RIVERBED

Λίγα χρόνια από τη δημιουργία τους (2012) κι οι Riverbed από την Αθήνα κατόρθωσαν, με την αξία τους και τη σκληρή δουλειά τους, να προσδώσουν στο κλασικό hard rock μια νέα προοπτική, μια φρέσκια ματιά, η οποία είναι ιδιαίτερα θελκτική για τ’ αυτιά μας κι αποτυπώνεται στα δύο album που έχουν στο ενεργητικό τους (“Face of Reality” – 2014 και το “One Take” – 2016). Οι live στιγμές της μπάντας είναι ξεχωριστές και με αφορμή τη συμμετοχή τους στη συναυλία των θρύλων Nazareth, την Τετάρτη στις 14 Ιουνίου στο Piraeus 117 Academy, μαζί με τα Υπόγεια Ρεύματα και τα Μωρά στη Φωτιά (δελτίο τύπου), μίλησαν στο rockway.gr και τον Παναγιώτη Σπυρόπουλο για την πορεία τους, τη μουσική κι όλα αυτά που πρεσβεύουν.

– Σας καλωσορίζουμε στον φιλόξενο χώρο του rockway.gr κι αποτελεί ιδιαίτερη ικανοποίηση μας, φιλόδοξα σχήματα σαν τους Riverbed, να παρουσιάζονται και να μοιράζονται ερωτήσεις μ’ εμάς και το κοινό μας. Αρχικά, θα θέλαμε να μας συστηθείτε, με λίγα λόγια για εσάς.
Καταρχάς να σας ευχαριστήσουμε για την φιλοξενία και την δυνατότητα που μας δίνετε να παρουσιάσουμε την δουλειά και τις απόψεις μας στο κοινό σας. Οι Riverbed είναι μια όμορφη παρέα που υπάρχει εδώ και πέντε περίπου χρόνια, τα τελευταία 3 με την παρούσα σύνθεση. Μια παρέα που γοητεύεται από τον vintage / classic rock ήχο και εκφράζεται μέσα από αυτόν. Μια παρέα που έχει σκοπό με την μουσική της κυρίως να διασκεδάσει αλλά και να προβληματίσει / ευαισθητοποιήσει.

– Από το “Face of Reality” του 2014 μέχρι το “One Take” του 2016, φανερώσατε το ύφος σας, που θεωρώ ότι αποτελεί ένα κράμα κλασικού ροκ ήχου των 70s με μια σύγχρονη προοπτική. Τι άλλαξε μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια, πόσο σοφότεροι γίνατε;
Άλλαξαν πολλά… Άλλαξε η σύνθεση του group,  είχαμε ξεκαθαρίσει στο μυαλό μας πως θέλουμε να είναι ο ήχος της μπάντας και είχαμε περισσότερο έλεγχο και άποψη σε όλη την διαδικασία της παραγωγής του “One Take”.  Θέλαμε -και νομίζουμε το πετύχαμε- να είναι ξεκάθαρο πως είμαστε μια μπάντα που λατρεύει τον vintage ήχο αλλά ζει στο σήμερα, όχι στην δεκαετία του 70. Το σημαντικότερο από όλα, ο δεύτερος δίσκος προέκυψε ως αποτέλεσμα  ομαδικής δουλειάς μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε αυτό εν πολλοίς οφείλεται ο ομοιογενής χαρακτήρας του album και το ύφος του.  Όλα τα τραγούδια γραφτήκαν και πήραν την τελική τους μορφή σε ένα διάστημα 5 -6 μηνών, έστω και αν δύο – τρία riff ή μεμονωμένες ιδέες προϋπήρχαν στα συρτάρια του καθενός από μας.

