Τον Martin McFly τον ξέρετε βέβαια.
Πώς και τον θυμήθηκα; Απλά, μου ήρθε ο συνειρμός με την ευκαιρία ενός ακόμη πισωγυρίσματος στο παρελθόν με την ευκαιρία της συγγραφής ενός ακόμη μουσικού άρθρου, ως φόρο τιμής προς ένα album μιας θρυλικής hard rock μπάντας.
Ο λόγος για το σπουδαίο “Machine Head” των Deep Purple, το οποίο προτάθηκε από τον φίλτατο υπεύθυνο ύλης του περιοδικού Retroplanet (τι; δεν το ξέρετε; ψαχτείτε!). Κι επειδή ο Dony είναι καλό παιδί, τσίφτης και καραμπουζουκλής, είπα να του κάνω το χατίρι. Βγάζουμε λοιπόν την DeLorean από το γκαράζ, γυρνάμε τη μίζα και ξεκινάμε για ένα ταξιδάκι πίσω στο παρελθόν, όταν και ο γράφων ανακάλυπτε λίγο – πολύ ότι αυτό το πράγμα που κρέμεται ανάμεσα στα πόδια του δεν χρησιμεύει μόνο για κατούρημα….
Αν και οι Deep Purple είχαν δώσει είδη τα διαπιστευτήρια τους ως πιονιέροι του hard rock με τα “Deep Purple In Rock” και “Fireball” (τα τρία album που κυκλοφόρησαν στα τέλη του ’60 θα μου επιτρέψετε να θεωρώ ότι ανήκουν μέσα στη γενικότερη χίπικη flower power τεχνοτροπία που άνθιζε τότε στην Ευρωπαϊκή ήπειρο) που προηγήθηκαν, το “Machine Head”, έκτο album των Deep Purple που ηχογραφήθηκε τον Δεκέμβρη του 1971 και τελικώς κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου του 1972, ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του οικοδομήματος που ονομάζεται “heavy metal” και δεν έχω κανένα λόγο να εγείρω οποιαδήποτε ένσταση περί αυτού.
Ηχογραφήθηκε με ένα κινητό studio εγγραφών το οποίο άνηκε στους Rolling Stones (!) μετά από περιπέτειες και κάτω από αντίξοες συνθήκες (αρχικά είχε οριστεί να ηχογραφήσουν στο Montreux Casino, έναν χώρο που φιλοξενούσε live events και ο οποίος θα σταματούσε αυτή τη δραστηριότητα για τη χειμερινή περίοδο, με τελευταία συναυλία αυτή του Frank Zappa. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης αυτής ένας οπαδός έριξε φωτοβολίδα στο ταβάνι, προκαλώντας πυρκαγιά στο χώρο και αναγκάζοντας τους Purple να ψάξουν για άλλο χώρο ηχογραφήσεως, καταλήγοντας στο Grand Hotel του Montreux), έχοντας ως παραγωγό τον Martin Birch (τεράστια μορφή στον τεχνικό τομέα του rock κόσμου για δεκαετίες) και απετέλεσε την πιο εμπορική στιγμή των Deep Purple, σαρώνοντας τα charts σε πολλές χώρες και παραμένοντας στο #1 των βρετανικών tops για 20 εβδομάδες.
Το υλικό του “Machine Head” σφύζει από έμπνευση και παρουσιάζει πολλά καινοτόμα στοιχεία σε σχέση με τις τάσεις που επικρατούσαν. Οι blues καταβολές συνεχίζουν να ενυπάρχουν ως βασικά δομικά στοιχεία της μουσικής των Purple (παράδειγμα το ρυθμικά απολαυστικό και “πιο blues, ψοφάς” “Maybe I’m A Leo” στο οποίο ο drummer Ian Paice παραδίδει μαθήματα πλήρωσης ενός blues τραγουδιού, πραγματικό αριστούργημα) αλλά τώρα αυτές αναδύονται σε μια κλασσικότροπη μορφή, συνέπεια μιας εντυπωσιακής σύμπνοιας μεταξύ του κιθαρίστα Ritchie Blackmore και του επιστήμονα των keyboards, Jon Lord (ο οποίος απεβίωσε το 2012, Εν Ειρήνη Sir). Ένα σαφές δείγμα αυτής της τάσης είναι το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο, το καταπληκτικό “Highway Star” που με τα solo του, την πρωτόγνωρη για τα δεδομένα τους ταχύτητα και την φωνητική αλλοφροσύνη του Ian Gillan, έστρεψε μεμιάς το hard rock σε έναν νέο, παρθένο ορίζοντα έκφρασης.
