Ο John Garcia, αποτελεί έναν καλλιτέχνη- σημείο αναφοράς για την stoner rock σκηνή.
Μια φιγούρα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του είδους, χαρίζοντας τόσο την εξαιρετική φωνή του στους “Kyuss”, αλλά και το ταλέντο του ως τραγουδοποιός, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του ως εμβληματική μορφή του “rock της ερήμου” για περίπου 3 δεκαετίες τώρα.
Με αφορμή την επικείμενη συναυλία του στην Αθήνα, θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια αυτού του θρυλικού “κογιότ” από τη μέτα- Kyuss εποχή μέχρι σήμερα.
Το 1996 ξεκινά το πρώτο και βραχύβιο εγχείρημα του Garcia με τους “Slo Burn”, σε μια περίοδο μεταβατική για τον ίδιο, με μουσικούς που επέλεξε να τον πλαισιώσουν (Chris Hale – κιθάρες, Damon Garrison – μπάσο, Brady Houghton – drums), καταφέρνοντας να κυκλοφορήσει μόνο ένα EP, το “Amusing the Amazing”, με 4 μόνο τραγούδια. Μια εξαιρετική δουλειά που πραγματικά άφησε το κοινό να προσδοκά περισσότερα από τους Slo Burn, δεν εξελίχθηκε όμως σε album, ενώ υλικό υπήρχε στα κιτάπια του Garcia για άλλα 5 τραγούδια, λόγω της αναπάντεχης διάλυσης του σχήματος μετά την επιτυχημένη παρουσία τους στο Ozzfest – tour το Σεπτέμβρη του 1997. 15 λεπτά έκστασης από βαριά κι ασήκωτα riffs, καταπληκτικές ερμηνείες και παρακαταθήκη ένα EP που ακούγεται σα να κυκλοφόρησε χτες.
Το δεύτερο εγχείρημα του Garcia να σχηματίσει κάτι πιο στέρεο μετά τους Kyuss, άκουγε στο όνομα “Unida” κι έμελλε όντως να αποτελέσει το προσωπικό του λιμάνι για τα επόμενα 6 χρόνια από το 1998, άλλα και με την επανένωσή τους το 2012.
Garcia (φωνητικά), Arthur Seay (κιθάρα), Miguel Cancino (drums) και Dave Dinsmore (μπάσο), αποτέλεσαν μια μικρή αγέλη που έκανε από νωρίς τις προθέσεις της γνωστές κυκλοφορώντας με τους Σουηδούς Dozer ένα split-EP το “The Best Of Wayne-Gro/Coming Down The Mountain”.
Τα “Flower Girl”και “Wet pussycat” ξεχωρίζουν δίχως άλλο, και αναδεικνύουν τη δυναμική ενός καλλιτέχνη που θα συνέχιζε να χαράσσει τα μονοπάτια της stoner rock για καιρό ακόμα.
Το split EP που προηγήθηκε δεν ήταν καν ένα δείγμα από αυτό που θα ακολουθούσε. Το “Coping With The Urban Coyote” το 1999, καταδείκνυε ότι είχε φτάσει η ώρα για ένα full length album. Εξαιρετικά εμπνευσμένο υλικό, απαράμιλλη ενορχήστρωση, δεμένος ήχος κι οι ερμηνευτικές ικανότητες του Garcia στο απόγειό τους, συνέθεταν μια δουλειά που ήταν γραφτό της να μπει στην ιστορία του είδους, εξελίσσοντας τον ήχο και τη δυναμική τους.
Μια επική διαμάχη των Unida και των δισκογραφικών εταιριών για νομικά ζητήματα που είχαν προκύψει, έμελε για το “For the Working Man”, να χαρακτηριστεί ως το καλύτερο album που δεν κυκλοφόρησε ποτέ! “The Great Divide”, “El Coyote”, και “For the Working Man” είναι τίτλοι που δόθηκαν σ’ αυτή την ακυκλοφόρητη δουλειά, που προορίζονταν να κυκλοφορήσει το 2001 από την American Recordings, αλλά τελικά οι Unida προτίμησαν να βγάλουν και να πωλήσουν κάποια CD στην περιοδεία τους το 2003, με το “Trouble”, να μπαίνει στη λίστα των CD που διατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό tour τους.
Το 2008 το album επανακυκλοφόρησε συμπεριλαμβανομένου του track “Left Us to Mold”. To 2006, ένα vinyl bootleg από το album κυκλοφόρησε, υπό τον τίτλο “Unida”, παραλείποντας το “Last Day”. Προσωπικά θεωρώ τη συγκεκριμένη δουλειά ότι καλύτερο έχει να παρουσιάσει ο Garcia στην καριέρα του, μια αρτιότατη παραγωγή που μπλέκει πολύ όμορφα metal και hard rock στοιχεία, σε πιο μελωδικούς τόνους απ’ ότι στο πιο αγριεμένο παρελθόν του. Δυναμικό, εμπνευσμένο, σπάνιο! Αξίζει να αναζητήσετε και τα unreleased tracks ή διάφορες εκτελέσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Διαμάντια!
Εν μέσω των διενέξεων με εταιρίες, manager και νομικά κολλήματα με τους Unida, ο Garcia στο ενδιάμεσο, εμπλέκεται με τους Hermano, ένα παράλληλο project του παραγωγού Dandy Brown που έτρεχε από το 1998 και ηχογραφεί τέσσερις στούντιο δουλειές. Η καλλιτεχνική ταυτότητα του πρώην τραγουδιστή των Kyuss είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, διάχυτη θα λέγαμε σ’ όλη την πορεία των Hermano. Μαζί του οι εξαιρετικά άξιοι συνοδοιπόροι, ο μπασίστας Dandy Brown, ο drummer Steve Earle (Afghan Whigs) και οι κιθαρίστες Mike Callahan (Earshot) και David Angstrom (Black Cat Bone, Luna Sol, Supafuzz).
