SINNER: “Tequila Suicide”

O Mat Sinner είναι σίγουρα ένας ανήσυχος γερμανός…

Δε δείχνει μόνο να τα καταφέρνει μια χαρά με τα δυο “καρπούζια” των Primal Fear και των Voodoo Circle, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να συντηρεί και την υπόληψη του μεγάλου του “παιδιού”, των Sinner.

Από τη μακρινή πια αρχή της διαδρομής, το 1982, οι Sinner έχουν υπηρετήσει με συνέπεια το μελωδικό hard and heavy και έξι χρόνια πριν μετρούσαν 16 άλμπουμ δισκογραφικής παρουσίας. Φέτος, επιστρέφουν με ολόφρεσκο full length, το 17ο, με διάρκεια 40 περίπου λεπτά και δέκα τραγούδια, ενώ όσοι προτιμήσουν την ειδική έκδοση θα ανταμειφθούν με τρία κομμάτια παραπάνω.

Κάποιοι σημαντικοί καλεσμένοι πρόσφεραν και το δικό τους άγγιγμα στο “Tequila Suicide”: o Gus G (Ozzy Osbourne, Firewind), o Ricky Warwick (The Almighty, Black Star Riders), o Magnus Karlsson (Primal Fear) και ο Pete Lincoln (Sailor, Sweet) συμμετέχουν εμπλουτίζοντας τη νέα δουλειά του Mat, που έχει κάνει την ηχογράφηση και την προπαραγωγή, για να ολοκληρώσει το έργο αυτό ο συνήθης ύποπτος Dennis Ward.

Το άλμπουμ συνολικά αποπνέει μια φρεσκάδα και ζωντάνια που υποστηρίζεται από την ανάλογη παραγωγή. Το συνολικό του ύφος εύκολα περιγράφεται σαν ένα ιδανικό αφιέρωμα στο κλασικό, παραδοσιακό μελωδικό hard and heavy. Έτσι, όπως είναι φυσικό, υπαινιγμοί σε μεγάλα ονόματα του χώρου υπάρχουν αρκετοί, με αυτούς στους Thin Lizzy και τον Phil Lynott να πρωταγωνιστούν.

H εκρηκτική, επιθετική αρχή του “Go down fighting” αναζητά την χαμένη εποχή της ανεμελιάς και της άμεσης, απλής απόλαυσης με ψήγματα κι από punk attitude. Σε κοντινό μήκος κύματος και το ομότιτλο, ενώ στο εξαιρετικό “Road to hell” το πνεύμα των Lizzy εμφανίζεται κυρίως στις μελωδίες των φωνητικών.

Το “Dragons” είναι φανερά πιο ραδιοφωνικό και ντελικάτο με κολλητικό, μελωδικό, “γερμανικό” ρεφρέν, ενώ στο “Battle hill” ο ιρλανδικός αέρας επιστρέφει με πιο επική, ηρωική  απόχρωση, σα να τζαμάρουν οι Grave Digger με τους Black Star Riders.

Στο “Sinner blues” οι ρυθμοί πέφτουν για να βγάλει η bluesy ερωτική μπαλάντα τη μεθυσμένη της ανάσα, ενώ το δυναμικό δίδυμο των “Why” και “Gypsy rebels” περιφέρει ξανά, μαζί με τα πιασάρικα ριφ, το φάντασμα του Lynott.

Μετά το μάλλον μέτριο “Loud & clear”, το άλμπουμ οδηγείται στην έξοδό του με την μετριοπαθή μελαγχολία και νοσταλγία του “Dying on a broken heart”.

Με τη σωστή δοσολογία του κλασικού που κατέχει πια ο έμπειρος Mat, σίγουρα δεν θα σε κάνει να βαρεθείς. Με μια εύστοχη ακολουθία από άμεσα, προσιτά, καλοστημένα τραγούδια και με απαραίτητη την σκόνη της νοσταλγίας, δεν θα ταράξει τις συμπαντικές ισορροπίες, θα κάνει όμως αρκετούς παραδοσιακούς να περάσουν 40 ευχάριστα λεπτά, γεμίζοντας το ποτήρι τους.

689
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…