Το “Pictures of Home” ανοίγει, θέλοντας και μη, έναν προσωπικό ασκό. Στο πρώτο μου κείμενο για το Retroplanet – αναφέρομαι στο αφιέρωμα για τον μεγάλο Lemmy Kilmister – είχα αναφερθεί για τις μουσικές συνθήκες που επικρατούσαν στην επαρχιακή πόλη στην οποία μεγάλωσα, την Πτολεμαΐδα, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Όπως επίσης είχα αναφερθεί και στη μουσική πραγματικότητα της εποχής στο συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο. Η έννοια “hard rock σκηνή” δεν αντιπροσώπευε βέβαια την κατάσταση αλλά επικρατούσε ένας σχετικός αναβρασμός σχετικά με τα hard rock / heavy metal δρώμενα που συνέβαιναν παγκοσμίως και που ως οπαδοί τα μαθαίναμε από κάποιες ειδικές εκπομπές μουσικού χαρακτήρα της κρατικής τηλεόρασης, τα λιγοστά έντυπα που μονοπωλούσαν τον ενημερωτικό χώρο ή από τις πρωτοεμφανιζόμενες τότε δορυφορικές μεταδόσεις ξένων καναλιών που μετέδιδαν video clips (ok, το βράδυ βλέπαμε στα κλεφτά και λίγο RTL, αγόρια στα ντουζένια μας ήμασταν, άλλωστε το αγαπούσαμε από παλιά το Λουξεμβούργο). Είχε δημιουργηθεί ένα δυναμικό “κύκλωμα”, παρέες διαφόρων πιτσιρικάδων οι οποίοι γοητεύθηκαν από το hard rock “όνειρο” και την επαναστατικότητα που έκρυβε μέσα της αυτή η μουσική και οι πρώτες μπάντες άρχιζαν να σχηματίζονται, με μέσα πενιχρά, αλλά με περίσσεια τόλμη και γκαύλα για το αντικείμενο αυτής της λατρείας.
Ζώντας κι εγώ σ’ αυτό το περιβάλλον και μέσα από κοινές παρέες, εντάχθηκα κι εγώ σε ένα νεοσύστατο σχήμα (ούτε που θυμάμαι καν πως ονομαζόμασταν! Νομίζω Blind River αλλά δεν παίρνω και όρκο), αναλαμβάνοντας το ρόλο του μπασίστα, με κανέναν άλλο φιλόδοξο σκοπό εκτός από το να κάνουμε τον χαβαλέ μας και να περνάμε καλά. Κιθαρίστας αυτού του σχήματος επιλέχθηκε ένας συμπαθητικός, μάλλον παράξενος, πιτσιρικάς που άκουγε στο όνομα Δημήτρης Παλαβούζης, ένα παιδί σε υπερθετικό βαθμό παθιασμένο με τον Blackmore, γοητευμένο από αυτόν τον τεράστιο κιθαρίστα όπως λίγο – πολύ ήμασταν και οι υπόλοιποι (νταξ, πρέπει να είσαι και λίγο κουφός για να μην αντιληφθείς την αξία του και γενικά όποιον τον αμφισβητεί μουσικώς δεν είναι να του έχεις και πολύ εμπιστοσύνη).
Ο Μήτσος ανέπτυξε πολύ γρήγορα το μεγάλο του ταλέντο στην κιθάρα, παίζοντας με εκπληκτική ακρίβεια τα solos του Blackmore με αποτέλεσμα να εκτελούμε σε ικανοποιητικό, για αυτοδίδακτοι μουσικοί, βαθμό κομμάτια όπως το “Pictures of Home” για το οποίο και άνοιξε αυτή η νοσταλγική μου παρένθεση (αλλά και άλλα των Deep Purple / Rainbow όπως τα “Man of the Silver Mountain”, “Black Night”, “Burn”, “Mistreated”…. πφ, “μούσκεψε” η ψυχή μου με αυτές τις αναμνήσεις, γαμώτ! – όπου και να είσαι φίλε, εύχομαι να είσαι καλά). Μεγάλο τραγούδι, με progίζοντα solo θέματα (ακόμη και ο μπασίστας Roger Clover – μεγάλο αρχίδι, σχωρνάτε με, μόνο έτσι τον λες, αλλά δεν είναι της παρούσης το γιατί – σολάρει αυτόνομα), θα μπορούσες να το θεωρήσεις ως trademark της μουσικής των Deep Purple όπως επίσης και το διαποτισμένο από την αμερικανική “χίπικη” κουλτούρα “Never Before”, ένα χαρούμενο, φωτεινό τραγούδι με εξαιρετικό ρεφρέν που κλείνει την πρώτη πλευρά του βινυλίου (πως είπες χρυσή μου; CD; Στο 1972 βρισκόμαστε μανάρι μου, ούτε ο Apple II δεν εμφανίστηκε ακόμη, συγκεντρώσου!).
Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με ένα κομμάτι που ακόμη και η απλή παράθεση του τίτλου του, θα αρκούσε να πει τα πάντα. “Smoke In the Water”. Ένα πασίγνωστο τραγούδι, ο ορισμός του classic, το riff του οποίου είναι ίσως το πλέον αναγνωρίσιμο όλων των εποχών, ένα riff που πιστεύω ότι κάθε νεοσύστατη μπάντα, οποιουδήποτε στιλιστικού ύφους, έχει παίξει στην πρώτη πρόβα της, μαζί με τα “Louie Louie” των Motorhead, το “T.N.T.” των AC / DC και το “Moonchild” του Rory Gallagher, όπως συμφωνεί και ο Σταύρος Κερμενιώτης (ποιος είναι αυτός; Να σου τον γνωρίσω… κιθαρισταράς, δάσκαλος του Μήτσου που αναφέρθη, με μακρά ιστορία στον hard rock / heavy metal χώρο – ενδεικτικά για τους “παλαίουρες” heavy metallers της στήλης αναφέρω ότι συμμετείχε με τους Anxiety και το κομμάτι “Join the Army” στη θρυλική συλλογή “Greece Attacks” του 1989, μια από τις πρώτες κινήσεις ανάδειξης του ελληνικού heavy metal η οποία εμπεριείχε υλικό από τους Mystery του Άγγελου Περλεπέ, τους Crush και τους Nigel Foxxe’s Inc. μεταξύ άλλων, ενώ είναι ο βασικός συνθέτης ενός εκ των πλέον heavy σχημάτων στο χώρο του ελληνόφωνου hard rock, των Ρόδων της Ερήμου με τους οποίους κυκλοφόρησε τρία albums – και παράλληλα εξαιρετικό παιδί και φίλος επί σειρά πολλών ετών).
Πολυδιαφημισμένο, με πλήθος διακρίσεων σε όλα τα top που αφορούν κιθαριστικά θέματα, το “Smoke on the Water”, με τον τίτλο του να χρεώνεται στον Clover που πετάχτηκε ένα πρωί από τον ύπνο του λέγοντας αυτή τη φράση, έκανε γνωστό το όνομα των Deep Purple του κόσμου, ακόμη και στους επιφανειακότερους των μουσικόφιλων.
Ίσως η προσωπική μου αδυναμία από το “Machine Head” να ακούει στο όνομα “Lazy”. Ένα κομμάτι του οποίου τα solo (είτε του Blackmore, είτε του Lord, είτε ακόμη της φυσαρμόνικας του Gillan) τα ερωτεύεσαι με την πρώτη επαφή. Έξοχη jazzίστικη ροή από τους Paice / Clover, σε ένα εμφανώς νέγρικου blues ύφους κομμάτι, με κλιμακωτή, “περιπετειώδη” δράση, σπουδαίο highlight που όρισε έναν υψηλό εκτελεστικό πήχυ, καθιστώντας τα μέλη των Deep Purple ως συγκρίσιμα μεγέθη εκτελεστικής δεινότητας.
Όσο για τον τελευταίο κομμάτι του album, δεν είναι άλλο από το “Space Truckin’”, ίσως ένα από τα πιο heavy metal κομμάτια στην πρώιμη περίοδο του κινήματος. Βαρύ, με φουριόζικο tempo, γαμάτα solo για άλλη μια φορά και πολύ, μα πολύ κέφι, ολοκληρώνοντας αυτή τη ζωντάνια με ανάλογο τρόπο όπως του “Highway Star”, αντάξιος επίλογος μιας εξαιρετικής μουσικής δημιουργίας η οποία στο πέρασμα του χρόνου νομίζω ότι έχει τεκμηριώσει τον τίτλο του “θρυλικού”.
Ολοκληρώνοντας κι εγώ το ταξίδι μου με την DeLorean με την οποία πήρα το δρόμο της επιστροφής για το 2017, 45 ολόκληρα χρόνια μετά, έχω να πω πως ευχαριστήθηκα πολύ το ταξίδι με τη συνοδεία του “Machine Head”. Επαναδικαίωσα τις απαντήσεις στο γιατί το rock είναι πάθος μετά από τόσα χρόνια, θυμήθηκα τον νεανικό εαυτό μου, φίλους που έχω να τους δω πολλά χρόνια, γέλασα με τις αναμνήσεις αυτές, ψιλοδάκρυσα σε στιγμές επίσης και φυσικά, το συμπέρασμα όλων αυτών των σκέψεων έμεινε το ίδιο. Μερικά πράγματα δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ και κάποια άλλα είναι μοιραία.
Όπως και να ‘χει, το να τα συναντήσω τη ζωή μου είναι λόγος για να ευχαριστήσω το Θεό μου. Άλλοι δεν βρίσκουν το “φως” τους ποτέ. Εμένα μου έλαχε η κιθαριστική ηλεκτρική μουσική. Κι ο Ritchie Blackmore και η εκάστοτε παρέα του (και σίγουρα, με το χέρι στην καρδιά, η μουσική που δημιούργησε με τους Rainbow είναι προφανώς πιο ελκυστική για έναν βαμμένο metaller όπως εγώ, αλλά μην ξεχνάμε ότι οι Deep Purple ήταν συλλογική οντότητα που την απάρτιζαν ισχυρότατοι, ηγετικοί χαρακτήρες και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν), λειτούργησαν εν πολλοίς ως “πνευματικοί οδηγοί” σ’ αυτήν την εξέλιξη. Λίγο το έχεις αυτό; Ένα ευχαριστώ για όλα είναι λίγο, πολύ λίγο.
Να περνάτε καλά, να διαβάζετε το site μας και το περιοδικό και λοβ όνλι.
Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στη στήλη “Σκάσε και Άκου” του έντυπου περιοδικού Retroplanet
http://www.retroplanet.gr/
https://www.facebook.com/retroplanetmag/?fref=ts