Το “Only a Suggestion” κυκλοφορεί το 2002 από την Tee Pee Records, ως το ντεμπούτο του σχήματος, με υποσχόμενες στιγμές όπως τα “The Bottle”, “Senor Moreno’s Plan” και “Landetta (Motherload)”. Πάντως δε θεωρώ πως είναι κι από τις πλέον εμπνευσμένες δουλειές του. Περισσότερη εσωτερικότητα σ’ αυτό το album και κάποιοι πειραματισμοί στον ορίζοντα. Μια καλή αρχή -σε γενικές γραμμές- να είναι ότι δηλώνει ο τίτλος του: “Only a Suggestion”.
Η δεύτερη δουλειά των Hermano, το “Dare I Say” του 2005 ηχογραφήθηκε σε διαφορετικά στούντιο ανά την υφήλιο, υπό τη σκέπη πλέον της MeteorCity. Εδώ τα πράγματα αγρίεψαν για τα κάλα. Heavy – rock ήχος που φέρνει στο μυαλό πιο καλοδουλεμένους Slo Burn, με εξαιρετικά κιθαριστικά περάσματα, χρησιμοποιώντας άλλοτε σκληρούς blues τόνους και σ’ άλλες στιγμές μελωδικές γραμμές που αναδεικνύουν το δέσιμο και τις εξαιρετικές ικανότητες του δίδυμου Dave Angstrom και Dandy Brown, με τον Garcia σε μεγάλη φόρμα. Ένα album που μπορεί και να θεωρηθεί κλασικό.
Δυο χρόνια αργότερα το τρίτο κατά σειρά album των Hermano “Into the Exam Room” (2007), αποδεικνύει περίτρανα ότι ο ήχος τους είχε εξελιχθεί σε τεράστιο βαθμό από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Μια άψογη παραγωγή, ένας σμιλευμένος και πεντακάθαρος σκληρός ήχος, το απόλυτο soundtrack μιας περιπλάνησης στην έρημο με όχημα ένα εμπνευσμένο υλικό από ταλαντούχους καλλιτέχνες.
Επόμενη ολοκληρωμένη δισκογραφική επανεμφάνιση για τον Garcia θα έρθει μέσω από μια προσπάθεια αναβίωσης των Kyuss από το 2010 κι έπειτα, η οποία ευοδώθηκε στο να προσελκύσει τόσο τον Brant Bjork, όσο και τον Nick Oliveri και με την προσθήκη του εξαιρετικού κιθαρίστα Bruno Fevery να συγκροτήσουν τους “Vista Chino” και το όλο εγχείρημα να μετουσιωθεί στο album “Peace” το 2013.
Ένα εξαιρετικό πόνημα που δεν είχε και τη συνέχεια που θα ήθελαν οι fans κι ο κόσμος της μουσικής γενικότερα. Ο ήχος τους είναι πιο ώριμος από ποτέ, εμπεριέχει στοιχεία νοσταλγίας, αλλά παράλληλα αρκετούς νεωτερισμούς κι όλα αρμονικά συνταιριασμένα κι αναμεμειγμένα από τους προσωπικούς δρόμους που ακολούθησε ο καθένας περίπου μια 20ετία μετά τους Kyuss.
Έπειτα από 25 και πλέον χρόνια καριέρας, η ώρα για ένα προσωπικό album με την απόλυτη σφραγίδα του desert rocker είχε φτάσει. Το ομότιτλο “John Garcia” κυκλοφορεί στα ράφια των δισκοπωλείων σε CD και LP (βεβαίως βεβαίως!) το 2014, με τη συνδρομή ή την επιστράτευση μιας πλειάδας (περίπου 15 τον αριθμό) φίλων και μουσικών του Garcia, από τον Robby Krieger των Doors, μεχρί τον Nick Oliveri και τον Danko Jones.
Μια πολύ προσεγμένη (από τον ίδιο) παραγωγή, ένα άκρως ενδιαφέρον album, μουσικά και στιχουργικά, που δε βγήκε απλά για να πουλήσει (που το πέτυχε δεόντως), αλλά είχε κι αρκετά παράσημα να προσθέσει στην υστεροφημία του Garcia ως μια ενεργή κι εξέχουσα μορφή στην σκηνή, που θεωρείται από τους μπροστάρηδές της.
Έπειτα από μια επιτυχημένη περιοδεία την τελευταία διετία ανά την υφήλιο (συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας), με ακουστικές επανεκτελέσεις συνθέσεων που σφράγισαν την καριέρα του από τους Kyuss μέχρι σήμερα, αποφάσισε να μπει στο στούντιο και να τις συμπεριλάβει στο album “The Coyote Who Spoke In Tongues” που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Η φωνή του τόσο αναλλοίωτη, που σε κάθε νότα, σε κάθε γύρισμα, προκαλεί ανατριχίλες. Πέρα από τις διασκευές παλαιότερων κομματιών, το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται και νέο καλό υλικό καταδεικνύει ότι η φλόγα καίει ακόμα, σ’ ένα καλλιτέχνη που έγινε θρύλος δεκαετίες πριν τα 46 του και παραμένει σε τοπ επίπεδο!
{tcg_youtube|view=Imda9XswznM }
Ανυπομονούμε να τον απολαύσουμε πάλι στα ίδια λημέρια που συχνάζει και τριγυρίζει, αυτό το μοναδικό κι ανυπότακτο κογιότ. AN Club στις 18 Μαρτίου (δελτίο τύπου).