Η 24η Μαρτίου του 2017 είναι αναμφίβολα μια σημαντική μέρα για τον βιρτουόζο Ιρλανδό κιθαρίστα Graham Keane.
Το φιλόδοξο μουσικό του project που ονομάστηκε τελικά The Vicious Head Society, ολοκλήρωσε τη μακριά, επίπονη και πολυέξοδη διαδρομή του και βρήκε το δρόμο του σαν μια πλούσια και έτοιμη μουσική πρόταση στα ακροατήρια του κόσμου.
Περίπου επτά χρόνια πριν κι έχοντας πια ολοκληρώσει τις μουσικές του σπουδές, ο Keane επιστρέφει στην πατρίδα του και αρχίσει με αργούς ρυθμούς να επιχειρεί να συνθέσει τη δική του μουσική, εξερευνώντας τον εσωτερικό του τρόπο έκφρασης. Όταν το 2013 η διάγνωση καρκίνου στη γυναίκα του χτύπησε δυνατά το καμπανάκι της θνητότητας, ο Keane θορυβημένος ενεργοποίησε τους μηχανισμούς του και αναζήτησε, πέρα της έκφρασης, και τους αντίστοιχους μουσικούς να ζωντανέψουν τη δουλειά του.
Κάποιοι ξεχωριστοί καλεσμένοι κατέληξαν να συμμετέχουν στο “Abject Tomorrow.” Τα φωνητικά έχει αναλάβει ο Wilmer Waarbroek, γνωστός και από τη συμμετοχή του στους Ayreon, ενώ το ομότιτλο τραγούδι ερμηνεύει ο Nathan Pickering. Tα τύμπανα μοιράζονται οι Kevin Talley (ex-Suffocation) και Klemen Markelj. Το μπάσο στα περισσότερα τραγούδια παίζει ο σπουδαίος Pat Byrne από τους Hedfuzy, ενώ στα πλήκτρα συμμετέχει και ο Derek Sherinian, στο instrumental “Psychedelic torture trip”.
Το άλμπουμ θεματικά είναι concept και αναφέρεται σε μια δυστοπική κοινωνία κάπου στο μέλλον, όπου οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να φέρουν εμφυτεύματα που απομακρύνουν τη συναισθηματική τους ικανότητα. Μέσα σε αυτό τον γκρίζο, στεγνό κόσμο, ένα εμφύτευμα αρχίζει να δυσλειτουργεί και ο ήρωας έρχεται έτσι ξαφνικά αντιμέτωπος με τη δύναμη και το βάθος της ικανότητας να αισθάνεται. Η μουσική ακολουθεί αυτή τη συνειδητοποίηση και τη σύγκρουση ανάμεσα στην ανθρώπινη ευπαθή συναίσθηση και την παγωμένη ρομποτική αποξένωση.
Ο Keane εργάστηκε σκληρά για χρόνια, συναρμολογώντας τη μουσική απόδοση με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Η αντίθεση των συγκρούσεων εμφανίζεται συχνά με τις μεταβολές των μουσικών διαθέσεων. Συνολικά το ύφος είναι απόλυτο progressive metal της εποχής μας. Οι παραστάσεις όλων των μουσικών, τόσο ατομικά όσο και στον συντονισμό τους, ικανοποιούν απόλυτα αυτό το είδος του ακροατή που, παράλληλα με την απόλαυση της εκφραστικής μουσικής, συνυπολογίζει και τη δεξιότητα των μουσικών και της μπάντας. Ο ίδιος ο Keane απλώνεται σχεδόν παντού, από σύνθετα, βαριά, εντυπωσιακά aggressive riff μέχρι μελωδικά και fusion περάσματα που φευγαλέα θα θυμίσουν ακόμα και Liquid Tension Experiment, από σκοτεινά και αβυσσαλέα Meshuggah-ικά θέματα ή μεταλλικά ως το μεδούλι Mustain-ικά κιθαριστικά τείχη μέχρι μελωδικά σόλο Schenker-ικής υποψίας, γίνεται θέμα μελέτης για δάσκαλους και μαθητές.
Τα φωνητικά , με πρωταγωνιστική χροιά ένα υπέροχο μελωδικό γρέζι που παραπέμπει εμφανώς σε Russell Allen, συμπληρώνουν αρμονικά τη γενική εντύπωση που κινείται ανάμεσα σε Symphony X, ακραίους Theater και τους Star One, ενώ δεν διστάζουν να γίνουν και πιο ακραία ή και αφηγηματικά όταν το απαιτεί η ιστορία.
Η πυκνότητα των μελωδιών, των μεταστροφών στα τραγούδια και των ιδεών είναι τόσο μεγάλη και απαιτητική που η προσήλωση του ακροατή θεωρείται αναγκαία και δεδομένη. Το άλμπουμ είναι τόσο πλούσιο και περιεκτικό, με πολλά ηχητικά παιχνίδια που δένουν ιδανικά με το κλίμα της ιστορίας, που ενώ στη μεγαλύτερη διάρκειά του διατηρεί τα στοιχεία της μελωδικότητας και των προστακτικών riff, καταλήγει να απευθύνεται κυρίως σε ταγμένους prog metal ακροατές: αυτοί με τη δεδομένη εξοικείωση στο είδος θα το ερευνήσουν και θα το αποκρυπτογραφήσουν με προθυμία, ακόμα και στα πιο δύσβατα τεχνοκρατικά του μονοπάτια. Σε αυτό συνηγορεί σημαντικά και η μεγάλη διάρκεια του δίσκου που αγγίζει τα 70 λεπτά, ένα νόμισμα με δύο όψεις, την υπερβολή και το μεγαλεπήβολο.
Όσοι αισθάνονται σαν στο σπίτι τους σε αυτές τις συντεταγμένες, μη διανοηθούν να παραμελήσουν το “μωρό” του άγνωστου Ιρλανδού ήρωα της κιθάρας.
673