Το “gungfly” είναι μια σουηδική λέξη που διάλεξε ο Sjoblom από μια νουβέλα, σημαίνει “ακάλυπτος χώρος” κι εκεί χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την απουσία λόγων κι αιτιών πίσω από τις απόψεις κάποιου.
Τώρα είναι πια το όνομα του προσωπικού του σχήματος, που κυκλοφορεί φέτος το τρίτο άλμπουμ.
Ποιος είναι όμως ο Rikard Sjoblom;
Ένας σουηδός πολυμουσικός, γεννημένος το 1982 με το μικρόβιο του πενταγράμμου, σχηματίζει στη διάρκεια της εφηβείας του διάφορα γκρουπ, υπηρετώντας τις εφήμερες ροπές του για το skate punk, το grunge, ακόμα και το death metal. Λίγο πριν τα 20 χρόνια του, με την βαθιά πια επίδραση των King Crimson και Gentle Giant, επικεντρώνεται στα keyboards.
Μαζί με τον Petter Diamant στα τύμπανα, σχηματίζει το 2001 τους Beardfish. Μέχρι το 2016, όταν ανακοινώνεται κι επίσημα η διάλυσή τους, κυκλοφορούν 8 άλμπουμ progressive rock με έντονη vintage απόχρωση και ο Sjoblom αποτελεί τον frontman ερμηνευτή, ενώ συνεισφέρει στις κιθάρες και τα keyboards. Tα τελευταία τρία χρόνια συνεργάζεται και με τους άγγλους progressive rockers “Big Big Train”.
Με δεδομένη την εκτελεστική δεινότητα στο παρελθόν των Beardfish, είναι αναμενόμενο πως τον Sjoblom πλαισιώνουν καταρτισμένοι μουσικοί, ενώ στις κιθάρες βρίσκουμε τον πρώην bandmate David Zackrisson. O ντράμερ Petter Diamant -ναι, κι άλλος παλιός γνώριμος, ο συνιδρυτής των Beardfish- και ο μπασίστας Rasmus Diamant, αδερφός του ντράμερ, δημιουργούν ένα περίτεχνο αλλά σφιχτοδεμένο υπόβαθρο με πλούτο συντονισμών και θεμάτων. Άλλοι δύο οργανίστες υποστηρίζουν το εγχείρημα, οι Sverker Magnusson και Martin Borgh, χωρίς όμως τα keyboards να βυθίσουν το άλμπουμ, όσο κι αν το κατευθύνουν.
Όπως μαρτυρά ο τίτλος, το άλμπουμ περιέχει μια αίσθηση απώλειας. Ο Sjoblom, ορμώμενος από προσωπικές τραγωδίες το φανερώνει από το πρώτο τραγούδι, το “Of the orb”, όταν τραγουδά “why couldn’t I die instead of you?”. Το συγκεκριμένο τραγούδι αποτελεί μια εντυπωσιακή αρχή, με εξαιρετικές φωνητικές μελωδίες και ίσως τις καλύτερες ισορροπίες σε ολόκληρο το άλμπουμ, αφήνοντας τη διάθεση της σύνθεσης να πρωταγωνιστήσει.
Το ομότιτλο, με έναν θεραπευτικό μανδύα, μεταφέρει μια αίσθηση περασμένης pop τραγουδοποιίας και την αμεσότητα μιας δυνατής νοσταλγίας. Άλλωστε η vintage αισθητική παραμένει σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, έχοντας να κάνει με 70’s prog rock, ή ψήγματα jazz fusion. Οι διαδρομές αποφεύγουν συνήθως το παχύ σκοτάδι, αν και ίσως το “He held an axe” είναι πιο ευαίσθητο, απόκοσμο και εσωτερικό, και το “Over my eyes” φανερώνει μια νεοκλασική, ευγενική μελαγχολία.
Από την άλλη, μια πιο τεχνοκρατική, σύνθετη αίσθηση τζαμαρίσματος αφήνει η εξέλιξη του “Old demons die hard”, όπως και το 11λεπτο instrumental “Polymyxia”, αντίθετα με το δεύτερο instrumental του δίσκου, το πιο ουσιαστικό και συγκεκριμένα μελωδικό “Keith (The Son of Sun). Το άλμπουμ κλείνει με ένα σπουδαίο τραγούδι, το “The river of sadness”, με μια σειρά από ταιριαστές μεταστροφές στις διαθέσεις και καλοβαλμένες μελωδίες.
Το “On Her Journey To The Sun” είναι ένα άλμπουμ γι’ αυτούς που αγαπούν τις περιπλανώμενες και σύνθετες 70’s καταβολές, τις απαιτητικές διαδικασίες ανάπλασης της ηχητικής νοσταλγίας, αλλά και τα άλμπουμ που μοιάζουν να σε περικυκλώνουν με την ομοιογένεια του θέματος.
Και φυσικά για όσους αισθάνονται ήδη την απουσία των Beardfish…
584