BURNCLEAR: “Lost For Life”

Το 1998 αρχίζει μια μακριά και δύσκολη διαδρομή για του δύο Φινλανδούς κιθαρίστες Tomi Virtanen και Karri Shemeikka.

Μια μικρή κωμόπολη στην ανατολική Φινλανδία είναι το αρχικό ορμητήριο του ιδρυτικού διδύμου των Burnclear, οι οποίοι μετά από μακροχρόνιες και απεγνωσμένες προσπάθειες να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν ένα δυναμικό και σταθερό line up, αποφασίζουν να μετακομίσουν στην πόλη Joensuu, που ήταν μεγαλύτερη και με περισσότερες επιλογές.

Πολύ σύντομα τα αδέρφια Koistinen, ο Petri στα keyboards και ο Jukka στα drums, πλαισιώνουν το κιθαριστικό δίδυμο. Η επίσης γρήγορη προσθήκη του μπασίστα Olli Puranen σχεδόν συμπλήρωσε το πολυβασανισμένο πάζλ. Η οριστική και καλύτερη λύση βρέθηκε τελικά στο πρόσωπο του πρώην τραγουδιστή τους, Tony Turunen, ο οποίος αφού περιπλανήθηκε μερικά φεγγάρια σε άλλες μπάντες, αποφάσισε να γυρίσει στο νέο δυνατό line-up.

Οι Burnclear, έχοντας πια τις μηχανές στο φουλ και με τη συνδρομή του πρώην συναδέλφου σε άλλες μπάντες των αδερφών Koistinen, Sami Haapasalo στους στίχους, προετοιμάζουν το έδαφος με την κυκλοφορία του ΕΡ “Eventide”, το 2013. Σε αυτό περιέχονται τα τραγούδια “Eventide”, “Haven”, “Lost For Life” και “Give Up The Ghost”, που εμφανίζονται και στο φετινό τους πρώτο άλμπουμ με τον τίτλο “Lost For Life”.

Οι ίδιοι περιγράφουν τη μουσική τους σαν μελωδικό progressive metal. Στην πραγματικότητα, παίζουν ένα είδος εξαιρετικά καλοπαιγμένου μελωδικού metal που δύσκολα όμως το χαρακτηρίζεις πια progressive. Η μουσική τους φανερώνει πως τα περισσότερα από τα τραγούδια τους έχουν δουλευτεί για χρόνια. Οι συνθέσεις τους στηρίζονται κατά πολύ στο σπουδαίο κιθαριστικό δίδυμο των Virtanen / Shemeikka που πλουτίζουν τα τραγούδια με έξυπνες εναλλαγές μελωδίας και επιθετικότητας, από τα ριφ μέχρι τα σόλο. Σε αρκετά μέρη η συνδρομή του πληκτρά Petri Koistinen προσδίδει έναν ορχηστρικό αέρα στις συνθέσεις που φέρνουν αμυδρά στο μυαλό μια εντύπωση από Royal Hunt.

To rythm section των Jukka Koistinen/ Olli Puranen στηρίζει σταθερά με δύναμη και με λεπτομέρειες, τονίζοντας ακόμα και με εμβατηριακούς βομβαρδισμούς όταν χρειάζεται, τα κιθαριστικά ριφ. Το αποτέλεσμα, με την πεντακάθαρη, σπουδαία φωνή του Turunen πάνω από όλα, έχει την άμεση ικανότητα να συγκινήσει ένα ευρύ κοινό ακροατών, από αυτό των άμεσων οπαδών του κλασικού metal, των φίλων του λεγόμενου “Euro-power”, του επικού, του US Power, αλλά κι αυτών του πιο συμβατικού, μελωδικού prog metal.

Συνθετικά το άλμπουμ είναι εξαιρετικό σε όλη του τη διάρκεια χωρίς “γεμίσματα”. Από το ξεκίνημα του “Rattle The Cage” μέχρι το φινάλε του “The Present”, o συνδυασμός της δύναμης με τη μελωδία δημιουργεί μια σπουδαία ακολουθία τραγουδιών χωρίς κανένα φτηνό αποτέλεσμα. Ο Turunen είναι μια πραγματική αποκάλυψη με μια ώριμη φωνή, ευέλικτη και καθαρή, με εύρος και πολλά χρώματα. Παράλληλα, έχει κάνει μεγάλη δουλειά στις φωνητικές γραμμές όλων των τραγουδιών, παρουσιάζοντας εύστοχες, φιλικές μελωδίες που έχουν όμως ένα πειστικά πομπώδες, κλασικότροπο ύφος.

Κατά έναν περίεργο τρόπο, τα τραγούδια που ξεχωρίζουν περισσότερο μέσα στο γενικά υψηλό επίπεδο του άλμπουμ, είναι τα 4 τραγούδια του ΕΡ, κι αυτό δημιουργεί κάποιες σκέψεις για την ικανότητα να επαναλάβουν έγκαιρα με την ίδια επιτυχία το εγχείρημα. Το “Eventide” θα μπορούσε να είναι ένα αντιπροσωπευτικό single του άλμπουμ, το mid-tempo “Haven” τιμά ιδανικά την παράδοση του κλασικού metal με υπέροχα ριφ και καλοβαλμένες φωνητικές μελωδίες, το “Give Up The Ghost” έχει ένα ελκυστικό μυστηριώδες ύφος νοσταλγίας και επίκλησης, ενώ το ομότιτλο εναλλάσσει τα κοφτά επιθετικά ριφ ενός ποιοτικού δυναμισμού με σχεδόν επικές μελωδίες.

Από τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ διαφοροποιούνται το σχεδόν 10λεπτο επικό, σκοτεινό “Destination Death”, με την ενδιαφέρουσα διαδρομή του και το ακουστικό πέρασμα στο μέσο του, και η μπαλάντα “The past”, με τη φωνή και τα πλήκτρα να χτίζουν την εσωτερικότητα του τραγουδιού.

Το “Lost For Life” είναι ένα ανέλπιστα ελπιδοφόρο ντεμπούτο. Έχει το προτέρημα να είναι από το είδος των δίσκων που ακούγονται πολύ εύκολα από πολύ κόσμο στον συγκεκριμένο ήχο. Αρκεί βέβαια να το ανακαλύψει κανείς, καθώς η κυκλοφορία του υποστηρίζεται αποκλειστικά από τους ίδιους, για την ώρα.

625
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…