Ένας υποθετικός διάλογος σε μια υποθετική Ελλάδα…
“ΦΑΚ ΔΕ ΣΙΣΤΕΜ”, αναφώνησε ρουφώντας μια μεγάλη τζούρα από τον διπλό φρέντο κάραμελ μακιάτο με στέβια, πράσινη ζάχαρη κι ακατέργαστη κανέλα.
“Τι έπαθες πάλι;” απάντησε αφηρημένα η γυναίκα από το διπλανό γραφειάκι, πατώντας με μανία το πληκτρολόγιο του PC.
“Μα δεν βλέπεις; Όλο φόροι, φόροι, φόροι… Πού θα πάει αυτή η δουλειά; Να, τώρα μόλις εξάγγειλαν νέα μέτρα!”
“Α, όχι δεν το διάβασα, παίζω Φάρμβιλ στο φουμπού…”
“Ε, ρε τους μπαγάσηδες… Τσάμπα τους ψήφισα ρε! Αντί να είμαι αραχτός τώρα στον καφενέ στα Άνω Κατσαπλιά και να κάνω τη ζωάρα μου, κάθομαι εδώ μαζί σας”
“Δε λες βρε που έχουμε δουλειά που μας πληρώνει; Στο κάτω κάτω, πώς να φύγεις από τώρα, μου λες;”
“Με πρόωρη σύνταξη! Γιατί οι άλλοι καλύτεροι είναι; Μας χώσανε εκεί στα μνημόνια και μας λένε και τεμπέληδες….”, το χέρι του έκανε μια απότομη κίνηση κι άνοιξε την εφημερίδα που είχε στο πλάι του μουρμουρίζοντας, “Άντε από ‘κει χάμου!”
“Δε λες καλά που έχουμε δουλειά και μισθό; Της φίλης μου η κόρη, παρότι πήγε στο Ντιρί, ακόμη δεν βρήκε να χωθεί κάπου… Σώπα λοιπόν!”
“Τι Ντιρί μωρέ; Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ χαραμίζομαι! Εμένα που με βλέπεις, ήμουν ο καλύτερος μαθητής στο χωριό! Κι έχω τελειώσει και ΤΕΙ Φαροφυλάκων… Αμ πώς…”
“Γιατί, παίζει ρόλο; Κι εγώ που δεν ήμουν καλή στο σχολείο και δεν έχω και περγαμηνές, ο κουμπάρος μου με έφερε εδώ…”
“Βρε κι εγώ είχα μέσο, αλλά εμείς το αξίζαμε στην τελική! Άλλες εποχές τότε!”
“Αλίμονο όμως στα παιδιά μας, που έχουν ξεστραβωθεί να παίρνουν πτυχία και προφίτσιτσι…”
“Άσε μας μωρέ, τι ξέρουν οι νέοι; Όλο τσίκι τσίκι στο κινητό είναι και δεν ξέρουν καν ποιος είναι ο Τζιοβάνι… Αλήθεια, αυτός ο καινούργιος τι λέει;”
“Δεν τον βλέπεις; Δουλεύει σαν το σκυλί…”
“Ε ρε διάολε, κάτσε λίγο…”, ανασηκώνεται και δυναμώνει τον τόνο της φωνής του, “Ρε συ, πλάκα μας κάνεις τώρα; Χαλάρωσε ρε λίγο κι αύριο μέρα είναι ρε!”.
“Άσε τον μωρέ, να κάνει κι από τα δικά μας, μην είσαι κουτός… Νέος είναι, θα μάθει…”
“Ναι, καλά, μας κάνει να φαινόμαστε κακοί ρε συ… Στην τελική, είδες εκείνη την έρευνα που έλεγε πως δουλεύουμε περισσότερες ώρες την εβδομάδα από τους γερμαναράδες; Τι άλλο θέλουν δηλαδή;”
“Α, τι λες; Αλήθεια;”
“Αμέ!”, αφήνει πίσω την εφημερίδα κι ανάβει τσιγάρο.
“Άκου εκεί! Και μετά θέλουν να τους επιστρέψουμε και τα δάνεια, οι παλιοφασίστες…”
“Με τόσα που έχει υποστεί η Ελλάδα τόσα χρόνια, Νόμπελ θα έπρεπε να μας είχαν δώσει…”
“Ε, μα… αλλά δεν φταίνε αυτοί… Εκείνοι που ανοίγουν τα σύνορά μας κι αλωνίζουν όλοι αυτοί οι λαθρομετανάστες…”
“Στο έχω πει εγώ, είναι οργανωμένο σχέδιο! Έρχονται δήθεν για να προφυλαχθούν από τον πόλεμο… Να κάτσουν εκεί ρε να παλέψουν! Εμείς τσάμπα βαράγαμε σκοπιά δηλαδή στην Εθνική Άμυνα, μέσα στο λιοπύρι;”
“Κακομαθημένοι παιδί μου, καμία σχέση με τους έλληνες!”
“Ρε ας με κάνανε πρωθυπουργό εμένα για μια μέρα και θα βλέπατε όλοι σας, να πούμε…”
“Κλέβουν και τις δουλειές στα χωράφια από τα νέα παιδιά!”
“Ε ρε Μέγας Αλέξανδρος που τους χρειάζεται… Να φέρει τον πολιτισμό στους βαρβάρους και να τους φτιάξει και δρόμους…”
“Αχ, τι ώρα πήγε;”
“13:00…”, απαντά, παίρνοντας μια τζούρα από το τσιγάρο και μια από τον καφέ, ανοίγοντας το αγαπημένο του site για να παίζει Στοίχημα.
“Πω πω, έχω βαρεθεί ήδη και δεν έχω καμία όρεξη για δουλειά….”
“Αφού την κάνει ο νέος, τι σε νοιάζει;”
“Βρε συ, να σου πω, λέω να πάω να δω τη φίλη μου που δουλεύει εδώ πιο κάτω, να ψωνίσω και κανένα νέο φορεματάκι… Θα με καλύψεις;”
“Ναι ρε, φύγε… Για τέσσερις ωρίτσες; Κλάην! Και πάλι πιο μπροστά σε εργατοώρες θα είμαστε από τους γερμανούς”, αναφώνησε γελώντας δυνατά και σταυροκοπήθηκε για να μην του βγει σε κακό.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα…
654