JACK RUSSELL’S GREAT WHITE: “He Saw It Comin'”

Στον πολυτάραχο χώρο της μουσικής βιομηχανίας, στην ευρύτερη rock κοινότητα, υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις δικαστικών συγκρούσεων μεταξύ των μελών ενός γκρουπ για τα πνευματικά δικαιώματα του ονόματος που καταλήγουν στην παράλληλη δράση δυο συγκροτημάτων με… το ίδιο όνομα.

Το όνομα των Great White συνδυάστηκε στη δεκαετία του ’80 με τεράστιας απήχησης, καλογραμμένο, μελωδικό hard rock που μεταφράστηκε σε πωλήσεις πάνω από 10 εκατομμύρια άλμπουμ. Το σήμα κατατεθέν του “λευκού καρχαρία” του hard rock ήταν η φωνή του frontman Jack Russell. Μετά το πέρασμα της χρυσής εποχής, οι Great White όπως και σχεδόν όλοι οι συνοδοιπόροι τους πέρασαν από χίλια κύματα δυσκολιών, διαλύσεων, αποχωρήσεων μελών και επανασυνδέσεων: τίποτα το ιδιαίτερα απροσδόκητο στην προσπάθεια διατήρησης ενός μύθου κόντρα στα ρεύματα των εποχών.

Ο Jack Russell , από την άλλη, είχε περισσότερες περιπέτειες λόγω των μακροχρόνιων εξαρτήσεων από επιβλαβείς ουσίες και αλκοόλ με την υγεία του να επιδεινώνεται σημαντικά και να κινδυνεύει ακόμα και η ζωή του. Παράλληλα, αντιμετώπισε και την οριστική ρήξη με τους πρώην συναδέλφους του και από το 2011 υπάρχουν οι Great White, αλλά και οι Jack Russell’s Great White…

Oι Great White κυκλοφόρησαν το πρώτο τους “non-Jack” album, “Elation”, το 2012 με τον Terry Ilous (πρώην XYZ) με μοιρασμένες αντιδράσεις. Φέτος έρχεται η σειρά του Jack να ντεμπουτάρει ουσιαστικά με τη μπάντα του. Δίπλα του βρίσκεται ο πρώην μπασίστας της χρυσής εποχής των Great White, Tony Montana, σε ρόλο κιθαρίστα και κημπορντίστα πια. Μαζί τους οι Robby Lochner (Guitar), Dan McNay (Bass) και Dicki Fliszar (Drums), ολοκληρώνουν τη σύνθεση.

Είναι η πρώτη στουντιακή δοκιμασία για τη φωνή του Russell από το “Rising” του 2009. Ακούγοντας κανείς ολόκληρο το άλμπουμ και έχοντας στο μυαλό του το μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίας, το πρώτο που του κάνει εντύπωση είναι η εξαιρετική φωνητική απόδοση του βετεράνου rocker. Το δεύτερο είναι η διαφοροποίηση αρκετών τραγουδιών από αυτό που θα περίμενε ο τυπικός φαν των Great White να ακούσει.

Είναι ολοφάνερο πως ο Russell θέλει να κρατήσει την κληρονομιά του παρελθόντος του αλλά και να σπρώξει ελαφρά και με διακριτικότητα τη νέα του μπάντα σε δοκιμές. Ίσως να έχει να κάνει και με το γεγονός πως τα τραγούδια πιθανά γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές σε όλη αυτή τη μεγάλη περίοδο. Η τελική τους επιλογή και κατάταξη επιβεβαιώνει όμως αυτή τη θέληση για κάτι παραπάνω.

Η έναρξη γίνεται με το πιο κοντινό δόλωμα στην παράδοση των Great White αλλά ταυτόχρονα κι ένα εξαιρετικό hard rock τραγούδι, το “Sign of the times”, που ορμώμενο σαν θέμα από τις αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνει μαθήματα ψυχωμένου, μελωδικού hard.

Δυστυχώς για τη συνέχεια, λίγα τραγούδια το πλησιάζουν τόσο στο ύφος, αλλά κυρίως το επίπεδο. Σε παρόμοιες δυναμικές υπάρχει κοντά στο φινάλε το “Blame it on the night” και ακριβώς πριν από αυτό το ενδιαφέρον “Spy vs spy”, με εξαιρετική κιθαριστική δουλειά και αφομοιώνοντας τέλεια την απόπειρα πειραματισμών στα πλαίσια αυτού του είδους. Καλή δουλειά κάνει και το “Crazy” που ακουμπά και αρκετά στο ελαφρύ, διασκεδαστικό ύφος του David Lee Roth.

Από εκεί και πέρα, το αυτοβιογραφικό “My addiction” ακούγεται πιο σκοτεινό και μοντέρνο, το “Don’t let me go” είναι ένα funky-pop παραλιακό τραγούδι που θα ταίριαζε στις πιο ευαίσθητες στιγμές των Saigon Kick, το πιασάρικο “She moves me” περιφέρει έναν 70’s blues-funk χαρακτήρα με μοντέρνο ήχο. Το “Anything for you” είναι η μπαλάντα του άλμπουμ που όμως πραγματικά καταφέρνει και χτίζει μια αυθεντική και αξιοπρεπή ευαισθησία, ενώ το ομότιτλο αρχίζοντας από την αφετηρία της επίδρασης των Beatles για να ασχοληθεί με τη μουσική, συνεχίζει πιο κυνικό με την “αγάπη” της Αμερικής να δημιουργεί είδωλα και να τα βλέπει να γκρεμίζονται και μουσικά χρωστά σίγουρα αρκετά πράγματα στους Queen. Το φινάλε του δίσκου με το a cappella “Godspeed” θα ήταν ευλογία να έλειπε…

Είναι φανερή η ανάγκη του Russell να απογυμνωθεί αυτοβιογραφικά με μια πολυσυλλεκτικότητα που θα σέβεται την γνώριμη θητεία του και πρωταρχική σημασία στους Great White, ένα εγχείρημα όχι και τόσο εύκολο, αλλά τίμιο. Ο δίσκος είναι κάπως άνισος αλλά έχει το ενδιαφέρον του και σίγουρα εκτελεστικά είναι άψογος. Η μεγαλύτερη απορία που αφήνει είναι αν τελικά πληρώθηκε ο υπεύθυνος για την απόλυτη εικαστική καταστροφή του εξωφύλλου.

619
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…