Η άνθηση της ιθαγενούς μουσικής σκηνής δε δείχνει να έχει σταματημό. Καθημερινά σχεδόν ξεπετάγονται δουλειές σε ένα ευρύτατο φάσμα και σε υψηλό ποιοτικό επίπεδο, παρουσιάζοντας εξαιρετικούς μουσικούς οι οποίοι με τις ιδέες τους φρεσκάρουν τα είδη που υπηρετούν και έχοντας πάρει τα σκήπτρα ποιοτικώς στην παγκόσμια σκηνή.
Ειδικά οι alternative / post-οτιδήποτε τάσεις δείχνουν να απασχολούν όλο και περισσότερους καλλιτέχνες στον ελλαδικό χώρο, με πολλά πρόσφατα παραδείγματα να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο την αποδοχή του αντίστοιχου ακροατηρίου.
Ένα ακόμη σχήμα που δρα σε αυτόν τον εικαστικά “παρελθοντικό” μουσικό χώρο είναι και οι Blame Canada, μια πενταμελής αθηναϊκή μπάντα που με το πρώτο της full length δηλώνει το δισκογραφικό παρόν της με αρκετά καλά αποτελέσματα.
Οι συνθέσεις δεν είναι υψηλών τεχνικών απαιτήσεων αν και δεν θα τις χαρακτήριζα άμεσες, απαιτούν την προσοχή του ακροατή. Διακριτικές κιθάρες από τους Τάκη Αποστόλου και Δημήτρη Δημόπουλο που κινούνται εξίσου σε alternative και post rock ηχοτόπια, οι Νίκος Γιαννούλης (μπάσο) και Φοίβος Κατσιφλώρος (drums) είναι επαρκέστατοι σε ρυθμούς που θα συναντούσες στο ’80s dark pop – είτε british είτε U.S. – κύκλωμα (Joy Division, αρώματα από παλαιούς Cure, Bauhaus και τα συναφή) και αρκετά καλός ο Μαρίνος Γεωργιόπουλος στα φωνητικά του καθήκοντα (λίγη προπονησούλα στην προφορά εκτός και αν δεν σας ενδιαφέρει να “ακούγεται” το μη αγγλικόν της φωνής του), προσγειωμένος και συγκρατημένα λυρικός, έχοντας σχετικά αυθεντική χροιά και θυμίζοντας κυρίως “βαθιά” λαρύγγια όπως του David Bowie, του Nick Cave ή του Θάνου Ανεστόπουλου.
“Halftime”, “Now You Want To”, σκοτεινά τραγούδια πειραματικής ’80s gothic που θα μπορούσαν να ανήκουν στις δουλειές του Bowie που προανέφερα αν αυτός τραγουδούσε στους The Clash, το “Blood on the Street” που έφερε στο νου την ελληνική atlernative rock σκηνή και ονόματα όπως οι Μάσκες, τα Διάφανα Κρίνα ή και τα Ξύλινα Σπαθιά, εξαιρετικό το “Crazy Joe” όπως και το επιλογικό “Disguise” με τα πολύ όμορφα ρεφρέν και τις μελωδίες τους. Επίσης μου άρεσαν οι post αισθητικές στο soundtrackικό (μου θύμισε φωνητικώς τους The Pax Cecilia) “Interlude” που λειτουργεί ως intro του “For A While” (θα μπορούσες να το θεωρήσεις ως alter ego του “Dance With Somebody” των σουηδών Mando Diao), όπως και τα layers του instrumental “Be”.
Τελικώς, οι Blame Canada καταθέτουν μια μουσική πρόταση που είναι βυθισμένη στη μελαγχολία, δεν τη θεωρώ διασκεδαστική μουσική. Συνθετικά δε, έχει πολλά ενδιαφέροντα να δηλώσει. Αδυναμίες στον ήχο του “City We Love To Hate” δεν υπάρχουν τόσο κραυγαλέες, ο ήχος είναι ένα μέγεθος που πάντα σηκώνει βελτίωση άλλωστε και είμαι σίγουρος ότι η μπάντα στις επόμενες δουλειές της θα πετύχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Όπως και να ‘χει, πρόκειται για μια καλή εκκίνηση για τους Αθηναίους και κάτι μου λέει ότι δεν θα αργήσω να τους ξαναβρώ στο δρόμο μου, έχουν κάτι το ιδιαίτερο στην τραγουδοποιΐα τους που δεν απαντάται συχνά.
Αν είσαι fan του συγκεκριμένου στιλ, οι Blame Canada θα σου φανούν πολύ συμπαθητικοί.