THE FERRYMEN: “The Ferrymen”

Ο πολυπράγμων και πολύγραφος μουσικός Magnus Karlsson, έγραψε το καλοκαίρι του 2016 μια σειρά νέων τραγουδιών για ένα φρέσκο project που είχε ήδη στο μυαλό του.

Με μια μακριά συνθετική ιστορία που σημαδεύει τα ονόματα των Primal Fear, Place Vendome, Free Fall, Starbreaker, o Karlsson έχει εδραιωθεί και μάλλον παγιωθεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο και με βάση τα δεδομένα αυτά αναζήτησε τους αντίστοιχους συνεργάτες.

Με δίαυλο επικοινωνίας την Frontiers Records έγινε η άμεση κρούση στον τραγουδιστή των ισπανών Lords Of Black, Ronnie Romero, ο οποίος απολαμβάνει τη θέση πίσω από το μικρόφωνο της τελευταίας εκδοχής των Rainbow του Ritchie Blackmore. Ο Romero πρέπει να ένιωσε ιδιαίτερα βολικά με τη μουσική του Karlsson, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο για το “Dio-driven” ερμηνευτικό του ύφος, και έπιασε δουλειά.

Τη σύνθεση του project, που τελικά ονομάστηκε “The Ferrymen”, ολοκλήρωσε ένας πολύπειρος ντράμερ με έναν μακρύ κατάλογο συνεργασιών και ηχογραφήσεων, ο Mike Terrana, γνωστός πια από την παρουσία του σε Rage, Tarja Turunen, Axel Rudi Pell, Masterplan, Yngwie Malmsteen. Ο Terrana ηχογράφησε τα τύμπανα στην Ιταλία, όπου ζει μόνιμα.

Ο Karlsson, πέρα από το μεγαλύτερο βάρος της συνθετικής δουλειάς και τις κιθάρες, ηχογράφησε επίσης το μπάσο και τα keyboards του δίσκου. Το ύφος του είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς: μελωδικό, στρογγυλεμένο ευρωπαϊκό power που συχνά δίνει περισσότερο χώρο και στο συμφωνικό στοιχείο. Είναι ένα άκουσμα πολύ οικείο επίσης και για τους φίλους του κλασικού metal και αυτή η εντύπωση ενισχύεται κυρίως από τα φωνητικά του Romero.

Αυτό που απουσιάζει εντελώς, είναι πραγματικά το στοιχείο της έκπληξης. Τα πάντα είναι από πριν αυστηρά παγιωμένα, από τη δομή των συνθέσεων και τα ηχοχρώματα, μέχρι την επιλογή του ήχου στην ηχογράφηση (η τελική μίξη έγινε από τον Simone Mularoni των DGM), με τις παραπομπές σε κάθε τραγούδι να είναι αμέτρητες. Ακόμα και η τακτική του Romero είναι πραγματικά τόσο κοντά σε αυτό που κάνει στους Lords Of Black.

Όλα αυτά, βέβαια, για πολλούς που αρέσκονται στον χώρο αυτό, δεν είναι απαραίτητα κακά. Το άλμπουμ, πέρα από την προφανή ανακύκλωση των δεδομένων αυτού του είδους, είναι γενικά καλογραμμένο και τα περισσότερα τραγούδια είναι τουλάχιστον αξιοπρεπή.

Η αφετηρία του μάλιστα είναι πολλά υποσχόμενη, με τα “End of the road” και “Ferryman” να ικανοποιούν συνθετικά. Το “Still standing up” έχει όμορφη, φυσική εξέλιξη διατηρώντας αυτό τον ευπρόσδεκτο catchy χαρακτήρα που υπάρχει σχεδόν παντού, το “One heart” είναι μια αξιοπρεπής power ballad και στην ιαπωνική έκδοση υπάρχει και μια απογυμνωμένη, ακουστική απόδοσή της.

Το “Darkest hour” έχει εξαιρετικά, καλοβαλμένα ριφ που επικοινωνούν ιδανικά με τη φωνή, το “How the story ends” αποτελεί αναμφισβήτητα από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ με πρωταγωνιστή τον Romero, όπως και στο “Eyes on the sky” το οποίο κουβαλούν καθαρά οι φωνητικές του μελωδίες. Κάπου ανάμεσα σε mid tempo ύμνο και power ballad, έρχεται λίγο πριν το φινάλε το επικλητικό και υποβλητικό “Eternal night” με τον χιλιανό τραγουδιστή να είναι περισσότερο πειστικός από ποτέ.

Οι The Ferrymen ακούγονται τελικά σαν μια σύμπραξη των προηγούμενων εαυτών των τριών μουσικών και χωρίς βλέψεις εξερεύνησης, προφανώς γιατί έτσι το θέλησε ο mastermind Karlsson και συμφώνησαν και οι άλλοι δύο. Στο τελικό αποτέλεσμα ίσως μοιάζει να λείπει μια επιπλέον ώθηση που θα έκανε τη διαφορά.

Συνθετικά, σίγουρα ψηλότερα από την απλή αξιοπρέπεια, χαμηλότερα όμως από αυτό που λέμε “μεγάλος δίσκος”.

628
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…