Μέσα στο 2014 αρχίζει να χτίζεται η ιστορία του supergroup Nova Collective, όταν ο μπασίστας των Between The Buried And Me, Dan Briggs, άρχισε να μιλάει μέσω e-mail περί μουσικής με τον κιθαρίστα των Haken, Richard Henshall.
Αρχικά ανταλλάσσονται κάποια demo με πρωτόλειες ιδέες που αρχίζουν σταδιακά να οργανώνονται σε μουσικά μέρη. Η προσθήκη του ντράμερ Matt Lynch (Cynic και Trioscapes) και του πρώην κημπορντίστα των Haken, Pete Jones, συμπληρώνουν το πλήρωμα και οδηγούν στην ολοκλήρωση του πρώτου τους άλμπουμ.
Το “The Further Side” ουσιαστικά γράφτηκε και στις δυο απέναντι πλευρές του ωκεανού με το rhythm section των Briggs/Lynch στην Αμερική και τους Henshall/Jones στην Αγγλία, να ανταλλάσσουν συνεχώς αρχεία. Στις αρχές του 2015 βρίσκονται τελικά μαζί να αρχίσουν τη διαδικασία της ηχογράφησης με τον μηχανικό ήχου Jamie King που έχει ήδη συνεργαστεί με τους Between The Buried And Me. Το άλμπουμ μιξάρεται από τον Rich Mouser που έχει συνεργαστεί με τον Neal Morse.
Το “The Further Side” δεν είναι σίγουρα ένα άλμπουμ για τον μέρο ακροατή. Από την πρώτη στιγμή του “Dancing machines” που ανοίγει το άλμπουμ, είναι ξεκάθαρο πως η μουσική του απαιτεί την απόλυτη συγκέντρωση του ακροατή σε όλη τη διάρκεια.
Η μουσική των Nova Collective μπορεί να περιγραφεί σαν ένα πολυδιάστατο, σύγχρονο επιδέξιο progressive rock που έχει έναν ανοιχτό ορίζοντα και αγκαλιάζει αμέτρητα στοιχεία. Η απουσία φωνητικών ανοίγει τον χώρο στα όργανα να χτίσουν τις διαθέσεις και τα χρώματα των συνθέσεων, με τις περισσότερες φορές αυτά να αλλάζουν συχνά και να διατηρούν μια μόνιμη εγρήγορση στην ακρόαση.
Το ύφος των τραγουδιών, με βάση το περίτεχνο, λεπτομερές, συχνά ιδιαίτερα δυσκολοάκουστο rock, περιέχει αμέτρητες δόσεις εντυπώσεων από fusion, 70’s prog rock, jazz, μέχρι και κάποια ψήγματα από ethnic. Οι μεταστροφές στα τραγούδια είναι αρκετές και συνηθίζεται σε μέρη που η δεξιοτεχνία απλώνει τα εκτελεστικά της πλοκάμια, ξαφνικά να παραδίνεται σε καλοδεχούμενα μελωδικά ξέφωτα που προσδίνουν εξέλιξη, περιπέτεια και αφηγηματικότητα στα τραγούδια.
Όλο το άλμπουμ διατρέχεται από αυτή τη φιλοσοφία, με μια τακτική και λογική που παραμένει αδιαπραγμάτευτη από την αρχή ως το τέλος. Αυτό το πλήθος θεμάτων, χρωμάτων, διαθέσεων και μετρικών τερτιπιών απαιτεί πολύ χρόνο να μεταφραστεί σε εντύπωση μνήμης στον ακροατή. Αν μπορεί να γίνει μια εκτίμηση πιο εύκολης προσέγγισης, μάλλον θα αναφέρονταν τα “Air” και “The further side”, ενώ πιθανά η πιο δύστροπη σύνθεση είναι το “Ripped apart and reassembled”.
Είναι φυσικά πεντακάθαρο πως οι μουσικοί κάνουν το κέφι τους σε ένα άλλο, αυτόνομο πεδίο έκφρασης, πέρα από συμβάσεις και άλλες οδούς που έχουν χρησιμοποιήσει ως τώρα. Επόμενο είναι το άλμπουμ να απευθύνεται πρώτα σε ακροατές-μουσικούς και στη συνέχεια σε εκείνους τους εξεζητημένους ακροατές που έχουν προπονηθεί να επιμένουν σε πιο δύσβατα και οχυρωμένα ακούσματα.
690