– Το πρώτο σας album όχι μόνο απέσπασε θετικές κριτικές, αλλά και πέτυχε και καλά νούμερα σε πωλήσεις. Τι feedback έχετε μέχρι στιγμής από το “One Take”, το οποίο επίσης είχε πολύ καλές έως εξαιρετικές κριτικές;
Οι πωλήσεις του One Take για τα δεδομένα της εποχής είναι ικανοποιητικές, έχουμε ένα μικρό αλλά αρκετά πιστό fan base που σιγά- σιγά διευρύνεται και μας στηρίζει σε όλες τις κινήσεις μας – δεν έχουμε λόγια να τους ευχαριστήσουμε. Ο δίσκος αρέσει σε όλους όσους τον έχουν ακούσει, κάποια κομμάτια – όπως είναι φυσιολογικό – έχουν ξεχωρίσει. Το αξιοσημείωτο, βέβαια, είναι πως το feedback που παίρνουμε είναι διαφορετικό ανάλογα με τις μουσικές προτιμήσεις του καθενός. Σε κάποιους θιασώτες του σκληρού ήχου, αρέσουν περισσότερο τα “Devil Woman”, “Until Sunrise”, “Breaking Ground”, σε πιο classic  τα “Moonlight of My Heart”, “Ι ll be strong”, με τα “Fade Away” (το νέο μας video clip) και “Souls are flying” ωστόσο να έχουν καθολική αποδοχή.

– Αν λάβουμε υπόψη ότι το πρώτο σας album κυκλοφόρησε σε μία γνωστή αλυσίδα καταστημάτων τεχνολογίας (στα Public από την Cobalt Music) και το τελευταίο το κερδίσατε καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στο Mythos Band Contest της 14music (με έπαθλο μια δισκογραφική συμφωνία), θεωρείτε ότι η αναγνωρισιμότητά σας είναι αποτέλεσμα καλού marketing σε συνδυασμό με ταλέντο σας, ή ότι η δουλειά σας «έπιασε τόπο» κι αναγνωρίστηκε και το ταλέντο σας;
Δεν θεωρούμε ότι τίποτα από όσα έχουμε πετύχει μέχρι τώρα, ήταν θέμα τύχης και marketing. Μάλλον περισσότερο αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και επίπονων προσπαθειών.

– Το vintage, το retro και γενικότερα μια αίσθηση αναβίωσης (revival) που διαχέεται από την τέχνη έως τη μόδα, που πιστεύετε ότι οφείλεται; Τι έχουν να προσφέρουν αυτές οι εποχές στο σήμερα;
Και οι δύο τομείς κάνουν πάρα πολύ συχνά κύκλους, ανάλογα με τις επιθυμίες της βιομηχανίας (αυτού του απρόσωπου πράγματος…). Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, το vintage, το retro, το classic ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις, δεν είναι ένα πεθαμένο πράγμα που είχε ξεφτίσει στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και κάποιος ανέσυρε από τα σκουπίδια μετά από 40 χρόνια. Υπήρχε πάντα, παράλληλα με τις υπόλοιπες επικρατούσες τάσεις, αφορούσε λιγότερο κόσμο – αλλά ήταν εκεί.  Σε όλους τους τομείς της τέχνης, η vintage αισθητική είναι μάλλον ένας εύσχημος  τρόπος για να πει κανείς ότι ενυπάρχουν και συνδυάζονται η ποιότητα, το καλό γούστο και η τεκμηριωμένη άποψη με βάθος και νόημα. Επιτέλους ξεφεύγουμε από μια κατάσταση εύπεπτων αναλώσιμων  προϊόντων με μικρή χρονική διάρκεια ζωής  και επανεκτιμούμε την ποιότητα ως στάση ζωής.

– Πώς προέκυψε το “Riverbed” ως όνομα του σχήματος; Υπάρχει κάποια σύνδεση με το τραγούδι των Madrugada;
Καμία απολύτως σχέση με το κομμάτι των Madrugada, ούτε με το αντίστοιχο του Kenny Wayne Shepherd ή οποιουδήποτε άλλου καλλιτέχνη.  Το όνομα είναι μια ιδέα του Αποστόλη (φωνή, πλήκτρα), που έφτιαξε και την μπάντα. Ήθελε να υπάρχει μέσα σε αυτό η λέξη river, γιατί όπως και να το κάνουμε τα ποτάμια ασκούν μια γοητεία σε πολλούς ανθρώπους, είναι δυναμικά  – πότε ήρεμα, πότε χειμμαρώδη – μα ποτέ στατικά.  

