Κάθε φορά που χάνει τη ζωή του ένας σπουδαίος μουσικός, αφήνει πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Όχι μόνο γιατί ήταν μία ανθρώπινη ζωή, μία μοναδική ύπαρξη, αλλά και γιατί αποτελούσε μία καλλιτεχνική ποιότητα, που δύσκολα συναντά κανείς στις μέρες μας.
Παράλληλα, όμως, κληροδότησε στο μουσικόφιλο κοινό ένα έργο αλήστου μνήμης, που θα μείνει για πάντα στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής και στις καρδιές των ακροατών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο πρόσφατα αδικοχαμένος, κιθαρίστας, συνθέτης και τραγουδιστής Gary Moore.
Ο Ιρλανδός ανέπτυξε το ταλέντο του στη μουσική από πολύ μικρός, αφού η πρώτη του νύξη σε κιθάρα ήταν σε ηλικία μόλις 8 ετών! Μάλιστα έπαιζε με το δεξί του χέρι, παρόλο που ήταν αριστερόχειρας! Όμως η επαγγελματική καταξίωσή του δεν άργησε να εμφανιστεί, όταν το 1968 μετακινήθηκε από τη γενέτειρά του, το Μπέλφαστ, στο Δουβλίνο για να αποτελέσει μέλος των Skid Row. Μαζί τους ηχογράφησε τα Skid (1970), 34 Hours (1971-ηχογραφήθηκε σε 34 ώρες!), Gary Moore/ Brush Shiels/ Noel Bridgeman (1971-κυκλοφόρησε το 1990) και Live And On Song– BBC Live in Concert (1969–71–κυκλοφόρησε το 2006), τα οποία παντρεύουν το blues-rock με την ψυχεδέλεια και παράλληλα χαρακτηρίζονται από ωμό ήχο και άγρια φωνητικά. Στη μπάντα ο Moore είχε την ευκαιρία να γνωρίσει για πρώτη φορά τον Phil Lynott, τον μετέπειτα ιδρυτή και μπασίστα των Thin Lizzy, επειδή ο τελευταίος συμμετείχε για δύο
χρόνια στους Skid. Ταυτόχρονα συνάντησε και τον κιθαρίστα των Fleetwood Mac, Peter Green, ο οποίος αποτελούσε μεγάλη επιρροή και μέντορας του. Μάλιστα ο Green ενθουσιασμένος από την κιθαριστική δεινότητα του Moore, τον συνέστησε στη δισκογραφική εταιρεία Columbia/CBS. Τελικά ο Moore αποχώρησε το φθινόπωρο του 1971, μιας και το συγκρότημα δεν είχε μεγάλη επιτυχία εκτός συνόρων, αφού το μόνο που κατάφερε ήταν να φτάσει με το Skid στη θέση 30 του UK Albums Chart. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολύ αργότερα και συγκεκριμένα το 1987, ο Moore πούλησε το όνομα Skid Row στην ομώνυμη μπάντα του Sebastian Bach για 35.000 δολάρια!
Το 1973 ο βιρτουόζος της κιθάρας κυκλοφόρησε την πρώτη του προσωπική του δουλειά (ως The Gary Moore Band) με τον τίτλο Grinding Stone, η οποία δεν είχε την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό. Εντούτοις περιέχει ένα ετερογενές μίγμα μικρών μουσικών θησαυρών από το ομότιτλο blues-rock με jazz κομμάτι (θυμίζει λίγο Santana του Woodstock), τα αμιγώς hard blues-rock (Boogie rock) Time to Heal και Boogie My Way Back Home, το ατμοσφαιρικό με πινελιές ψυχεδέλειας Sail Across the Mountain, το The Energy Dance με τα progressive στοιχεία έως και το 17λεπτο ποικίλης θεματολογίας Spirit. Την επόμενη χρονιά μέχρι τον Απρίλιο προσέφερε τις υπηρεσίες
του στο δίσκο Nightlife των Thin Lizzy, παίζοντας κιθάρα στην κομματάρα Still In Love With You και παράλληλα αντικατέστησε τον κιθαρίστα Eric Bell στις ζωντανές εμφανίσεις, αφού ο τελευταίος εγκατέλειψε το συγκρότημα. Το 1976 ξανασυμμετείχε σε περιοδεία των Thin Lizzy, αυτή τη φορά αντικαθιστώντας τον Brian Robertson, ο οποίος είχε τραυματίσει το χέρι του προσπαθώντας να προστατέψει το φίλο του και τραγουδιστή Frankie Miller από τον κιθαρίστα, της R&B και funk μπάντας Gonzalez, Gordon Hunte. Από το 1975 έως το 1978 συμμετείχε στο Jazz fusion σχήμα, Colosseum II, σε τρεις δίσκους (Strange New Flesh-1976, Electric Savage-1977 και War Dance-1977) οι οποίοι αν και εμπορικά ανεπιτυχείς, τεχνικά είναι άρτιοι με προηγμένο ήχο για την εποχή(ιδιαίτερα το Strange New Flesh δεν πρέπει να λείπει από τη δισκοθήκη σας, ακούστε για να πάρετε μια γεύση το winds). Την ίδια περίοδο ο Moore μαζί με τα υπόλοιπα μέλη των Colosseum II συμμετείχε στο άλμπουμ Variations του Andrew Lloyd Webber, το οποίο έφτασε στο νούμερο 2 του UK album charts.
