Μια μπάντα που δηλώνει άμεσα και δικαιότατα (σύμφωνα με αυτά που άκουσα) την πρόθεσή της να μπει για τα καλά στα μεγάλα σαλόνια του σύγχρονου extreme metal ήχου είναι οι ολλανδοί The Royal, οι οποίοι με έκαναν να παραμιλάω με το επερχόμενο νέο, δεύτερό τους album “Seven” (μετά από το “Dreamcatchers” του 2014).
Ένα σχήμα που διασταυρώνει τα καλύτερα στοιχεία των επιρροών του και παρουσιάζει μια εκπληκτική δουλειά στο χώρο του γενικότερου μελωδικού deathcore.
Το ύφος των The Royal με παρέπεμψε άμεσα στους ήρωες του σύγχρονου deathcore August Burns Red, για τους οποίους ποτέ δεν έκρυψα ότι τους θεωρώ μια από τις καλύτερες μπάντες του extreme ήχου, επιδραστικότατοι όπως αποδεικνύεται για όλο αυτό το ρεύμα. Και σίγουρα οι The Royal τους πλησιάζουν ποιοτικώς με ανέλπιστα χαρακτηριστική άνεση, διαλύοντας κάθε επιφυλακτικότητα για το ενδιαφέρον της δουλειάς τους (με την υπερπροσφορά που υπάρχει, όσο να ‘ναι, ίσως και αδίκως, με “υποψιάζει” πλέον η κάθε ανάλογη απόπειρα).
Αυτό που θα συναντήσει ο ακροατής είναι μελωδική αλλά άκρως τεχνική riffολογία σε ένα περιβάλλον πανέμορφων leads που διανθίζουν περίτεχνα την αγριότητα που επικρατεί συνθετικά, με διάσπαρτη την σπαστικότητα που αποτελεί σήμα κατατεθέν του ήχου αυτού με ένα πολύ καλό ρυθμικό δίδυμο που δίνει τα ρέστα του (ειδικά όταν speedάρει η μπάντα, η ηχητική απόλαυση ανεβαίνει σε πολύ υψηλά επίπεδα), αλλά σε καμία στιγμή ενοχλητική, απόλυτα συμπλέουσα με την εμφανή μεταλλική ψυχή του “Seven”. Δομημένα κουπλέ, βαρύτητα, όγκος, απόλυτα καθαρός ήχος με αποτέλεσμα έναν απολαυστικό album σύγχρονου μελωδικού death metal με θαυμάσια κατανεμημένα τις core δόσεις του.
Highlight είναι τα εκπληκτικά ρεφρέν των τραγουδιών από το συναρπαστικό growl λαρύγγι του Sem Pisarahu, πορωτικά και ανθεμικά που κορυφώνουν κάθε σύνθεση, προσδίδοντάς της ουσία και τεκμήριο ύπαρξης.
Πολύ καλό το “Thunder” με αισθητικές των The Haunted (και βλέπω πάρα πολλές ομοιότητες με εκείνα τα πατρινά παλικαράκια, τους Bionic Origin), τρομερό το “Draining Veins”, το “Viridian”, το σαρωτικό “Feeding Wolves”, το tech / djent του ομότιτλου track και του “Creeds And The Vultures” (με τη γέφυρα να αποτελεί κατά τη γνώμη μου φόρο τιμής στις ακουστικές version κάποιων από τους ύμνους των August Burns Red – θεοί, θα το επαναλάβω), το “Life Breaker”, στιγμές ενός δίσκος χωρίς fillers, με μηδενικές αδιάφορες στιγμές.
Τίποτα παραπάνω, το “Seven” των The Royal ανήκει στις κορυφαίες κυκλοφορίες του είδους και αν δεν σε νοιάζει τόσο η tribute άποψή προς τους πνευματικούς Δαλάι Λάμα τους, τότε θα το απολαύσεις. Αν τώρα αναζητάς πατρότητες σε κάθε φράση και σου γυρνάει η βίδα με τη λογική της “ανέμπνευστης αντιγραφής”, ίσως εν μέρει και να έχεις δίκιο. Εν μέρει γιατί οι The Royal είναι πολύ εμπνευσμένοι. Και πολύ ερωτευμένοι με το συγκεκριμένο στυλ. Τόσο εγκληματικό είναι πια; Υποψήφιο για τα top στο τέλος της χρονιάς.