Τι γίνεται όταν η groovy αλητεία συναντά το post-grunge;
Το προ διετίας ντεμπούτο των Art of Anarchy, όχι μόνο αποτέλεσε για τον γράφοντα μιας από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της χρονιάς, αλλά έμελε να είναι και η τελευταία δουλειά στην οποία ο Scott Weiland (ex- Stone Temple Pilots) βρέθηκε πίσω από το μικρόφωνο.
Βέβαια, ο θάνατος του Weiland (πέραν από λυπηρό γεγονός από μόνο του), δεν επηρέασε ουσιαστικά το εν λόγω supergroup, μιας κι ευθύς εξ αρχής ο ίδιος είχε δηλώσει πως η συνεργασία αφορούσε ένα μονάχα δίσκο, άρα, ούτως ή άλλως, οι Art of Anarchy έψαχναν προ πολλού το διάδοχό του.
Για όποιον δεν γνωρίζει ήδη το ποιόν του συγκροτήματος, πρόκειται για το σχήμα των Ron “Bumblefoot” Thal (ex-Guns n’ Roses), John Moyer (Disturbed), Jon Votta και Vince Votta, το οποίο επιδίδεται σε μοντέρνας κοπής hard rock, στα πλαίσια των Alter Bridge και των προσωπικών δίσκων του Slash. Ελέω Weiland, το στιλ στο ντεμπούτο της μπάντας έφερνε αρκετά στο μυαλό τους Velvet Revolver, κάτι που αλλάζει πλέον, μιας και στη θέση του frontman βρίσκεται ο χαρισματικός Scott Stapp (ex-Creed), ο οποίος ύστερα από αρκετά χρόνια πτωτικής καλλιτεχνικής πορείας, με πάμπολλα προσωπικά προβλήματα (τα οποία περιελάμβαναν και δυο απόπειρες αυτοκτονίας), φαίνεται πως έχει τη διάθεση να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή.
Η νέα σύνθεση λοιπόν, συστήνει κι ένα λιγότερο “αλήτικο” πρόσωπο του group, το οποίο αναπληρώνεται από μια καλοδεχούμενη post-grunge ηχητική προσέγγιση. Άλλωστε, η χαρακτηριστική χροιά του Scott Stapp, δε δίνει περιθώρια για κάτι διαφορετικό, κάτι που ο Bumblefoot εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, δημιουργώντας ένα δίσκο που συγκροτήματα με μεγαλύτερη εμπειρία στο εν λόγω ιδίωμα, κάλλιστα θα ζήλευαν.
Λιγότερο ανθεμικό, σε σχέση με το ντεμπούτο, το “The Madness” παρουσιάζεται αρκετά πιο δεμένο και κατασταλαγμένο, διατηρώντας φυσικά και τα στοιχεία που έδωσαν εξ αρχής πνοή στους Art of Anarchy, δίνοντας παράλληλα άπλετο χώρο στον Stapp για να αφήσει και το δικό του στίγμα.
Από πλευράς μουσικής απόδοσης, το album είναι άψογο και κρύβει πάμπολλες καμουφλαρισμένες στιγμές κιθαριστικού κάλλους, ενώ οι στίχοι αποτελούν (σε μεγάλο βαθμό) μια κατάθεση ψυχής από τον Stapp, του οποίου οι ερμηνείες είναι, στην πλειοψηφία τους, αφοπλιστικές.
Σίγουρα πιο ήπιο και λιγότερο “επαναστατικό”, αλλά συνάμα ένα πόνημα που δείχνει τη διάθεση μετουσίωσης ενός supergroup σε full time συγκρότημα. Σαν μια νέα αρχή, η οποία ασχολείται περισσότερο με την ουσία κι όχι με το κατά πόσο θα κάνει την έκπληξη, το οποίο κατ’ εμέ είναι θεμιτό κι απόλυτα σεβαστό.
Η έμμεση αλλαγή πλεύσης (όπως και η παρουσία του Scott Stapp πίσω από το μικρόφωνο) ενδεχομένως να απομακρύνει κάποιους ήδη οπαδούς της μπάντας, από την άλλη όμως, θα δώσει μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα στους Art of Anarchy και κρίνοντας από το αρτιότατο αποτέλεσμα που φέρει στο σύνολό του το “The Madness”, η κίνηση ήταν καθόλα σωστή.
Κι όσο γράφονται τραγούδια όπως τα “Echo of a Scream”, “1000 Degrees”, “No Surrender”, “The Madness”, “Changed Man” και “Afterburn”, η post-grunge σκηνή δεν έχει κανένα λόγο να ασχολείται με τη μουρμούρα όσων ποτέ δεν αποδέχτηκαν το εν λόγω μουσικό κίνημα.
671