Η επιτυχία, όμως, ήρθε το 1978 με το δεύτερο προσωπικό του δίσκο Back onthe Streets, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλαν οι Phil Lynott και Brian Downey των Thin Lizzy. Μεταξύ τραγουδιών με jazz fusion περιεχόμενο όπως το Flight Of The Snow Moose (instrumental) Hurricane (instrumental) και funky στοιχεία What Would You Rather Bee Or A Wasp (instrumental), ξεχώρισαν το κλασικό Parisienne Walkways που μπήκε στο UK Top 10 Singles Chart και το πανέμορφο συναισθηματικό ορχηστρικό Spanish Guitar. Το ίδιο έτος Moore ανέλαβε το ρόλο του κιθαρίστα των Thin Lizzy στο Black Rose: A Rock Legend, άλμπουμ που έφτασε στο νούμερο 2 του UK album charts. Όλος ο δίσκος είναι ένα αριστούργημα του hard rock με τα έπη Do Anything You Want To και Waiting for an Alibi, ενώ στις κομματάρες Róisín Dubh (Black Rose): A Rock Legend, Toughest Street in Town και Sarah συνεισέφερε συνθετικά ο ίδιος. Τον Ιούλιο του 1979 εγκατέλειψε τους Thin Lizzy στο μέσο μιας αμερικάνικης περιοδείας τους. Ο ίδιος αργότερα μετάνιωσε για τον τρόπο που το έκανε, όχι όμως για την απόφασή του.
Έτσι το 1980 δημιούργησε τους G-Force (Tony Newton – Bass, Mark Nauseef – Drums, percussion, synthesizers και Willie Dee – Keyboards, Korg bass synthesizer, vocals) μαζί με τους οποίους κυκλοφόρησε τον ομώνυμο δίσκο, ο οποίος που συνιστά ένα προοίμιο της hard rock πορείας που θα ακολουθούσε στα μετέπειτα άλμπουμ ο διάσημος μουσικός. Γεγονός το οποίο διαφαίνεται καθαρά στα White Knuckles/Rockin’ and Rollin’ και Dancin’, όπου κανείς διακρίνει τα hard rock riff και μακροσκελή σόλο. Ταυτόχρονα εμπεριέχονται και κομμάτια rock με πιασάρικα pop στοιχεία, όπως αποδεικνύεται στα You Kissed Me Sweetly, Hot Gossip και The Woman’s in Love. Τελικά το άλμπουμ έμελλε να είναι και το τελευταίο τους, αφού διαλύθηκαν μετά από αυτό. Όμως ο ανήσυχος μουσικός δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια και την ίδια χρονιά έπαιξε κιθάρα στον πρώτο προσωπικό δίσκο του τραγουδιστή και μπασίστα Greg Lake (King
Crimson, Emerson, Lake & Palmer, Asia), που έφερε και το όνομα του. Το 1982 κυκλοφόρησε το τρίτο σόλο άλμπουμ του, το Corridors of Power (Ian Paice (Deep Purple, Whitesnake) – drums, percussion, Tommy Eyre – keyboards και Neil Murray(Black Sabbath, Whitesnake) – bass) από το οποίο ξεχώρισε η κομματάρα Don’t Take Me for a Loser, η διασκευή στο Wishing Well των Free, οι ρομαντικές μπαλάντες Always Gonna Love You και Falling in Love With You, το γεμάτο ενέργεια Rockin’ Every Night (θυμίζει το 2 minutes to midnight των Iron Maiden!) και το metal διαμάντι End of the World με τα υπέροχα φωνητικά του Jack Bruce των Cream. Ο δίσκος έφτασε νούμερο 149 του Billboard 200 και σηματοδότησε την παγίωση στη Hard n’ Heavy πορεία του καλλιτέχνη.
