Το ταξίδι ξεκινά, είμαστε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 και βρισκόμαστε στο Yorkshire της Αγγλίας στις γειτονιές του οποίου κάνει την εμφάνισή του ένα νέο συγκρότημα με το όνομα Son Of A Bitch, τώρα θα μου πείτε τη έμπνευση ήταν αυτή για όνομα…
…γι’ αυτό και σύντομα το αλλάζουν σε Saxon και με μέλη τους Biff Byford πίσω από το μικρόφωνο τον Paul Quinn και τον Graham Oliver στις κιθάρες, τον Pete Gill να κάθεται πίσω από τα τύμπανα και τον Steve Dawson να αναλαμβάνει το μπάσο, κάνουν ένα φανταστικό ξεκίνημα αφού εμφανίζονται σε πάρα πολλές live εμφανίσεις και σε μερικές από αυτές παίζοντας ως support στους The Ian Gillan Band και τους Heavy Metal Kids.
Έτσι σιγά σιγά αρχίζει και ακούγεται το όνομα των Saxon και κάποιος κύριος Peter Hinton ο οποίος δουλεύει στην EMI και ψάχνει για καινούρια συγκροτήματα αφού μην ξεχνάτε πως το New Wave Of British Heavy Metal βρίσκεται στα ντουζένια του εκείνη την εποχή, πηγαίνει στο Barnsley και τους βλέπει να εμφανίζονται ζωντανά στο Civil Hall. Εντυπωσιάζεται με αυτά που ακούει και τους προτείνει στον Claude Carrere ο οποίος μόλις έχει ξεκινήσει την δισκογραφική του εταιρία την Carrere Records και ακούγοντας τα demo τους προσφέρει συμβόλαιο. Αυτή είναι η αρχή των Saxon και ο αετός έχει αρχίσει την απογείωσή του.
Το πρώτο τους ομώνυμο άλμπουμ “Saxon” κυκλοφορεί το Μάιο του 1979 με παραγωγό τον John Verity και δημιουργεί μεγάλη αίσθηση στο χώρο της σκληρής μουσικής και ειδικά τα πρώτα τους single “Big Teaser” και “Stallions Of The Highway” τα οποία αρχίζουν και δημιουργούν τους πρώτους οπαδούς του συγκροτήματος. Αυτή η μεταλλικότητα στα φωνητικά η εναλλαγές στα κομμάτια η αλητεία και ο τσαμπουκάς που έβγαινε μέσα από τα τραγούδια τους αρέσει στο κόσμο και αυτό έχει ως συνέπεια οι Saxon να κυκλοφορούν και δεύτερο single το “Backs To The Wall” και στη συνέχεια ακολουθεί περιοδεία στην Αγγλία ως support στους Motorhead και τώρα παίζουν στα σημαντικότερα συναυλιακά μέρη της Αγγλίας ακόμα και στο φημισμένο Hammersmith Odeon. Μετά το πέρας της περιοδείας μπαίνουν στο στούντιο για να αρχίσουν τις ηχογραφήσεις του νέου τους δίσκου.
Μάιο του 1980 κυκλοφορεί το “Wheels Of Steel” άλμπουμ με τραγούδια διαμάντια όπως το ομώνυμο, και το “747 Strangers In The Night” τα οποία και τους κερδίζουν μια εμφάνιση στο τηλεοπτικό show Top Of The Top τα οποία παίζουν ζωντανά και η δημοτικότητά τους συνεχίζει να αυξάνεται. Το “Motorcycle Man” με το οποίο θα ανοίγουν τις συναυλίες τους για αρκετά χρόνια το “Machine Gun” με το καταπληκτικό riff και το φανταστικό μέταλλο που το περικλείει ιδανικό για τελείωμα του δίσκου. ‘Ένας δίσκος που διαμορφώνει τις βάσεις του NWOBHM και φτάνει ως τα πέντε πρώτα των βρετανικών charts. Απλές ωμές και ώριμες συνθέσεις, μελωδικό με βαριά riff που σου κολάνε στο μυαλό και με την χαρισματική φωνή του Biff δεν είναι να απορεί κανείς που τα εν λόγω κομμάτια έγιναν all time classic. Εδώ έχουμε και την παρθενική εμφάνιση του παντοδύναμου Steel Eagle στο εξώφυλλο του δίσκου που λάμπει στο φώς και αρπάζει μια ρόδα σε ένα νηφάλιο φόντο και που θα γίνει αργότερα και το σήμα κατατεθέν της μπάντας.
