HOUSE OF LORDS: “Saint of The Lost Souls”

Η “Βουλή των Λόρδων” για το ανεξάρτητο ακουστικό κρατίδιο του μελωδικού hard rock, ιδρύθηκε το 1987 από τον κημπορντίστα Gregg Giuffria.

Μέχρι την πρώτη τους διάλυση το 1993 κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ, με το ομότιτλο πρώτο τους και το “Sahara” να εδραιώνουν το όνομά τους.

Μετά από διάφορες νομικές διαμάχες σχετικά με τα δικαιώματα του ονόματος, το σχήμα επιστρέφει το 2000 και διανύει μέχρι τις μέρες μας τη δεύτερη δημιουργική του περίοδο. Είναι χαρακτηριστικό πως σε όλη αυτή τη διαδρομή και υπό την ηγετική μορφή του τραγουδιστή-frontman James Christian, πέρασε μια σειρά εξαιρετικών μουσικών, όπως ο σπουδαίος ντράμερ Ken Mary (TKO, Fifth Angel, Chastain, Alice Cooper, Impellittery), ο μπασίστας Chuck Wright (Giuffria, Quiet Riot, Impellittery) ή ο βετεράνος των ντραμς Tommy Aldridge (Gary Moore, Ozzy Osbourne, Whitesnake και πολλά άλλα).

Οι Λόρδοι είχαν πάντα την υπόληψη μιας μπάντας υψηλών απαιτήσεων σε ένα προφανές και άμεσο μουσικό είδος, όπως το μελωδικό hard: με την αισθητή συνοδεία των πλήκτρων άπλωναν την εντύπωση μιας ορχηστρικής επιφάνειας στα ευκολομνημόνευτα και πάντα καλοπαιγμένα τραγούδια τους.

Φέτος επιστρέφουν με το δέκατο άλμπουμ τους, που έχει τον τίτλο “Saint Of The Lost Souls”. Μαζί με το βετεράνο σπουδαίο τραγουδιστή, συνεχίζουν σταθερά οι δύο συμπαίκτες του από το 2005, ο κιθαρίστας Jimi Bell και ο ντράμερ BJ Zampa, ενώ νέα πρόσφατη προσθήκη αποτελεί ο μπασίστας Chris Tristram.

Δε θα βρει κανείς εύκολα εκπλήξεις ή διαφοροποιήσεις στα έντεκα φρέσκα τραγούδια του άλμπουμ. Το ύφος τους έχει παγιωθεί, εδώ και χρόνια άλλωστε, με τις αυξομειώσεις στο χώρο των πλήκτρων να αποτελούν τη μικρή συγκριτική διαφορά του ήχου από δίσκο σε δίσκο.

Το εναρκτήριο “Harlequin” αποτελεί το πρώτο επίσημο βίντεο του άλμπουμ και ανοίγει με απόλυτη ικανοποίηση: πρώτης ποιότητας, αρχοντικό, ανθεμικό hard rock με την άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή του Christian να αναπαράγει μερικές από τις πιο καλοφτιαγμένες μελωδίες του δίσκου. Την ίδια στιγμή ο Bell παραμένει απλά ο Bell, όπως σε όλο το άλμπουμ, ένας παραγνωρισμένος από τα trends της εποχής, ήρωας της κιθάρας.

Το “Oceans divide”, όπως περιμένουν όλοι οι διαβασμένοι του χώρου, έχει φορέσει το κοστούμι του single, με την αυτονόητη πια συνταγή των γραμμών που στοχεύουν στην απαγωγή της μνήμης. Το mid tempo “Hit the wall” χρησιμοποιεί αυτό τον παγιωμένο κινηματογραφικό συναισθηματισμό και η συνθετική δεξιότητά του το προστατεύει όσο χρειάζεται για συχνές επαναλήψεις. Το επιβλητικό, ομότιτλο τραγούδι με τα ωραία, επιτακτικά ριφ στις κιθάρες και τις σπουδαίες διαδοχές στις μελωδίες του Christian, συμπληρώνει μια αρχική τετράδα σχεδόν απόλυτης ικανοποίησης για κάθε φίλο των Λόρδων.

Για να επιστρέψεις στη μάλλον χλωμή μπαλάντα “The sun will never set again”, πρέπει να έχεις δεχτεί από χρόνια όλες τις συμβάσεις του χώρου. Το “New day breakin’” αποκαθιστά σημαντικά την ισορροπία, θα μπορούσε όμως πραγματικά να απογειωθεί με ένα καλύτερο ρεφρέν. Αυτή η αίσθηση μιας χαμένης ολοκλήρωσης χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα τραγούδια στο δεύτερο μισό του άλμπουμ: λίγο η σιγουριά της φόρμας, λίγο περισσότερο το περίσσευμα αφέλειας σε κάποιες μελωδίες, υπονομεύουν την ευστοχία των πρώτων τραγουδιών.

Τις απώλειες αυτές αποφεύγει το “Concussion”, ένα υπέροχο single που ρέει πειστικά και το ιδιαίτερο “Art of letting go” που μεταφέρει μια ευπρόσδεκτη μελωδική εσωτερικότητα και έχει ενδιαφέρουσα διαδρομή.

Οι House Of Lords σίγουρα διατηρούν ξανά με καθαρό σκορ τον χαρακτήρα της απαιτητικής, εκλεκτικής μελωδικής μπάντας, ακόμα κι αν φαίνεται να μην έχουν τα αποθέματα να προσέξουν λίγο περισσότερο την τελευταία εντύπωση του δίσκου τους. Σίγουρα το “Νο 10” τους δεν είναι “World Upside Down”, θα ανανεώσει όμως με ευκολία την εμπιστοσύνη όσων τους ακολουθούν με διάρκεια και συνέπεια.

905
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…