Το 1983 ο Moore έπαιξε πάλι κιθάρα στο δεύτερο σόλο δίσκο του Greg Lake, το Manoeuvres. Το ίδιο έτος κυκλοφόρησε το πολύ καλό Dirty Fingers και μάλιστα στην Ιαπωνία όπου και ήταν πολύ δημοφιλής, ενώ την επόμενη χρονιά ο δίσκος ήταν διαθέσιμος και στην Ευρώπη. Σ’ αυτό το Hard n’ Heavy δημιούργημα συμμετέχουν σπουδαίοι μουσικοί όπως οι Don Airey – organ, keyboards, Tommy Aldridge – drums και Jimmy Bain – bass, ενώ τα φωνητικά του Charlie Huhn του τραγουδιστή του Ted Nugent ανεβάζουν το επίπεδο του όλου εγχειρήματος. Αυτό έχει ως συνέπεια να παραχθούν δυναμίτες όπως τα Hiroshima, Nuclear Attack, Run to Your Mama, Lonely Nights και Really Gonna Rock Tonight, ενώ αξέχαστη είναι η διασκευή στο Don’t Let Me Be Misunderstood των Τhe Animals. Το 1984 έκανε την εμφάνιση του στα ράφια των δισκοπωλείων το εξαιρετικό Victims of the Future, το οποίο έφτασε στο νούμερο 12 του UK album charts. Ο δίσκος συνιστά ένα διαμάντι του hard rock και heavy metal, από το φοβερό ομότιτλο ύμνο του hard rock, την ταξιδιάρικη-πένθιμη κλασική μπαλάντα Empty Rooms, τη καταπληκτική
διασκευή στο Shapes of Things των Yardbirds, τα aor Hold on to Love και Teenage Idol την εκπληκτική σολιά στο The Law Of The Jungle, το βαρύ All I Want, το Devil In Her Heart (κυκλοφορεί μόνο στην αμερικάνικη έκδοση) και το Murder in the Skies, την κραυγή διαμαρτυρίας για τη συντριβή του αεροπλάνου της Korean Air Flight 007 από τη Σοβιετική Ένωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια πλειάδα μουσικών αστέρων συμμετέχει στο δίσκο όπως οι Ian Paice (drums), Neil Murray, Bob Daisley και Mo Foster (μπάσο) και ο πολυτάλαντος Neal Carter (πλήκτρα, φωνητικά).
Ο Moore δεν σταμάτησε εκεί και το 1985 κυκλοφόρησε το Run For Cover που έφτασε στο νούμερο 12 του UK album charts. Μεγάλα ονόματα της μουσικής κάνουν παρέλαση όπως οι Phil Lynott – bass, vocals, Glenn Hughes – bass, vocals, Bob Daisley – bass, Don Airey – keyboards, Paul Thompson – drums και Neil Carter – vocals. Κρατώντας τη συνταγή των προηγούμενων δύο άλμπουμ και προσθέτοντας pop στοιχεία, ο Moore δημιούργησε ένα εκρηκτικό μίγμα στο οποίο είναι άξια αναφοράς: το αριστουργηματικό Out in the Fields με τον Phil Lynott (μάλιστα ήταν και η τελευταία ηχογράφησή του μέχρι το θάνατό του στις 4 Ιανουαρίου 1986), το δραματικό Military Man επίσης με τον Phil Lynott, τα Reach for the Sky και All Messed Up με τα φοβερά φωνητικά του Glenn Hughes καθώς και ηεπιτυχής διασκευή του στο Empty Rooms.
