37 χρόνια πορείας, εκτενής δισκογραφία, γεμάτα στάδια και χιλιάδες οπαδοί ανά τον κόσμο. Αυτοί είναι οι Depeche Mode.
Το synthpop σχήμα εξ Αγγλίας έχει πλέον καθιερωθεί σε στερεοφωνικά, ραδιόφωνα και συνειδήσεις σε τέτοιο βαθμό που εδώ και πολλά χρόνια κάθε του κυκλοφορία αποτελεί γεγονός.
Και το 14ο full length τους, “Spirit”, είναι σίγουρα πολύ σημαντικό για αυτούς. Όχι επειδή έχουν να αποδείξουν πλέον κάτι (τουναντίον), αλλά διότι η τελευταία 20ετία έχει αλλάξει αρκετά το ύφος τους, δημιουργώντας αναταράξεις στις τάξεις των fan τους.
Ξεκινώντας τη νέα περίοδο το 1997 με το θριαμβευτικά σκοτεινό “Ultra”, το οποίο ξέφυγε από τις πιο pop νόρμες της μπάντας και συνεχίζοντας με το πολυσυζητημένο “Exciter”, το οποίο έλαβε ανάμικτες κριτικές, το κοινό διχάστηκε, μιας και (κακώς) αδημονούσε για ένα ακόμη “Enjoy the Silence”, ώστε να τραγουδούν στα live. Φυσικά το airplay και οι sold-out συναυλίες δεν σταμάτησαν, οπότε δεν άλλαξε κάτι ουσιαστικά.
Το “Playing the Angel” έδωσε ανάσα στο συγκρότημα, αλλά ύστερα από το κάπως αδύναμο “Sounds of the Universe” του 2009, υπήρξε διάχυτο το συναίσθημα πως οι Depeche Mode δεν είχαν πολλά ακόμη να προσφέρουν. Ευτυχώς το προ τετραετίας πανέμορφο “Delta Machine” έδειξε πως το σχήμα διαθέτει ακόμη παλμό και κάπου εδώ έρχεται το “Spirit” να κλείσει (μάλλον) αυτήν τη μακρά περίοδο, η οποία για τον γράφοντα αποτελεί την τρίτη και μακροβιότερη στην πορεία του group (με τις πρώτες δυο να συναντώνται το διάστημα ‘81-‘84 και ‘86-‘93).
Τι εστί “Spirit”; Ένα (ακόμη) synthpop κομψοτέχνημα, το οποίο (συνθετικά και στιχουργικά) φλερτάρει περισσότερο με την σκοτεινή πλευρά των Depeche Mode, με εξαιρετικές στιγμές όπως τα “Going Backwards”, “You Move”, “Cover Me”, “Poison Heart”, “So Much Love”, “Poorman”, “Fail” και φυσικά το single “Where’s the Revolution”.
Από το εξώφυλλο κιόλας, το συγκρότημα θέτει τις βάσεις σε ό,τι αφορά τον εσωτερικό κόσμο του album, ο οποίος (μεταξύ άλλων) επικεντρώνεται στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που βιώνουμε όλοι, κάνοντας το δίσκο ακόμη πιο επίκαιρο. Μη φανταστείτε ανθεμικά τραγούδια και πομπώδεις επαναστατικές προκηρύξεις, αλλά μια επίκληση στο “μαύρο” που ζούμε, με το γνωστό, πεσιμιστικό κι ενίοτε αγανακτισμένο ύφος των Depeche Mode.
Τη σημαία πρώτος ανεμίζει ο Dave Gahan, που για πολλοστή φορά επιβεβαιώνει πως είναι ο απόλυτος μελαγχολικός ερμηνευτής, κρατώντας ακόμη έντονα το ‘80s στοιχείο στο ακούραστο λαρύγγι του. Είναι απορίας άξιο το πώς αυτός ο άνθρωπος καταφέρνει μέσα σε λίγες στιγμές να σου μεταφέρει οργή και θλίψη, μέσω των φωνητικών χορδών του.
Ως συνήθως, οι περισσότερες συνθέσεις έχουν γραφτεί από τον Martin Gore, ενώ στη θέση του παραγωγού κάθεται ο James Ford (Arctic Monkeys, The Last Shadow Puppets, Klaxons κτλ), παίρνοντας την σκυτάλη από τον Ben Hillier, ο οποίος είχε συνεργαστεί με την μπάντα στα τρία τελευταία album της. Και η αλήθεια είναι πως ο δίσκος φέρει έναν άλλο αέρα, πιο κοντά σε αυτό που θα ήθελε ο μέσος οπαδός, που έχει όμως επίγνωση το ότι βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 2017. Πολύ καλή επιλογή, η οποία αποδίδει ηχητικούς καρπούς.
Το “Spirit” είναι το λογικό βήμα μετά το “Delta Machine”, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση, την πιο ηλεκτρονική, έτσι όπως μπορεί να αποδοθεί από ένα σχήμα 55άρηδων, δίχως να γίνονται cheesy ή ανούσια φαντάσματα του παρελθόντος τους. Και με βάση το ποιόν του δίσκου, που περικλείει στοιχεία από το πρόσφατο, αλλά κι από το πιο μακρινό, παρελθόν του συγκροτήματος, θεωρώ πως ένας σημαντικός κύκλος κλείνει με τον καλύτερο τρόπο.
Συνιστάται ανεπιφύλακτα στους φίλους των Depeche Mode, αλλά σίγουρα όχι σε όσους αρέσκονται στα χιτάκια της μπάντας και τα εν δυνάμει single-αναπτήρες, που περιμένουν καρτερικά στις συναυλίες.
766