Αρκετά δραστήριοι οι Saxon και με κεκτημένη ταχύτητα μπαίνουν στο στούντιο μετά από μερικούς μήνες και ξεκινάνε τις ηχογραφήσεις του τρίτου τους δίσκου με τίτλο “Strong Arm Of The Law” το οποίο και κυκλοφορεί το Νοέμβριο του 1980. Με τραγούδια όπως το ομώνυμο, το “Dallas 1pm”, το “Heavy Metal Thunder, το “20.000 Feet”, είναι τραγούδια τα οποία είναι υπεύθυνα για την επιρροή που ασκήσανε σε πολλές Ευρωπαϊκές metal μπάντες. Επιθετικές συνθέσεις, μελωδίες που σε καθηλώνουν με
μια πολύ δυνατή παραγωγή και με ένα πολύ ισχυρό εξώφυλλο.
Οι Saxon πλέον είναι έτοιμοι για να ξεκινήσουν μια παγκόσμια περιοδεία που θα κρατήσει σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο και επισκέπτονται τα περισσότερα μέρη του πλανήτη. Χωρίς να χάνουν χρόνο μετά το πέρας της περιοδείας μαζεύονται πάλι στο στούντιο και ξεκινάνε την ηχογράφηση του νέου τους δίσκου “Denim And Leather”. Με τον συγκεκριμένο δίσκο οι Saxon αποδεικνύουν σε όλο τον κόσμο ότι δεν ήταν απλά ένα ανερχόμενο συγκρότημα με πλούσιο ταλέντο αλλά πως είχαν έρθει για μείνουν για τα καλά στην ιστορία της heavy μουσικής. Προσωπικά ο αγαπημένος μου δίσκος της μπάντας και πώς να μην είναι άλλωστε αφού υπάρχουν λατρεμένα κομμάτια εδώ all time classic τραγούδια όπως το “Princess Of The Night” από τα ταχύτερα τραγούδια των Saxon γεμάτο από ενέργεια και δύναμη, με έναν ρυθμό που καλπάζει και σε παρασέρνει μαζί του μαζί με τα εθιστικά σόλο της κιθάρας. με κάθε του νότα σε ταξιδεύει σε διαδρομές της φαντασίας που η μηχανή των Saxon σε οδηγεί. Το “Denim And Leather” το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου αφιερωμένο στους οπαδούς της μπάντας με ένα σταθερά mid-tempo ρυθμό αλλά όλο το ρεζουμέ είναι στους στίχους που στις μέρες μας θυμίζουν ότι το μέταλλο και τα το ελεύθερο πνεύμα δεν βρίσκονται σε κάθε γωνιά. Και μας κάνει υπερήφανους για τα ιδανικά και τις πεποιθήσεις μας. Άλλωστε συνέβαλλαν και τα μέγιστα στην οικοδόμηση της πανοπλίας του heavy metal με τα τζιν και τα δερμάτινα. “Never Surrender” ένα από τα πιο στακάτα τραγούδια τους με έναν ζωντανό ρυθμό να οδηγεί το τραγούδι και ο Biff με τις επιδόσεις της φωνής του το απογειώνει. Ένας δίσκος ο οποίος φιγουράρει σήμερα σε πολλές λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ. Οι Saxon βρίσκονται στο καλύτερο σημείο της καριέρας τους ξεκινάνε περιοδεία σε όλη την Ευρώπη και στη συνέχεια ο αετός είναι πια έτοιμος να υποτάξει και την Αμερική.
