Ναι, είναι οι Warrant του “Cherry Pie” που τους χάρισε με τραγούδια σαν το “I saw red”, το “Uncle’s Tom cabin” και το ομότιτλο μια, έστω αχνή, ακτινοβολία μνήμης στην αιωνιότητα του ραδιοφωνικού hard rock.
Με πολλές ομοιότητες στα συνήθη σκαμπανεβάσματα όλων των γκρουπ του ιδιώματος που είδαν τα 90’s να τους εκθρονίζουν βίαια από την κορυφή και να τους σπρώχνουν στη λήθη, ή μάλλον καλύτερα στην περιορισμένη χρήση των νοσταλγών αυτής της μουσικής, παλεύουν να διατηρήσουν το όνομα στον σύγχρονο χάρτη.
Έξι χρόνια περίπου μετά τον τελευταίο στούντιο δίσκο τους, “Rockaholic”, την χρονιά που το αλκοόλ έσπρωξε στο θάνατο τον αυθεντικό τραγουδιστή τους Jani Lane, οι Warrant επιστρέφουν κάτω από το σύνηθες -για τέτοια γκρουπ – καταφύγιο της Frontiers με το δέκατο άλμπουμ τους, με τον συνθηματικό τίτλο “Louder Harder Faster”.
Τέσσερα αυθεντικά μέλη μεταφέρουν τη σημαία των Warrant σήμερα, επικυρώνοντας την άμεση σχέση με το παρελθόν και την ιστορία: οι κιθαρίστες Erik Turner και Joey Allen, o μπασίστας Jerry Dixon και ο ντράμερ Steven Sweet. Όπως και στο “Rockaholic” του 2011, πίσω από το μικρόφωνο βρίσκεται ο Robert Mason (ex- Lynch Mob), ο οποίος αποδεικνύεται πάλι δυναμικός κι εξαιρετικά φρέσκος.
Άλλωστε το πιο δυνατό χαρτί του δίσκου είναι η ενέργεια που στηρίζεται τόσο στο εξαιρετικό παίξιμο των μουσικών, με αιχμές τους δύο κιθαρίστες που χτίζουν τείχη από πειστικά ριφ, όσο και στην απόλυτα εύστοχη παραγωγή του πρώην μπασίστα των Dokken, Jeff Pilson.
Συνθετικά δεν μπορεί να πει κανείς πως έχουν γίνει θαύματα. Το άμεσο, δυναμικό hard rock του άλμπουμ είναι συχνά απλοϊκό, αν και πάντα με πολύ κέφι και δύναμη. Το “Devil dancer” είναι πιασάρικο, ενώ ο πρώτος κράχτης του άλμπουμ, “Only broken heart”, έχει και μια μικρή Lizzy απόχρωση. Η μπαλάντα του δίσκου, “In my life”, είναι απλά συμπαθητική, ενώ στο μέσο του άλμπουμ τα πράγματα σαφώς καλυτερεύουν.
Το βαρύ και βρώμικο “Music man” με την bluesy εισαγωγή και μεγάλα φωνητικά από τον Mason, είναι στην πραγματικότητα το πρώτο σπουδαίο τραγούδι του άλμπουμ. Εξαιρετικό είναι και το “Faded” που ακολουθεί με περισσότερο συναισθηματισμό και ρυθμική μελωδικότητα, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ιδανικό single.
Το “Choose your fate” έχει μια έντονη Zeppelin-ική επίδραση στα ριφ και στα φωνητικά του Mason, ίσως με έναν περισσότερο ραδιοφωνικό τρόπο, ενώ τέλος το “Let it go” με τις καλοβαλμένες φωνητικές μελωδίες πάνω στα θέματα των Turner/Allen, κλείνει με απόλυτη ικανοποίηση έναν άνισο δίσκο.
Έξι χρόνια απουσίας θα μπορούσαν να αποσυντονίσουν ακόμα και την πιο καλοκουρδισμένη μηχανή, από την άλλη όμως αποτελούν και άφθονο χρόνο για να προσφέρεις και πολλά προσεγμένα, καλογραμμένα τραγούδια μαζί με τον συμπαγή σου ήχο και την ορμή σου. Όπως το βλέπει κανείς…
713