– Παρατηρώ ότι ζωογόνος στοιχείο της μπάντας είναι οι ζωντανές εμφανίσεις. Ποιο Live σας έχει μείνει ανεξίτηλο στην έως τώρα πορεία σας και με ποιο συγκρότημα θα θέλατε ιδανικά να μοιραστείτε τη σκηνή στο μέλλον;
Τα Live είναι η ζωή του μουσικού και της κάθε μπάντας. Αρκετοί είναι αυτοί που μας έχουν πει, πως στις συναυλίες η μουσική μας τους άγγιξε περισσότερο και πως βγαίνει μια μεγαλύτερη δυναμική από ότι στο CD. Σε όλα τα live καταθέτουμε ψυχή, ωστόσο αυτό που μας έχει μείνει περισσότερο (μέχρι το επόμενο) ήταν το support που κάναμε για τους Blues Pills πριν 2-3 μήνες. Η πρώτη φορά που παίξαμε σε ένα μεγάλο συναυλιακό χώρο, μπροστά σε ένα κοινό που στην συντριπτική πλειοψηφία του, όχι μόνο δεν μας είχε ακούσει – αλλά δεν είχε καμία απολύτως ιδέα για το ποιοι είμαστε. Tough place to be, αλλά νομίζω τα πήγαμε περίφημα και κερδίσαμε τις εντυπώσεις. Τώρα όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης και τους ποιους θέλουμε να μοιραστούμε την σκηνή στο μέλλον… μας βάζεις δύσκολα. Υπάρχουν δεκάδες μπάντες που γουστάρουμε, ωστόσο οι περισσότεροι από μας (για την ακρίβεια οι 3 στους 4) θα τρελαίνονταν στην προοπτική να παίξουμε στο ίδιο σανίδι με τους Rival Sons.

– Την Τετάρτη 14 Ιουνίου, ανεβαίνετε στη σκηνή του Piraeus 117 Academy μαζί με τα Μωρά στη Φωτιά και τα Yπόγεια Ρεύματα, ώστε ν’ ανοίξετε τους θρυλικούς Nazareth! Πώς νιώθετε για αυτή τη στιγμή δίπλα σε τέτοια ονόματα και τι να περιμένει το κοινό από την εμφάνισή σας;
Εσύ πως θα ένιωθες; (γέλια). Μεγάλη τιμή, ανυπομονησία, χαρά, άγχος – όλα αυτά μαζί. Σίγουρα όταν ξεκινάς να παίζεις μόνος σπίτι σου μουσική, ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα δεν περιμένεις να παίξεις μαζί με μπάντες που έχουν συνοδεύσει τις εφηβικές σου τρέλες.  Το παραπάνω ισχύει για όλους τους πολύπειρους καταξιωμένους καλλιτέχνες που θα έχουμε την τιμή να μοιραστούμε το ίδιο stage. Οι Nazareth είναι μια μπάντα που μόνο στο άκουσμα του ονόματος αισθάνεσαι δέος, με μια πορεία στην παγκόσμια σκηνή που ελάχιστοι κατορθώνουν. Θα είναι μια διδακτική εμπειρία για μας, να δούμε πως λειτουργούν πριν, κατά την διάρκεια και μετά το live τόσο μεγάλοι καλλιτέχνες. Μια εμπειρία που θα απολαύσουμε στο έπακρον.

– Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για το χρόνο σας και αναμένουμε να σας απολαύσουμε κι από κοντά!
Σας ευχαριστούμε για το χρόνο και τον χώρο που μας δώσατε, είμαστε σίγουροι πως στις 14 Ιουνίου θα περάσουμε όλοι υπέροχα. Είναι κάτι που περιμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία.

361
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 239 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη του 70 στα Δυτικά της Αθήνας, πιο αργά ή πολύ νωρίτερα από ότι θα ήθελε - δεν έχε καταλήξει ακόμα! Ακροβατώντας ανάμεσα σε οικονομετρικά μοντέλα, φιλοσοφικούς αναστοχασμούς, πολιτικούς προβληματισμούς, κοινωνικές και διατροφολογικές ανησυχίες, η μουσική αναζήτηση είναι το δίχτυ ασφαλείας στο matrix της καθημερινότητας. Fan του σκληρού ήχου, λάτρης της κλασικής μουσικής, παθιασμένος με τα blues. Αναζητά την αιτία ζωής του, πριν κάποιοι άλλοι διαγνώσουν την αιτία θανάτου του• είναι σε καλό δρόμο για το δεύτερο.