Αυτό γίνεται το 1982 αφού περιοδεύουν σε ολόκληρη σχεδόν την Αμερική σε sold out shows αποφασίζουνε να ρίξουνε στην αγορά έναν live δίσκο ηχογραφημένο στην εκεί περιοδεία τους με τον τίτλο “The Eagle Has Landed”. Τα τραγούδια είναι από ολόκληρη την σταδιοδρομία τους έως εκείνο το σημείο, και καταφέρνουν και σε υποχρεώνουν να νιώσεις τον ενθουσιασμό του συγκροτήματος όπως αυτός αποτυπωνότανε στο συναυλιακό σανίδι εκείνη την εποχή, κάτι το οποίο νομίζω πως ήταν καταπληκτικό και αξιέπαινο. Άλλο ένα σημαντικό γεγονός για τους Saxon λαμβάνει χώρα και αυτό είναι το ότι εμφανίζονται για δεύτερη φορά στο Monsters Of Rock του Doninghton και γίνονται η πρώτη μπάντα η οποία καταφέρνει κάτι τέτοιο έως τότε.
Το “Power And The Glory” βγαίνει στην κυκλοφορία το 1983 και για να είμαι ειλικρινής δεν έχει την ποιότητα των προηγούμενων δίσκων μιας και οι Saxon αλλάζουν ελαφρώς κατεύθυνση με κάπως πιο μελωδικές συνθέσεις και δεν υπάρχουν εδώ τα ροκ γκάζια σε τόσο μεγάλο βαθμό, αλλά είναι γεγονός ότι εδώ προσπάθησαν να κάνουν κάτι λίγο διαφορετικό και κατάφεραν να κυκλοφορήσουν μια αξιόλογη δουλειά και αυτό το καταλαβαίνεις με το που αρχίζει ο δίσκος με το ομώνυμο τραγούδι το οποίο περιέχει ισχυρά riff και μελωδικές φωνητικές γραμμές σε συνεχή εξέλιξη, ένα φανταστικό τραγούδι με πασιάρικο ρεφρέν που σου κολάει στο μυαλό, στη συνέχεια το “Warrior”, ένα δυνατό τραγούδι με τα τύμπανα και τις κιθάρες να συνδυάζονται άψογα με καταπληκτικά φωνητικά και με υπέροχο σόλο, το “Nightmare” ένα κάπως πιο μυστήριο και σκοτεινό τραγούδι με τις πολύ ενδιαφέρουσες μπασογραμμές του. Ακολουθεί το “This Town Rocks” το πιο γρήγορο τραγούδι του δίσκου, ένα καθαρά συναυλιακό κομμάτι. Το “Midas Touch” (ναι καλά μαντέψατε μιλάει για το Μίδα και την αφή του χρυσού) έχει μια ενδιαφέρουσα μουσική δεξιοτεχνία με χορωδιακά φωνητικά και επαναφέρει τον κλασικό ήχο των Saxon. Στο τελείωμα του δίσκου το “The Eagle Has Landed” ένας πειραματισμός για τους Saxon σε αυτό το τραγούδι που ομολογώ πως λειτουργεί αρκετά καλά και για το κλείσιμο του δίσκου. Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι αυτό το άλμπουμ δεν έχει την ενέργεια και τον τσαμπουκά των προηγούμενων δίσκων και η παραγωγή κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα που έχει ως αντίκτυπο να χάνουν ένα μέρος από τη δυναμική τους τα τραγούδια αλλά η ποιότητα των προηγούμενων δίσκων είναι εδώ.
Το 1983 είναι η χρονιά όπου οι Saxon φεύγουν από την δισκογραφική τους εταιρία την Carrere που τους είχε μέχρι τότε και υπογράφουν στην EMI και την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφορούν το “Crusader”. Σίγουρα η πιο αμφιλεγόμενη κυκλοφορία τους έως τότε που δίχασε τους οπαδούς του συγκροτήματος μιας και ο ήχος τους εδώ αλλάζει και πηγαίνουν σε μια πιο εμπορική και mainstream πλευρά. Εντάξει εδώ
υπάρχει ο ύμνος το “Crusader” και είναι πραγματικά το τραγούδι που σώζει ολόκληρο το δίσκο μιλάμε για κομματάρα. Τώρα από εκεί και πέρα το “A Little Bit Of What You Fancy” είναι ένα από τα καλά τραγούδια του δίσκου μιας και καταφέρνει και ξεσηκώνει με την ταχύτητά του, όπως και το “Sailing To America” ένα ραδιοφωνικό πασιάρικο κομμάτι που καταφέρνει και δημιουργεί μια όμορφη ατμόσφαιρα και το “Do It All For You” το οποίο είναι μια αρκετά καλή μπαλάντα.
