DEEP PURPLE: “Infinite”

Καθώς οι Deep Purple κυκλοφορούν το 20ο τους άλμπουμ, 4 χρόνια μετά το “Now What?!”, δύσκολα αποφεύγεις τον πειρασμό να αναρωτηθείς αν οι δυο τίτλοι σχετίζονται και υποδηλώνουν το τέλος μιας μεγάλης διαδρομής.

Η ίδια σύνθεση του προηγούμενου δίσκου, με τους Roger Glover (μπάσο) και Ian Paice (ντραμς) στο rhythm section, τον Don Airey στα keyboards, τον Steve Morse στην κιθάρα και τον Ian Gillan στα φωνητικά, ηχογραφεί και πάλι στο Nashville, με παραγωγό ξανά τον Bob Ezrin.

Με την ασφάλεια της δοκιμασμένης ομάδας, οι βετεράνοι rockers αναδύουν άμεσα έναν αέρα απελευθέρωσης από οποιαδήποτε δέσμευση. Η πραγματικότητα είναι άλλωστε πως δεν χρωστούν πια αποδείξεις σε κανέναν. Με αυτή την αβίαστη αυτάρκεια να τους οδηγεί και έναν ήχο παχύ, ευδιάκριτο και ζωντανό, οι Purple σκαρώνουν ένα άλμπουμ ιδιαίτερα 70-ικό από κάθε οπτική. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως αναλώνονται σε απόπειρες παρελθοντολαγνείας, καταφέρνουν να συγκροτήσουν μια κλασική hard rock κατεύθυνση που δαμάζει με σύγχρονη ζωντάνια τόσο τις blues ρίζες τους, όσο και τα 70’s prog rock στολίδια.

Όλες αυτές οι ακτίνες διαθέσεων αφομοιώνονται αρμονικά από τους πεπειραμένους μουσικούς. Παράλληλα, οι Morse και Αirey είναι απολαυστικά παρεμβατικοί και διακοσμητικοί, χαρίζοντας στις συνθέσεις ένα πλήθος εντυπώσεων και ήχων. Την ίδια στιγμή ο Gillan έχει χαρτογραφήσει με προσοχή τις δυνατότητές του και με φακό την εμπειρία, έχει απόπειρες που σχεδόν αποκαλύπτουν έναν άλλο του εαυτό.

Συνθετικά το “Infinite”, χωρίς να αλλάξει το ημερολόγιο της ιστορικής μπάντας καταλυτικά, βρίσκεται αρκετά ψηλότερα από την απλή δικαιολογία μιας ακόμα δισκογραφικής δουλειάς. Με μια συνολική σταθερότητα ακόμα και στα πιο συμβατικά και άμεσα τραγούδια του, έχει να μας προσφέρει και κάποιες εξαιρετικές στιγμές που μπορούν να θεωρηθούν όμορφες προσθήκες στη μεγάλη λίστα τους.

Υπέροχη έναρξη αποτελεί το “Time for Bedlam”, με πρώτης τάξης μελωδίες, εθιστική ροή, prog σφήνες και ασυνήθιστες, υποβλητικές προσθήκες στα φωνητικά. Το single του άλμπουμ είναι δικαιωματικά το “All i got is you”, μια γέφυρα μεταξύ μιας ευπρόσδεκτης μελαγχολίας και μιας ενεργητικής ευδαιμονίας, διαθέσεις που κουμπώνουν μαεστρικά.

Παραδοσιακά ξεσηκωτικό το “Hip boots”, μια σύγχρονη προβολή της κληρονομιάς τους με τον Morse να παρασύρει, ενώ το “Birds of prey” είναι από τα πιο γενναία τραγούδια τους τα τελευταία πολλά χρόνια, με μια διακριτική υποβολή και ένταση και καταπληκτική δουλειά από τον Morse.

Αν ψάξεις να βρεις την καρδιά του δίσκου, ένα τραγούδι να κρυφτείς κατ’ επανάληψη όμως, αυτό είναι σίγουρα το πλήρες “The surprising”, εσωτερικό και εμπνευσμένο, αφηγηματικό και με πολλές σελίδες διαθέσεων και εκφράσεων, αποτελεί με σιγουριά ένα από τα ομορφότερα της Morse-era.

H απόδοση του “Roadhouse blues” των Doors που κλείνει την κανονική έκδοση του άλμπουμ, χωρίς να της λείπει ψυχή και αίσθημα, δεν προσθέτει κάτι στο σύνολο. Αντί γι’ αυτή θα προτιμούσα σίγουρα το “Paradise bar” ή το εξαιρετικό instrumental “Uncommon man” (ή ακόμα καλύτερα και τα δυο) από την deluxe edition του “Infinite”.

Άλλωστε, αν αυτό είναι το τελευταίο, οριστικό δισκογραφικό αντίο, ας είναι η τελευταία εντύπωση με δικό τους τραγούδι.

740
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…