Ο José González θεωρείται κατά πολλούς άξιος συνεχιστής της παράδοσης των Paul Simon και James Taylor.
Έχουν αποκαλέσει τη μουσική του “ακουστική ποίηση”, με τον ίδιο να συνεχίζει με σταθερά βήματα εδώ και μια εικοσαετία, την αέρινη πορεία του σε folk rock μονοπάτια, είτε μέσα από τη solo καριέρα του, είτε μέσα από το παράλληλο project των Junip που διατηρεί, με συνοδοιπόρο τον Tobias Winterkorn.
Με αφορμή την επικείμενή του συναυλία στην Αθήνα στις 21 Μαΐου και το φανατικό κοινό που έχει αποκτήσει στη χώρα μας, θα επιχειρήσουμε μια αναδρομή στην προσωπική του δισκογραφία του αργεντινο-σουηδού καλλιτέχνη.
Παρόλο που η αντιδραστικότητα, η σκληρότητα κι η επαναστατικότητα της punk σαγήνεψαν στην εφηβεία του, η λατινογενής φύση του, η αγάπη του για την κλασική κιθάρα κι οι ήρωες των ‘60s ταυτοποίησαν το μουσικό του ύφος κι έστρεψαν τον Αργεντίνο μετανάστη πρώτης γενιάς στη Σουηδία, José, σ’ ένα πολύ προσιτό και ιδιαίτερο folk rock ιδίωμα ως τρόπο έκφρασης.
Το πάθος του για έκφραση μέσω της μουσικής κι η ολοκληρωτική ενασχόλησή – αφοσίωσή του μ’ αυτή, τον οδήγησε να εγκαταλείψει το διδακτορικό του στη βιοχημεία, να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην κλασική κιθάρα και να εμπλακεί σ’ ένα πολύ όμορφο ταξίδι και πλέον λίγο πριν τα 40 του, να έχει διανύσει μια κάτι από παραπάνω αξιέπαινη διαδρομή.
To “Veneer”, το ντεμπούτο album του, κυκλοφόρησε το 2003, τη χρονιά που διέκοψε την ακαδημαϊκή κι ερευνητική του καριέρα και είχε την τύχη να επιλεγεί από τη Sony η διασκευή του στο “Heartbeats” των The Knife για τη διαφήμιση της τηλεόρασης Sony Bravia, με αποτέλεσμα να εκτοξευτεί η δημοτικότητα του πρωτόβγαλτου τότε καλλιτέχνη κι αναπόφευκτα και του δίσκου.
Συγκαταλέγομαι σ’ αυτούς που θεώρησα εκείνη την εποχή το album πολύ μέτριο, πέραν της εξαιρετικής διασκευής στο “Heartbeats”, προβλέποντας ότι το όνομά του δε θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Το πλήρωμα του χρόνου βέβαια ήρθε να διαψεύσει την πρόβλεψή μου, αλλά και να αντιστρέψει την αρχική μου αίσθηση για αυτήν την πρώτη του δουλειά.
Μια ακρόαση 3 χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Veneer”, σε ανύποπτη στιγμή, με έπεισε ότι πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά, η οποία ταυτοποιεί το ύφος του καλλιτέχνη, αναδεικνύει την αυθεντικότητά του και κινείται σε τελείως ανεξάρτητα μονοπάτια από τις αρχικές ταμπέλες που θέλησε η μουσική βιομηχανία να του κολλήσει.
Πέρα από το “Heartbeats”, ξεχωρίζω χωρίς δισταγμό το πιο δυναμικό track “Hints”, τα “Slow Moves” και “Remain” τόσο για τις αδιαμφισβήτητες κιθαριστικές δεξιότητες του González, αλλά και για το διάσπαρτο – αραιό στίχο, που κρύβει μια δυναμική χωρίς προηγούμενο. Μια δυναμική που αναβλύζει με το λιγότερο δυνατό θόρυβο, σα λάβα στο μυαλό, ανάμεσα σε αρπίσματα:
“My moves are slow but soon they’ll know
Behind the scenes they grow their schemes” – Slow Moves
“We’ll remain after everything’s been washed away by the rain
We will stand upright as we stand today” – Remain
Η επαναστατική προοπτική της punk κουλτούρας, συγκερασμένη με την ήρεμη ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη και τo αποτυπώμα του τροβαδούρου Silvio Rodríguez στη μουσική του παιδεία, διαγράφονται ανάγλυφα στις συνθέσεις του, με αποτέλεσμα ένα album τόσο καλά δουλεμένο που μία ακρόαση δεν φτάνει για να διαπιστωθεί η μοναδικότητά του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν την κυκλοφορία του “Veneer” είχε κυκλοφορήσει το EP “Crosses”, λίγους μήνες πριν, στο οποίο περιλαμβάνονταν τα “Crosses”, “Hints”, “Deadweight on Velveteen” και το “Storm”, το οποίο δε συμπεριελήφθη τελικά στο “Veneer” σ’ αντίθεση με τα υπόλοιπα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο το “Crosses” όσο και το “Veneer”, κατέλαβαν περίοπτες θέσεις στα Σουηδικά chart, αλλά και σ’ αυτά του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που καταδεικνύει τη δυναμική ενός ανερχόμενου μουσικού.
