Δεν πέρασαν 10 μήνες και ο John Garcia επέστρεψε στα ίδια λημέρια (An Club – Εξάρχεια), που το Μάιο του 2016 τον απολαύσαμε σε ένα μοναδικό ακουστικό σετ.
Κρίνοντας από την περσινή ανταπόκριση του κοινού και την επιτυχία του “θρύλου” της stoner rock, θα ανέμενε κανείς κάτι αντίστοιχο και φέτος, δεδομένου οτί το όμορφο αυτό Σαββατόβραδο προσφερόταν για μια βραδιά γεμάτη ακουστικές μελωδίες, δυναμισμό και μια μαγευτική κι αναλλοίωτη στο χρόνο φωνή. Ένα μοναδικό δίδυμο που άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις στο πέρασμά του, για αυτό άλλωστε μετουσίωσε αυτό το εγχείρημα σε album (“The Coyote Who Spoke in Tongues”).
Οι προσδοκίες τελικά για άλλη μια φορά διέψευσαν την πραγματικότητα. Κατά τις 22:00 που έφτασα στο An (επίσημη ώρα έναρξης της συναυλίας), ζήτημα να είχαν μαζευτεί 50 άτομα. Η προσέλευση γινόταν με αργούς ρυθμούς κι έφτασαν μετά βίας τα 100 άτομα στις 22:25 που χαμήλωσαν τα φώτα, με το δίδυμο John Garcia -Ehren Groban να ανεβαίνουν στη σκηνή 10 λεπτά αργότερα.
Το σκηνικό γνώριμο (για όσους παρακολούθησαν και το περσινό live). Ένας μεγάλος καναπές με τεράστια πλάτη στο background, δυο πολύ όμορφες καρέκλες κι ένα τραπεζάκι με τα ποτά των δύο συνοδοιπόρων, ένα λαμπατέρ κι ένα πορτατίφ που παρέπεμπαν σ’ ένα σκηνικό σαλονιού, με τον κόσμο να συγκεντρώνεται στη μικρή αρένα του An και να δημιουργεί μια παρεΐστικη φάση- φοιτητοκατάσταση αν βγάλεις κάποια χρόνια ίσως και δεκαετίες από την πλάτη ορισμένων από εμάς.
Ευδιάθετος και σαν καλός οικοδεσπότης μας έκανε να νιώσουμε άνετα. Μίλησε για το πόσο αγαπά τη χώρα μας, τους ανθρώπους αλλά και το φαγητό της. Ερμήνευσε αψεγάδιαστα για περίπου μια ώρα και κάτι, τόσο νέες συνθέσεις, αλλά και παλιότερες με ακουστικό ύφος από το νέο του album και κάποια επιπλέον κομμάτια για τις ανάγκες του live.
Όταν η ώρα για Kyuss είχε φτάσει κι αφού έκανε μια σύντομη ανάλυση για το τι θεωρεί μπαλάντα και τι όχι, αντιπαραβάλλοντας “Green Machine” και “Gardenia”, μας πέταξε το “El Rodeo” και μας ισοπέδωσε. Βέβαια στο τέλος του κομματιού χαριτολογώντας είπε ότι έχει συνδέσει το χώρο του An με έντονες μυρωδιές από “φυτικά προϊόντα”, κάτι το οποίο δεν ήταν και τόσο έντονο στην ατμόσφαιρα ίσως και λόγω σύνθεσης κοινού αλλά και μαζικότητας. Τη σειρά πήρε το “5000 miles” και σιγά σιγά η δυναμική κλιμακώνονταν.
Τα αρπίσματα του Groban εναλλάσσονταν αρμονικά με slide και λούπες σε μια αψεγάδιαστη κιθαριστική παρουσία, ενώ η πεντατονική τον “ένιωσε” για τα καλά σε σύντομα, μα εξαιρετικά σόλο. Απόγειο της παρουσίας του, το “The Blvd”, ένα instrumental θέμα με υπέροχους Tiranto δακτυλισμούς, που απέπνεε ένα ρομαντισμό, αναδεικνύοντας την κλασική κιθαριστική παιδεία του Groban, πράγμα που αποτέλεσε και μια ευκαιρία για τον Garcia να κάνει ένα refill στο ποτό του, ξεμουδιάζοντας λίγο.
“Gardenia”, “Green Machine”, “Adara” (από την περίοδο του Garcia με τους Vista Chino) και “Space Cadet” ζέσταναν για τα καλά την ατμόσφαιρα, εν μέσω αστείων και διαλόγου με το κοινό, με θεματολογία τη μικρή κόρη του Garcia και το Instagram, οινογνωστικές συμβουλές αν μας βγάλει ποτέ ο δρόμος μας στην Καλιφόρνια, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να έχουν πιο ψηλά στο setlist τους το “Green Machine”, γιατί εμπνέει αποπνέοντας άλλο πιο “ευωδιαστό” αέρα στο χώρο από την πλευρά του κοινού.
Η κατάσταση παρά τη μικρή προσέλευση και τα ολίγα τεχνικά προβλήματα στον ήχο είχε μετατραπεί σε πολύ παρεΐστικη και μάλιστα ο Groban στο “Kylie” (προτελευταίο κομμάτι), έκανε δυο τζούρες από τσιγάρο που του προσέφεραν, ενώ τα cheers μεταξύ του κοινού και των δυο μουσικών έδιναν κι έπαιρναν.
Για encore επέλεξαν “Whitewater”, με τον Garcia να κρατά και να απολαμβάνει το τσιγάρο του κι οι παρευρισκόμενοι να ευχαριστιούνται ένα live που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορικό ή μυθικό, τόσο για τις ατάκες όσο και για την ατμόσφαιρα που θα έχουμε να διηγούμαστε σε φίλους και γνωστούς, υπερηφανευόμενοι ότι ο John Garcia, έπαιξε για πάρτη μας όχι μόνο με άκρατο επαγγελματισμό, αλλά και με μια καψούρα για τη μουσική και την αλληλεπίδραση του πράγματος.
Ειλικρινά, δεν γνωρίζω τι έφταιξε και ο κόσμος δεν επέλεξε να επισκεφτεί το An και να απολαύσει ένα μοναδικό live από έναν καλλιτέχνη τέτοιου μεγέθους. Εικάζω ότι δεν έγινε το κατάλληλο promotion από τους διοργανωτές κι ίσως ότι τα 20 ευρώ φαντάζουν αρκετά στην εποχή μας, συνυπολογίζοντας ότι έρχονται κι άλλα μεγάλα συναυλιακά γεγονότα μέσα στην άνοιξη.
Στα μείον της βραδιάς η έλλειψη merchandize, μιας κι επρόκειτο για μια περιοδεία που αφορά την παρουσίαση του νέου album του Garcia κι αρκετοί από το κοινό θα ήθελαν να φύγουν παραμάσχαλα με το cd ή το βινύλιο από τη νέα δουλειά που απόλαυσαν.
Εν κατακλείδι, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από τη συναυλία ενός τόσο μεγάλου καλλιτέχνη- έστω και χωρίς μελανιές σε σχέση με το παρελθόν- και να μη χαραχτεί στο μνημονικό μας. Εις το επανιδείν.
Photos & video: Christina Alossi
668