Το Optimist είναι η τρίτη full length δουλειά των Gold από το Rotterdam της Ολλανδίας.
Η μπάντα αποτελείται από την Milena Eva στα φωνητικά, τρεις κιθαρίστες (Thomas Sciarone των The Devil’s Blood, Kamiel Top, Jaka Bolic), τον Tim Meijer στο μπάσο και τον Igor Wouters στα τύμπανα.
Σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους το Optimist φαίνεται πιο σκοτεινό και αμέσως πιο πειστικό. Το ντεμπούτο Interbellum μοιάζει πολύ πιο άμεσο και ελαφρύ, τόσο που δύσκολα κάποιος πιστεύει ότι πρόκειται για την ίδια μπάντα, ενώ τα πρώτα ψήγματα του σύμπαντος που δημιουργήθηκε στο Optimist σαφώς και βρίσκονται στο δεύτερο άλμπουμ, No Image του 2015.
Ο τίτλος του δίσκου επελέγη μάλλον με ειρωνική διάθεση αφού τα συναισθήματα που εκλύονται μόνο ως αισιόδοξα δε μπορούν να χαρακτηριστούν. Πρόκειται για έναν σκοτεινό, εσωστρεφή δίσκο, με διάφορες ταχύτητες και διάφορες προσεγγίσεις που είναι καλοδουλεμένος και συμπαγής, με την παραγωγή (του Randall Dunn που έχει δουλέψει με πολλά εναλλακτικά/πειραματικά σκοτεινά metal σχήματα όπως Sunn O και Boris), να έχει δώσει έξυπνα ικανό όγκο στις κιθάρες και κεντρικό έως πρωταγωνιστικό ρόλο σε στιγμές κλειδιά στα τύμπανα, κάτι που βοηθά να χτιστεί το πολλές φορές διατοπικό αφήγημα της μπάντας.
Απόλυτα ξεσηκωτικά και κολλητικά κομμάτια (π.χ. White Noise και No Shadow) εναλλάσσονται με αργόσυρτα και πιο δύσπεπτα σαν το Teenage Lust. Παράλληλα, η μουσική ποικιλία αντικατοπτρίζεται και στις αναφορές στους ήρωες της μπάντας. Το You too must die ανοίγει το δίσκο με απευθείας αναφορές στους Interpol και τους Joy Division, ενώ ήδη από το Summer Thunder ξεδιπλώνονται πιο gothic φόρμες (βλέπε Mission ή Fields of the Nephilim), σε μυστηριώδη συνύπαρξη με τα απελπισμένα ριφ των Godspeed You! Black Emperor.
Δε λείπουν και οι Doom αναφορές, περασμένες όμως από ένα πιο gothic πρίσμα. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα για το πάντρεμα μη συγγενών μουσικών ειδών που καταφέρνουν οι Gold αποτελεί το Come With Me που πατάει πάνω σε black-like κιθάρες αλλά η αισθητική του τείνει περισσότερο σε post punk, προφανώς λόγω και των ιδιαίτερων φωνητικών της Milena Eva (και δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίος ο επαναλαμβανόμενος στίχος Stop Making Sense!).
Μιλώντας για τα φωνητικά, η μόνη σύγκριση που μπορώ να κάνω για τη φωνή της Milena Eva είναι η Dolores O’ Riordan των Cranberries. Ναι μεν δίνει μια ιδιαιτερότητα γιατί με τέτοιο ήχο θα περίμενε κανείς κάτι πιο ογκώδες, πιο οξύ ή πιο εκφραστικό, αλλά από την άλλη ώρες ώρες λείπει μια πιο πλήρης ερμηνεία κι ενίοτε η όρεξη ανοίγει διάπλατα για κάτι πιο σκληρό. Πάντως σίγουρα η φωνή ταιριάζει με την ατμόσφαιρα και πιθανόν να είναι το συστατικό που κάνει τη διαφορά και τη συνολική συνταγή πρωτότυπη.
Η μπάντα ενσωματώνει απόλυτα και παντρεύει έξυπνα τις επιρροές της: gothic και doom metal, post rock και post punk και δίνει ένα δίσκο ικανής αγριάδας και δύναμης. Κάτι μου λέει ότι δεν είναι η τελευταία φορά που αναφερόμαστε στη μπάντα αυτή με θετικά σχόλια και ότι θα άξιζε να δει κάποιος ζωντανά αυτό το απρόβλεπτο αλλά εκρηκτικό μείγμα από τρείς σκοτεινές κιθάρες, ένα στεγανό rhythm section και μία διαφορετική φωνή.
512