conway Studio του Los Angeles, όπου οι ηχογραφήσεις παρήγαγαν πολλά κομμάτια εκ των οποίων κρατήθηκαν τα δέκα για το νέο δίσκο συν ένα, το “The One” για το soundtrack της ταινίας “Orange County”. H όλη διαδικασία κόστισε περί το 1.000.000 δολάρια και εν τέλει άφησε τους πάντες ανικανοποίητους. Οι εντάσεις πλέον ήταν ορατές ανάμεσα στα μέλη και η έλλειψη εμπνεύσεως τις έντεινε περαιτέρω, οπότε ο Grohl αποφάσισε να καταργήσει και τις νέες ηχογραφήσεις με υπόδειξη του manager John Silva.
Το κάθε μέλος αποφάσισε να εργαστεί πάνω στα προσωπικά του project και ο Grohl ήταν ήδη δεσμευμένος για να περιοδεύσει από την κολεκτίβα των Queens of the Stone Age, μιας και είχε ηχογραφήσει τα drums στον πρόσφατο δίσκο τους “Songs for the Deaf”, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στον Hawkins, ο οποίος αργότερα δήλωσε ότι είναι σαν να βλέπεις την γκόμενα σου να πηγαίνει με άλλον. Ο Grohl, από τη δική του μεριά, δήλωνε ότι οι υποχρεώσεις που του δημιουργούσε η μπάντα τον είχαν κουράσει και ήθελε να ξεφύγει από αυτήν.
Οι Foo Fighters συγκεντρώθηκαν ξανά τον Απρίλη του 2002 για να κάνουν κάποιες πρόβες για την εμφάνιση τους στο Festival του Coachella ως headliners τη δεύτερη μέρα και με headliners της πρώτης τους QOTSA. Το κλίμα στις εν λόγω πρόβες ήταν αρκετά βαρύ και ο Shiflett δήλωσε ότι “έκοβες την ένταση στον αέρα με το μαχαίρι”. Τότε ξέσπασε άγριος καυγάς ανάμεσα στον Grohl και τον Hawkins, στον οποίο μετά από λίγο ενεπλάκησαν και οι υπόλοιποι δύο. Αποτέλεσμα της ως άνω σύγκρουσης ήταν να αποφασιστεί συλλογικά η διάλυση της μπάντας μετά το επερχόμενο live του Coachella.
Μετά όμως από την εμφάνιση αυτή τα μέλη της μπάντας είδαν ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία μπορεί αυτή να προσφέρει. Ο Grohl έκανε κάποιες διορθώσεις στα ήδη υπάρχοντα κομμάτια μαζί με τους Hawkins και Raskulinecz στο studio της Virginia και υπό την εποπτεία του Raskulinecz οι υπόλοιποι δύο Foo ηχογράφησαν τα μέρη τους στο L.A και συνέχισε της περιοδεία του με τους QOTSA.
Η μπάντα πέτυχε μέσα σε 15 ημέρες ό,τι δεν είχε πετύχει τον προηγούμενο ενάμιση χρόνο και κατόπιν κάποιων περαιτέρω συζητήσεων για την πορεία αυτής, ο Grohl επιβλήθηκε λέγοντας ότι αυτός έχει τα ηνία, πράγμα που οι υπόλοιποι δέχτηκαν αναντίρρητα.
Το “One by One” κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2002 και κατά πολλούς δεν ήταν τόσο επιτυχημένο όσο ο προκάτοχός του, παρά το γεγονός ότι η μπάντα κέρδισε πάλι Grammy καλύτερου rock δίσκου το 2004 και ήταν headliner στο Festival του Reading και Leeds.
O δίσκος είναι πιο ευθύς και πιο απλοποιημένος από το “There’s…” και , αν μη τι άλλο, πιο σκληρός, καθώς κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το εναρκτήριο “All My Life” με το επίμονο, σχεδόν ρομποτικό riff, και το μανιασμένο “Low” με το άκρως διεστραμμένο video clip, το οποίο απαγορεύτηκε από το MTV.
Και η μανιέρα συνεχίζει με το “Have It All”, ώσπου από το power pop του “Times Like These” και πέρα, ο Grohl και το πλήρωμα του κάνουν στροφή προς την pop πλευρά τους και πάλι, με κάποιες εξαιρέσεις όπως το “Disenchanted Lullabies” και το αποχαιρετιστήριο “Come Back”. Αρκετά ιδιάζον είναι και το θλιμμένο “Tired of You” στο οποίο συμμετέχει ο Brian May κι ο δίσκος εκπέμπει μία γενικότερη μελαγχολία που προέρχεται μάλλον από την μοναξιά που ένιωθε ο ηγέτης της μπάντας.
Το “Times Like These” χρησιμοποιήθηκε από τον John Kerry στις προεκλογικές του εκστρατείες το 2004 στην εκλογική του μάχη κατά του George W. Bush Jr. και ο ίδιος ο Grohl ακολουθούσε τον Kerry, παίζοντας κάποια ακουστικά set ενίοτε.
Το 2004 δεν επεφύλασσε κάποια άλλη εξέλιξη για τους Foo Fighters (ο Grohl κυκλοφόρησε το all star metal project των “Probot), αλλά στα ακουστικά set του Grohl με τον Kerry βρίσκονται οι βάσεις για το επόμενο φιλόδοξο βήμα των Foos.
O Grohl σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν η μπάντα να πάρει το χρόνο της για τον επόμενο δίσκο, ο οποίος θα ήταν διπλός περιλαμβάνοντας τα αμιγώς rock κομμάτια στον ένα και τα πιο ήρεμα και ακουστικά στον άλλο. Η ηχογράφηση του διπλού “In Your Honor” άρχισε το Γενάρη του 2005 , με παραγωγό και πάλι τον Raskulinecz, στα studio 606 West στο L.A. και ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
Τα κομμάτια στο δυνατό δίσκο δεν απείχαν πολύ, ως σύλληψη, από αυτά του προηγούμενου. Τραγούδια, όπως το περήφανο και οργισμένο “In Your Honor”, τα γκαζωμένα “No Way Back” και “DOA” και το νέο υπερ-hit της μπάντας “Best of You”, χωρούν άνετα και στο “One by One”, όπως και τα πιο εύπεπτα “Resolve”, “The Deepest Blues are Black” και “The Last Song”, απλά είναι πιο φωτεινά από αυτά του “One…”.
Το στοίχημα ήταν στον ακουστικό δίσκο ο οποίος περιείχε τραγούδια από την περίοδο των πρώτων demo του Grohl (“Friend of a Friend”), bossa nova ντουέτα με την σειρήνα της soul, Norah Jones, στο όμορφο “Virginia Moon”, την πρώτη απόπειρα του Hawkins να τραγουδήσει σε δίσκο της μπάντας στο “Cold Day in the Sun” και πολλούς προσκεκλημένους, όπως ο Josh Homme των QOTSA και ο John Paul Jones των Led Zeppelin.
Σίγουρα μία τέτοια προσέγγιση ξένισε πολλούς αλλά έφερε στην επιφάνεια μία ακόμη πιο ευαίσθητη πλευρά της μπάντας. Αν και το album δεν βραβεύτηκε, η περιοδεία της μπάντας με τους Weezer ήταν επιτυχημένη, καθώς και η εμφάνισή τους στο Hyde Park του Λονδίνου με τους Motorhead και προσκεκλημένο τον Brian May.
Το 2006 το συγκρότημα έκανε μία σύντομη ακουστική περιοδεία -με την πρόσθετη συνδρομή, του Pat Smear στην κιθάρα, πέραν των υπόλοιπων βοη 1225