Το 2007 στο “In our Nature”, ο González τα βάζει με την ανθρώπινη φύση, στηλιτεύει τα ανθρώπινα πάθη που οδηγούν σ’ όλα τα παγκόσμια δεινά, με λίγα λόγια είναι ένα μελοποιημένο ποιητικό αντί – μανιφέστο, το οποίο τον εδραιώνει στην παγκόσμια μουσική κοινότητα ως αυθύπαρκτη καλλιτεχνική οντότητα, καταβαραθρώνοντας όσους είχαν τη βιασύνη (ή την σκοπιμότητα) να τον πλασάρουν ως το νέο Nick Drake.
Σχετικά με το μουσικό αποτέλεσμα, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Λιτές μελωδικές γραμμές μ’ ένα ιδιαίτερο, αριστοτεχνικά αποδομένο κιθαριστικό παίξιμο, πλαισιωμένο με λίγα – απαραίτητα κρουστά και αυτή τη φορά τα φωνητικά της Yukimi Nagano των Little Dragon, να συμπληρώνουν το κάδρο.
Πιο ατμοσφαιρικό και με ακόμα περισσότερη εσωτερικότητα από τις προηγούμενες δουλειές που ακολούθησαν μέχρι την κυκλοφορία του, καταπιάνεται (σαν έτοιμος από καιρό) με ζητήματα που καίνε και στιχουργικούς υπαινιγμούς που δένονται αρμονικά με την ακουστική ενορχήστρωση.
Το “How Low” φανερώνει την αποστροφή του στον πόλεμο (ίσως το κομμάτι με τα πιο γρήγορα ρυθμικά στο album), το “Killing for Love” θα μπορούσε να είναι ένα “κατηγορώ” για το μίσος που ελλοχεύει στην ανθρώπινη φύση κι από την άλλη το “Cycling Trivialities” φανερώνει την πιο ευάλωτη και ευαίσθητη στιγμή του González απέναντι στη θνητότητα, το εφήμερο και την υστεροφημία, ως ιδανικό επιμύθιο του album.
Το μελανό σημείο αυτής της δουλειάς είναι η παράταιρη στο ύφος κι ίσως βιαστική εκτελεστικά εκδοχή στο “Teardrop” των Massive Attack, ενώ οι διασκευές του σε EP που προηγήθηκαν του “In our Nature”, εμπεριέχουν πολύ προσεγμένες και ευφάνταστες στιγμές, όπως το “Love Will Tear Us Apart” των Joy Division (“Remain” – 2004) και το “Hand on Your Heart” της Kylie Minogue (“Stay in the Shade” – 2005).
7 ολόκληρα χρόνια έπρεπε να περάσουν για την επόμενη δισκογραφική δουλειά του αργεντινο-σουηδού τροβαδούρου, εν μέσω ζωντανών εμφανίσεων, συμμετοχών σε διάφορα σχήματα, ταινίες και γενικά αναπτύσσοντας όλο αυτό το διάστημα μια ποικίλη καλλιτεχνική δράση.
Το “Vestiges & Claws” του 2015, άξιζε αυτή την αναμονή και με το παραπάνω. Ο González επαναπροσδιορίστηκε στο μουσικό χάρτη μ’ αυτό το album, το οποίο έτυχε θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς (κέρδισε το IMPALA Album of the Year Award για το 2015).
Αυτήν τη φορά πέρα από τον ίδιο σε φωνητικά και κιθάρα κι επίσης τη Yukimi Nagano σε backing vocals, εμπλούτισε τον ήχο του με τον Erik Bodin στα κρουστά και τον Håkan Wirenstrand στο synthesiser, δίχως να πραγματοποιήσει στροφή στον ύφος του, απλά κάνοντας ένα σταθερό εξελικτικό βήμα στον ήχο του.
Η ποιητική του ικανότητα στο στίχο έχει αποκτήσει “ποιμαντικό” χαρακτήρα, μιας και το ανθρωπιστικό του πνεύμα διαχέεται σ’ όλο το album, σε μια σειρά ερωτημάτων που δημιουργούνται αυτόματα στον ακροατή. Στο “Every Age” προσπαθεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη και το σκοπό της, στο “Leaf Off / The Cave” επιχειρείται μια απλοϊκή όμως εύστοχη σύνδεση του κήπου της Εδέμ και του Πλατωνικού σπηλαίου, ενώ στο “Afterglow”, ο έρωτας, η συντροφικότητα κι η αναγέννηση, δημιουργούν νοηματικά ένα πλέγμα ελπίδας, χρησιμοποιώντας τα γνωστά λιτά στιχουργικά του υλικά και τις λυρικότατες μελωδίες του.
Σε καμία περίπτωση ο González άλλωστε δε θα διεκδικήσει δάφνες αναγνώρισης ώστε να μπει στο πάνθεων για το καλύτερο άλμπουμ του μήνα, της χρονιάς ή όλων των εποχών. Αφήνει τους άλλους να πασχίζουν γι’ αυτό. Εκείνος εξακολουθεί να βαδίζει στο δικό του μονοπάτι, παρέα με την ξεχωριστή του Alhambra, τους επιστήθιους φίλους του να τον συνοδεύουν χρόνια τώρα και μαγεύοντας μας με την αιθέρια φωνή του και το αστείρευτο ταλέντο του.
Κάτι αντίστοιχο από την αύρα που κουβαλάει αυτός ο μοναδικός καλλιτέχνης, ευελπιστούμε να ζήσουμε όσοι τον παρακολουθήσουμε την Κυριακή 21 Μαΐου στο Piraeus 117 Academy, 9 χρόνια μετά την ανεπανάληπτη συναυλία που είχε δώσει στο Gagarin.
751