BIG WRECK: “Grace Street”

Η μοναδική πληροφορία που μπορεί να συνδέσει τους Καναδούς hard rockers με την πραγματικότητα του ηλεκτρικού ήχου στη χώρα μας, είναι πως άνοιγαν τις συναυλίες των Dream Theater το 1997.

Το γεγονός αυτό όμως δεν είναι ενδεικτικό για τη μουσική τους ταυτότητα.

Οι Big Wreck ιδρύονται το 1994 από μια παρέα σπουδαστών στο μουσικό κολλέγιο του Berklee. H καριέρα τους χωρίζεται σε δύο περιόδους, με την πρώτη να τερματίζεται το 2002, αφού έχουν κυκλοφορήσει τα άλμπουμ “In Loving Memory Of…” (1997) και “The Pleasure And The Greed” (2001), με σημαντική απήχηση στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μετά από μια διακοπή 8 χρόνων, ο ηγέτης, τραγουδιστής-κιθαρίστας Ian Thornley συνεργάζεται ξανά με τον παλιό του μουσικό συνοδοιπόρο, κιθαρίστα Brian Doherty, και έτσι το 2010 σφραγίζει την επιστροφή των Big Wreck. Από τότε, έχουν κυκλοφορήσει τα “Albatross” (2012), και “Ghosts” (2014).

H φετινή επιστροφή τους με το άλμπουμ “Grace Street” αποτελεί και την πρώτη τους συνεργασία με τον παραγωγό των Rage Against The Machine και Red Hot Chili Peppers, Garth Richardson. Ο ηγέτης Ian Thornley αναφέρεται ενθουσιασμένος σε ένα άλμπουμ επιτομή της ηχητικής ποικιλομορφίας που οδηγεί τον ακροατή σε ένα ταξίδι καινούριο. Ο ίδιος δηλώνει πως μουσικά ψάχνει ακόμα για πράγματα που τον παίρνουν κάπου, φέρνουν δάκρυα και ανατριχίλες κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να οδηγηθείς σε νέο έδαφος, πρέπει να το κάνεις.

Συνολικά, η μουσική ταυτότητα των Big Wreck μοιάζει να είναι η απενοχοποίηση του κλασικού ροκ μέσα από έναν σύγχρονο αέρα φρεσκάδας. Για τους ακροατές απέναντι από τον ωκεανό είναι μια υπέροχη, ξεχωριστή alt rock μπάντα, για όσους Ευρωπαίους τους παρακολουθούν, μια μοντέρνα, έξυπνη hard rock παρέα, όμως για όλους είναι ένα ροκ σχήμα που με όπλο το ευέλικτο παίξιμο και τη διάθεση να δοκιμάσει ιδέες, έχει έναν αέρα προόδου στη μουσική του, που δεν έχει φυσικά σχέση με την τυπική, λεγόμενη prog σκηνή.

Άλλοι δύο εξαιρετικοί μουσικοί συμπληρώνουν τη σημερινή σύνθεση των Big Wreck, o Dave McMillan στο μπάσο και ο Chuck Keeping στα drums. Από την πρώτη ακρόαση είναι φανερό πως το άλμπουμ χωρίζεται άτυπα σε τρία επίπεδα.

Τα 4 πρώτα τραγούδια του δίσκου είναι αποτελέσματα εξαιρετικού, εμπνευσμένου hard rock που χρησιμοποιεί τα δομικά υλικά της παράδοσης και μέσα από το εκπληκτικό ταλέντο του Thornley, μετατρέπεται στη μουσική του σήμερα. Ένας λειτουργικός συνδυασμός από groovy riffs που συνεργάζονται με φωνητικές αρμονίες και συναρμολογούν όμορφες αλλαγές διαθέσεων, είναι το κύριο συστατικό της έκφρασης των Big Wreck. Όλα αυτά τα πρώτα τραγούδια έχουν έναν φιλικό στο ραδιόφωνο αέρα, με έναν απαιτητικό και ευφυή όμως τρόπο.

Το “One Good Piece Of Me” φλερτάρει λίγο περισσότερο με το AOR, στο “Tomorrow Down” μοιάζει ν’ ακούς μια προβολή των Zeps στο μέλλον από έναν αυθεντικό μαέστρο του εναλλακτικού ροκ, ενώ το αποπλανητικό μέσα στην ελαφρότητά του “You Don’t Even Know” κλείνει το ένα μάτι στους Stones.

Η καρδιά του άλμπουμ, η κατάδυση, η πιο προσωπική προσέγγιση βρίσκεται αμέσως μετά στο κέντρο του δίσκου. Περνώντας από την ακουστική, κρυστάλλινη επιφάνεια του “Useless”, η διαδρομή των επτάμιση περίπου λεπτών του “A Speedy Recovery” είναι η κορυφή του άλμπουμ. Ένα ιδιαίτερο τραγούδι που σπρώχνει την εξέλιξη του πάνω σε ένα απίθανο χαλί του rhythm section, έχει ένα όμορφο μουσικό ξέφωτο στο μέσο με ένα βελούδινο σόλο κι επιστρέφοντας, μοιάζει να συνεχίζει αιώνια. Το “Motionless” κλείνει μελαγχολικά αυτή την άτυπη τριλογία και το γκρουπ ανεβάζει αμέσως ξανά εντάσεις με το πιασάρικο single “Digging In”.

Το “The Receiving End” μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί φόρος τιμής στις ακουστικές στιγμές των Zeppelin, ενώ στα “Floodgates” και “The Arborist” επιστρέφει αυτή η τρομερή χημεία των ριφ με τις φωνητικές αρμονίες που μπορούν να δέσουν αντιφατικές διαθέσεις σε μοναδικά τραγούδια. Το εκπληκτικό instrumental “Skybunk Marche”που ακολουθεί, διατηρεί τον έλεγχο μαζί με τον αέρα ελευθερίας ενός ζωντανού τζαμαρίσματος, ξεσηκώνει με τη ζωντάνια και την ποιότητα των μουσικών και φέρνει στο μυαλό κάτι από το “La Villa Strangiato” των Rush.

Tο άλμπουμ κλείνει με το απολογητικό “All My Fears On You”, φανερώνοντας για μια φορά ακόμα την ικανότητα του Thornley να εκφράζεται με έναν εύστοχο ρεαλισμό αποφεύγοντας την χρήση φτηνών συνταγών συγκινήσεων.

Ο “Δρόμος της Χάρης” δικαιώνει τον τίτλο του. Άλλωστε οι Big Wreck και προσωπικά ο Thornley χαίρουν δικαιολογημένου σεβασμού και εκτίμησης στην απέναντι όχθη, όσο κι αν αυτά τα δύο δεν πέταξαν ανάλογα και στο Ευρωπαϊκό ακροατήριο. Hard rock, alt rock, classic rock με σύγχρονη επιδερμίδα…μικρή σημασία έχει. 13 τραγούδια άμεσης, σπουδαίας και έντιμης τραγουδοποιίας περιμένουν να διασκεδάσουν το σώμα, την καρδιά και το μυαλό…

594
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…