Με την κυκλοφορία του “Crusader” οι Saxon περιοδεύουν στην Αμερική με τους Motley Crue και οι πωλήσεις του δίσκου στην αμερικάνικη αγορά πηγαίνει αρκετά καλά. Οι Saxon από τη μια μεριά ήθελαν να ευχαριστήσουν τους οπαδούς τους και από την άλλη ήθελαν να κατακτήσουν την Αμερικανική αγορά ταυτόχρονα, κάτι που οδήγησε σε μια σειρά από αδύναμους δίσκους. Η διφορούμενη κατάσταση η οποία είχε δημιουργηθεί μετά την κυκλοφορία του “Crusader” είχε ως αποτέλεσμα οι να προσπαθούν με το “Innocence Is No Excuse” να αποκαταστήσουν τις ζημιές μιας και οι οπαδοί τους είχαν διαγράψει τον τελευταίο τους δίσκο και η αμερικανική αγορά δεν είχε κατακτηθεί ακόμα κάτι το οποίο πέτυχαν εν μέρει. Τα τραγούδια του “Innocence Is No Excuse” δεν είναι άσχημα αλλά πάσχουν από έλλειψη ενέργειας και λείπει αυτή η δύναμη και ο τσαμπουκάς των πρώτων τους δίσκων. Πάντως δεν λείπουν οι μελωδίες και τα δυνατά riff και η φωνή του Biff Byford που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν μπορεί να ερμηνεύσει έστω και ένα τραγούδι άσχημα. Πλέον η κατηφόρα που έχουν πάρει οι Saxon είναι εμφανής και αναζητείται μια λύση ή μάλλον καλύτερα ένα πραγματικά καλό άλμπουμ ισάξιο με το όνομα τους.
Κάτι το οποίο προσπαθούν να πετύχουν το 1986 μπαίνοντας στο Ολλανδικό στούντιο Wisseloord και κυκλοφορούν τον όγδοο δίσκο τους “Rock The Nations” και είναι ο πρώτος δίσκος τους χωρίς τον μπασίστα Steve Dawson ο οποίος αποχωρεί από την μπάντα και στη θέση του έρχεται ο Paul Johnson. Στον εν λόγω δίσκο μου αρέσουν τα ογκώδες riff και τα πασιάρικα ρεφρέν του αν και πάλι δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη μετριότητα. Υπάρχει και μια guest εμφάνιση του Elton John (μα καλά τι τον θέλανε τώρα αυτόν;) όπου παίζει πιάνο στα τραγούδια “Northern Lady” και “Party Till You Puke”. Το “Rock The Nations” είναι από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου μαζί με το “Battle Cry” που ναι αυτά θυμίζουν τους καλούς Saxon που γνωρίζαμε, όπως και το “We Came Here To Rock” το οποίο υποστηρίζεται από καλά riff. Πάλι δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη μετριότητα και ακολουθεί Ευρωπαϊκή περιοδεία. Εν έτη 1988 κυκλοφορεί ο δίσκος “Destiny” και καθώς το όνομα των Saxon αρχίζει να ξεθωριάζει, δυστυχώς ούτε αυτός ο δίσκος θα καταφέρει να κάνει την υπέρβαση καθώς κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα και οι Saxon προσπαθούν να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό με το μελωδικό Hard Rock αλλά δεν τα καταφέρνουν. Στο δίσκο υπάρχει και η διασκευή στο “Ride Like The Wind” του Christopher Cross, το οποίο ακούγεται πάρα πολύ καλό στα ικανά χέρια των Saxon.
