Παρόλο που για μένα είναι η πρώτη συνάντηση με την μπάντα που απαρτίζεται (και) από γνωστά ονόματα του προοδευτικού χώρου, δεν είναι η πρώτη αλλά η δεύτερη (θα ταίριαζε κουτί το αγγλικό, μάλλον μη μεταφράσιμο, sophomore) δουλειά των O.R.K., μετά το Inflamed Rides του 2015.
Έχουμε και λέμε λοιπόν, αρχίζοντας από τα πιο γνωστά ονόματα: Colin Edwin στο μπάσο (Porcupine Tree κι άλλα πιο εναλλακτικά και “χαλαρά” σχήματα), Pat Mastelotto στα τύμπανα (ο drummer, ή καλύτερα ένας από τους drummer της νιοστής ενσάρκωσης των King Crimson), ο κλασικά εκπαιδευμένος, συγκεκριμένα στην όπερα, Lorenzo Esposito Fornasari, ή LEF, στα φωνητικά, κι ο επίσης Ιταλός κιθαρίστας, Carmelo Pipitone.
Η μουσική, που πιθανόν να μπορούσε να περιγραφεί από τον ασαφή και λίγο θολό όρο crossover prog, συνδυάζει μπόλικες παραφυάδες του προοδευτικού ροκ και παντρεύει πολυπλοκότητα με αμεσότητα, τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Οι λιγότερο δύσπεπτες στιγμές των King Crimson και μάλλον οι παλιότεροι Porcupine Tree, όταν οι συνθέσεις ήταν κάπως πιο “απλωμένες” είναι σαφείς αναφορές, αλλά τα συστατικά του μενού περιλαμβάνουν επίσης τον blues λυρισμό των Pain of Salvation (των Road Salt) αλλά και τον κυνισμό των Faith No More. Οι τραγουδιστές των δυο τελευταίων σχημάτων, Daniel Gildenlöw και Mike Patton (το Too Numb που ανοίγει το δίσκο δεν αφήνει αμφιβολίες), έχουν επηρεάσει τον LEF όχι μόνο στη χροιά αλλά και στην εκφραστικότητα.
Πάντως ο τραγουδιστής των O.R.K. είναι μάλλον η στάμπα της μπάντας, προσφέροντας αρκετά μεγάλη ερμηνευτική γκάμα, κι απ’ ότι φαίνεται ο κύριος οδηγός του οχήματος. Ο Pat Mastelotto χρησιμοποιεί ως αναμενόμενο ηλεκτρονικά τερτίπια στα τύμπανα και είναι απόλυτα μέσα στο πνεύμα του δίσκου, ο Colin Edwin (“ήρεμη δύναμη”, όπως και στους Porcupine Tree πριν πέσουν σε χειμερία νάρκη) υποστηρίζει έξυπνα τα κομμάτια και ώρες ώρες τα οδηγεί με το άταστο μπάσο του, ενώ οι κιθάρες ρέπουν πολύ συχνά προς το ακουστικό, θυμίζοντας κάτι από το στυλ του Chris De Garmo.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του frontman, τα τραγούδια πήραν το χρόνο τους μέχρι να κλειδώσουν κι αυτό φαίνεται σε αρκετά καλοχτισμένα και προσεγμένα κομμάτια του δίσκου. Πάντως ενώ υπάρχει πληθώρα ιδεών και καλής διάθεσης, κάτι στο τελικό αποτέλεσμα υστερεί. Για να μην παρεξηγηθώ, υπάρχουν πολύ καλές συνθέσεις με μπόλικη φρεσκάδα, για παράδειγμα το Collapsing homes (κάπως έτσι θα ακούγονταν οι King Crimson αν είχαν μετακομίσει στο Seattle τη δεκαετία του 90), ή το Dirty rain, σαν μια πιο blues εκδοχή των Porcupine Tree, μα όταν ο δίσκος φτάνει στο τέλος, βγάζει μια κούραση ή πιο δίκαια ουδετερότητα, σαν να λείπει μια σπονδυλική στήλη, παραπέμποντας στο ασπόνδυλο του τίτλου. Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι το δεύτερο μισό του δίσκου μοιάζει λιγότερο εμπνευσμένο και υπολείπεται, πηγαίνοντας σε μια πιο μελαγχολική αλλά και λιγότερο πρωτότυπη κατεύθυνση.
Η μπάντα λοιπόν πατάει αρκετά καλά στο γήπεδο δίνοντας τη δικιά της προσέγγιση στο προοδευτικό ροκ, με τις μονάδες να συνεισφέρουν ισότιμα αλλά και διακριτά στο συνολικό αποτέλεσμα. Πρέπει όμως να δούμε σε βάθος χρόνου πόση αντοχή θα επιδείξει ο δίσκος, όπως και το συνολικό εγχείρημα. Ίσως αν απαγκιστρωθούν περαιτέρω από τα στερεότυπα και τις αναμενόμενες προσδοκίες που γεννά η κατηγορία prog να μας δώσουν κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον, πλήρες και συνεκτικό.