Πόσο πιθανό είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος τριγυρνά ανάμεσά μας για σχεδόν 50 χρόνια τώρα να μπορεί να δώσει κάτι (πόσο μάλλον το 25ο άλμπουμ του…) που να αξίζει την προσοχή μας ακόμα και τώρα;
Όπως και να το κάνουμε, κάποια στιγμή η άτιμη στέρνα στερεύει, όπως κυνικά μας τραγούδησαν οι Rush στο Losing It, επίσης αμέτρητα χρόνια πριν…
Ο Steve Hackett ορίζει το άλμπουμ σαν την απάντηση στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, ανοίγοντας τα μουσικά σύνορα σε αντιδιαστολή με την πολιτική απομόνωσης που αποτυπώνεται όλο και περισσότερο παγκοσμίως. Δε ξέρω αν αυτή είναι πράγματι η έμπνευση του εγχειρήματος, πάντως αυτό που έκανε σίγουρα είναι να ανοιχτεί σε πιο παγκοσμιοποιημένες συνεργασίες για να δώσει μία world music χροιά στη μουσική του. Δε μιλάμε για κάτι αντίστοιχο του πρώην συναδέλφου στους θρυλικούς πια Genesis, Peter Gabriel, αλλά για μια έξυπνη τονωτική ένεση που διεγείρει και εγείρει το ενδιαφέρον.
Ως τραγουδιστής κάνει αρκετά καλή δουλειά, ως κιθαρίστας προφανώς ακόμα καλύτερη, είτε με την ευρεία γκάμα από ριφ που οδηγούν τα κομμάτια, είτε με τα σόλο που τα γεμίζουν, και ο δίσκος έχει πάμπολλα μέρη που φέρουν ατόφια την υπογραφή του. Πάνω απ’ όλα στο δίσκο αυτό ο Hackett είναι συνθέτης, αφού το άλμπουμ γράφτηκε από τον ίδιο μαζί με την σύζυγό του, Jo, θυμίζοντας λίγο την ιστορία του Division Bell, και με τον συνεργάτη του Roger King στα keyboards.
Η μουσική παλέτα περιέχει συνεισφορές από μουσικούς διαφόρων εθνικοτήτων και ειδικοτήτων, Ισραηλινούς και Παλαιστινίους σε φωνητικά, Ισλανδούς και Αμερικανούς στα τύμπανα, Ούγγρους στα πνευστά. Επίσης επιστρατεύονται εξωτικά όργανα όπως το ινδικό σιτάρ, κέλτικες γκάιντες, περουβιανά και περσικά έγχορδα για να δώσουν μια έξτρα αισθητική στο τελικό αποτέλεσμα που πάντως – ευτυχώς – είναι απλώς εμπλουτισμένο με τα άνωθεν μπαχάρια αλλά στη βάση του είναι ένα παράδειγμα ατόφιου προοδευτικού ροκ.
Ο δίσκος έχει αρκετές εναλλαγές σε διάθεση, ρυθμό, έκφραση, περικλείοντας ρυθμικά ή και πολύπλοκα κομμάτια αλλά και σαφείς παραπομπές στο μακρινό λυρικό παρελθόν με τους Genesis, όπως το πανέμορφο Other side of the wall, προφανώς με ιδιαίτερη έμφαση στις μελωδίες. Περιέχει απ’ όλα: αργόσυρτα και συμφωνικά κομμάτια, γλυκές και σκληρές κιθάρες, ατμοσφαιρικά και πιο περιπετειώδη instrumentals. Προσωπικό αγαπημένο το Anything But Love, που μεταμορφώνεται από ένα φλαμενκοειδές σόλο κλασικής κιθάρας στην εισαγωγή σε ένα προοδευτικό ποπ ύμνο στο ύφος της ήπιας περιόδου των Camel. Το Inca Terra κλασικίζει και συμπυκνώνει ό,τι περιμένει κανείς από ένα prog anthem ενώ το In the skeleton gallery είναι τόσο εύπεπτο και καθαρόαιμο που αναρωτιέσαι αν το έγραψαν οι Alan Parsons Project κάπου στην ευλογημένη δεκαετία του 70.
Για οπαδούς λοιπόν του κλασικού προοδευτικού ροκ, παρά τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη του, ο Hackett μας δίνει ένα άλμπουμ που στο είδος του δύσκολα θα το ξεπεράσει κάποιος άλλος φέτος. Χωρίς να είναι κάτι απόλυτα νεωτεριστικό, ο δίσκος κυλάει πολύ άνετα, χάρη και στις έθνικ πινελιές, χωρίς να χάνει την συγκέντρωσή του, να κουράζει ή να δίνει την εντύπωση αναμασημάτων. Πρόκειται για μεγάλο στοίχημα που το κερδίζει επάξια ο κιθαρίστας-θρύλος, αποδεικνύοντας ότι η μούσα του ακόμα δεν τον εγκατέλειψε.
673