Ο διάδοχος του “Destiny” έρχεται το 1990 και το όνομα αυτού “Solid Ball Of Rock” και επιτέλους οι Saxon βρίσκουν το δρόμο τους και ο αετός απογειώνεται ξανά. Ναι αυτός ο δίσκος αποδεικνύει πως οι Saxon ξέρουν να γράφουν ακόμα καλά τραγούδια και ότι είναι ικανοί για πολλά πράγματα ακόμα. Ο μπασίστας Paul Johnson έχει αποχωρήσει από το συγκρότημα και ο αντικαταστάτης του είναι ο Tim Carter ο οποίος έγραψε αρκετά τραγούδια σε αυτό το δίσκο όπως το “Bavarian Beaver” που η εισαγωγή του μπάσου είναι καταπληκτική και το “Crash Drive” όπου πραγματικά ο Tim δίνει ρέστα. Στο “Altar Of Gods” ένα πραγματικό Saxon τραγούδι με ισχύ και δύναμη όπως και το “Baptism Of Fire” τα καλύτερα για μένα τραγούδια του δίσκου τα οποία πραγματικά σε ξεσηκώνουν. Επιτέλους για τους ένας δίσκος με συνθέσεις που ξεχωρίζουν με δυνατά riff και εκπληκτικά solo. Η νέα δεκαετία ξεκινά ιδανικά για τους Saxon και ναι φαίνονται έτοιμη για μια νέα απογείωση.
Ο επόμενος δίσκος έρχεται το 1992 και ο τίτλος του “Forever Free”, δεν ήταν η συνέχεια ανάλογη με τον προηγούμενο δίσκο και τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει αλλά υπάρχουν εξίσου δυνατά τραγούδια και σε αυτόν τον δίσκο όπως το γρήγορο “One Step Away”, το “Iron Wheels” το οποίο κυκλοφόρησε και σαν σινγκλ, και υπάρχει και η διασκευή στο “Just Wanna Make Love To You” ένα blues τραγούδι του Willie Dixon.
To “Dogs Of War” κυκλοφορεί το 1995 και είναι η επιστροφή των Saxon σε ένα πιο μεταλλικό σκληρό και ενθουσιώδης ήχο και τα καταφέρνει καλύτερα από τον προηγούμενο δίσκο μιας και είναι αυτό ακριβώς που περιμένεις να ακούσεις από τους Saxon. Τα πηγαίνουν αρκετά καλά μιας και το ομώνυμο τραγούδι γίνεται και video, ένα κλασικό mid tempo τραγούδι και υπάρχει εδώ και το “Hold On” ένα πιο πασιάρικο κομμάτι όπως και το “Demolition Alley”. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου αποχωρεί ο κιθαρίστας Graham Oliver που ήταν στους Saxon από την αρχή της καριέρας τους και την θέση του κιθαρίστα αναλαμβάνει ο Doug Scarrat. Την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφορεί και το live άλμπουμ “The Eagle Has Landed pt. II”, το οποίο αποτελείται από τραγούδια των τελευταίων δίσκων των Saxon και έχει και τα κλασικά “Crusader”, “Princess Of The Night” και στο “Denim And Leather” εμφανίζεται ο Yngwie Malmsteen στη σκηνή και τζαμάρει μαζί τους.
Οι Saxon κυκλοφορούν το “Unleashed The Beast” μια από τις πιο δυναμικές και επιθετικές κυκλοφορίες τους. Ο δίσκος ξεκινά με το ατμοσφαιρικό intro “Gothic Dreams” και ακολουθεί το “Unleashed The Beast” ένα από τα πιο άγρια και επιθετικά τραγούδια τους, υπέροχη αρχή το τέρας φαίνεται να έχει ξυπνήσει για τα καλά, το “The Thin Red Line” με τον αργό ρυθμό εξελίσσεται σε ένα επικό τραγούδι υψηλής αισθητικής και το “Ministry Of Fools” με το μελωδικό του riff να είναι ένα από τα καλύτερα μελωδικά τραγούδια. Το “Cut Out The Disease” ένα πιο βαρύ και ατμοσφαιρικό τραγούδι με ωμά riff με ένα σκοτεινό υπόβαθρο. Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ των Saxon που σκάει σαν βόμβα και εδώ ακούγονται φρέσκοι και ανανεωμένοι και ανταποκρίνεται επάξια στις μεγαλύτερες προσδοκίες των οπαδών τους. Περιοδεύουν σε ολόκληρη την Ευρώπη και παίζουν και στην λατινική Αμερική έως ότου ξαναμπούν στο στούντιο το 1999 για να ηχογραφήσουν το επόμενό τους δίσκο “Metalhead” ένας δίσκος που συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη κυκλοφορία τους με αρκετά γρήγορα αλλά και μελωδικά περάσματα μέσα στα τραγούδια. Ξεχωρίζουν το “Metalhead” και το “Are We Travelers In Time” τα οποία έχουν μια σκοτεινή ατμόσφαιρα με βαριά riffs και μελωδικά φωνητικά. “Conquistador” εδώ υπάρχει η ταχύτητα, η μελωδία όλα σε κατάλληλες δόσεις. Οι Saxon Εξακολουθούν να ακούγονται αναγεννημένοι και σε αυτό τον δίσκο και οι περιοδείες συνεχίζονται ανά τον κόσμο, ώσπου να μπουν ξανά στο στούντιο και να κυκλοφορήσουν εν έτη 2001 το επόμενό τους δίσκο “Killing Ground” ένας ακόμα πολύ καλός δίσκος με δυνατά τραγούδια και ναι είναι γεγονός ότι στις τελευταίες κυκλοφορίες των Saxon δυσκολεύομαι πραγματικά να βρω ένα άσχημο τραγούδι. Εδώ υπάρχει και η διασκευή στο “Court of the Crimson King” των King Crimson που για άλλη μια φορά δίνουν νόημα στη έννοια της διασκευής. Επίσης, ξεχωρίζουν τα “Coming Home”, “Deeds Of Glory”, “Hell Freezes Over” και “Shadows On the Wall”.
Το 2004 κυκλοφορούν το “Lionheart” ένα σφιχτό και βαρύ δίσκο και πραγματικά δεν σε ξαφνιάζει είναι αυτό ακριβώς που περιμένεις ότι θα ακούσεις φρέσκες και εμπνευσμένες συνθέσεις. Υπάρχει το γρήγορο “Witchfinder General” που ξεχωρίζει όπως και το “Lionheart” με το ωραίο riff και τις μελωδικές κιθάρες, το “Searching For Atlantis” που συνδυάζει την ατμόσφαιρα με τις βαριές κιθάρες και εδώ φαίνεται πως η κόπωση και τα σημάδια φθοράς είναι ένα μακρινό παρελθόν πια και το αποδεικνύουν και με τον επόμενο δίσκο τους το “Inner Sanctum” το οποίο ξεκινά με το τραγούδι “State Of Grace” για να δείξει ακριβώς αυτό ότι οι Saxon ακούγονται φρέσκοι και ισχυροί, αξιόλογες συνθέσεις τα “Need For Speed”, Let Me Feel Your Power” και το “Red Star Falling” μια όμορφη ροκ μπαλάντα όπου ο Biff πραγματικά το απογειώνει και για το τέλος το “Attila The Hun” ένα πραγματικό έπος. Οι Saxon έχουν πια καθιερωθεί εκεί που τους αξίζει και ξεκινάνε μια παγκόσμια περιοδεία για ένα χρόνο και στη συνέχεια κλείνονται στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το “Into The Labyrinth” το οποίο κυκλοφορεί στις αρχές του 2009. Πρώτο τραγούδι του δίσκου το “Battalions Of Steel” ένα ξεκίνημα με χορωδία στην αρχή το κάνει να ακούγεται καθαρά επικό. Στη συνέχεια το “Live To Rock” ένα καθαρά Saxon mid tempo κομμάτι αρκετά καλό και ακολουθεί το “Demon Sweeney Todd” με θεματολογία επηρεασμένη από την ταινία του Tim Burton. Εν κατά κλείδι οι Saxon κατάφεραν με τον συγκεκριμένο δίσκο να συνδυάσουν το παλιό παραδοσιακό μέταλλο με μια μοντέρνα αισθητική. Οι Saxon βρίσκονται ακόμα εδώ για να μας θυμίζουν το τσαμπουκά και την αλητεία που έβγαζαν πριν από τριάντα χρόνια ότι το έχουν ακόμα. Ο αετός εξακολουθεί να πετάει περήφανος.
Μίλτος Νικολάου
1277