Χρησιμοποιώντας την ίδια μουσική φόρμουλα και επιρροές από την κέλτικη μουσική παράδοση, ο Moore το 1987 εξέδωσε το Wild Frontier. Ο δίσκος αδικημένος, κατά την ταπεινή γνώμη του υποφαινόμενου, από κοινό και κριτικούς έφτασε μόνο στο νούμερο 139 του Billboard 200. Κύριο θεματικό περιεχόμενο αποτελεί η εμπόλεμη κατάσταση στην Ιρλανδία, ενώ το έργο αφιερώνεται στη μνήμη του Phil Lynott, πράγμα που αποτυπώνεται σε σπάνιες εκδόσεις όπου στο εξώφυλλο αναγράφεται το “For Philip”. Μάλιστα ο τελευταίος επρόκειτο να τραγουδήσει το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατός του. Από το άλμπουμ τι να ξεχωρίσει κανείς; Από το εκρηκτικό ομώνυμο τραγούδι, τα επικά Over the Hills and Far Away (αργότερα διασκευασμένο όμορφα από τους Nightwish) και Thunder Rising, το ταξιδιάρικο instrumental The Loner, το ρομαντικό Crying in the Shadows, την ωραία διασκευή στο Friday on My Mind των Αυστραλών rock and rollers The Easybeats, όλα συνθέτουν ένα αριστούργημα. Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων δεν χρησιμοποιήθηκαν drums αλλά drum machine, κάτι που θεωρήθηκε μειονέκτημα για πολλούς κριτικούς. Το ρόλο του ντράμερ κατά τη διάρκεια του Wild Frontier tour διαδραμάτισε ο Eric Singer (πρώην Black Sabbath, μετέπειτα Badlands και Kiss). Μέρος από την περιοδεία και συγκεκριμένα από τη Στοκχόλμη μαγνητοσκοπήθηκε και το οπτικοακουστικό του υλικό διατίθεται στο αγοραστικό κοινό. Σ’ αυτό επίσης μπορεί κανείς να παρατηρήσει το ταλέντο του Neil Carter(πλήκτρα, κιθάρα, φωνητικά) και τον Bob Daisley στο μπάσο.
Στο ίδιο ύφος με το Wild Frontier κινήθηκε και το επόμενο άλμπουμ, το After the War που κατέκτησε το νούμερο 23 UK album charts και το 114 του Billboard 200. Στο δίσκο μπορεί κάποιος ν’ ακούσει στη συνεργασία του Moore με τον Ozzy Osbourne στο Led Clones, ένα τραγούδι που χρησιμοποιεί το μουσικό στυλ των Led Zeppelin και στίχο για να σχολιάσει καυστικά μπάντες της εποχής που βασίστηκαν στον ήχο τους. Επιπλέον αποδίδεται για μία ακόμη φορά φόρος τιμής στον Phil Lynott με το κομμάτι Blood of Emeralds, ενώ είναι παρόν και το ερωτικό στοιχείο στα Ready for Love και This Thing Called Love. Στο άλμπουμ υπάρχουν και δύο μεταλλικά διαμαντάκια τα Speak for Yourself και Running From The Storm, στα οποία αξίζει να δώσει κανείς προσοχή, καθώς και το μοναδικό instrumental, το The Messiah Will Come Again. Τη θέση του ντράμερ ανέλαβε ο Cozy Powell (The Jeff Beck Group, Rainbow, MSG, Whitesnake, Emerson, Lake & Powell, Blue Murder, Black Sabbath, The Brian May Band, Peter Green Splinter Group).
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα το 1990 το Still Got the Blues σημείωσε μία καμπή στη μουσική πορεία του καλλιτέχνη, καθώς όπως φανερώνει και ο τίτλος του συνιστά μία μεταστροφή του στα blues. Ο δίσκος ήταν καλοδεχούμενος για ορισμένους από τους παλιούς οπαδούς και ταυτόχρονα προσέλκυσε νέους, με αποτέλεσμα να φτάσει στο νούμερο 83 του Billboard 200. Στην επιτυχία του δίσκου συνέβαλαν και μεγάλα ονόματα των blues όπως οι Albert King (Oh Pretty Woman) και Albert Collins. Παράλληλα το κομμάτι That Kind of Woman συνέθεσε, έπαιξε κιθάρα και έκανε φωνητικά ο George Harrison. Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου εκτόξευσε τη δημοτικότητα του Moore. Στο δίσκο μπορεί κάποιος ν’ ακούσει και διασκευές όπως τα All Your Love του Otis Rush, Stop Messin’ Around των Fleetwood Mac και As the Years Go Passing By του Deadric Malone και Too Tired των Johnny “Guitar” Watson, Maxwell Davies, Saul Bihari. Επιπρόσθετα αξίζει να προσέξει κανείς τα Midnight Blues και Moving On.
Μετά την επιτυχία του Still Got the Blues ο καλλιτέχνης κυκλοφόρησε το After Hours (1992) που κινήθηκε στα ίδια μουσικά μονοπάτια και έφτασε στο νούμερο 4 UK album charts και το 145 του Billboard 200. Η συνεργασία με μεγάλα ονόματα των blues συνεχίστηκε και σ’ αυτό το δίσκο όπως για παράδειγμα με τον B.B. King στο Since I Met You Baby και τον Albert Collins στο The Blues is Alright.
Το 1994 ο Moore συνεργάστηκε με τους Jack Bruce (μπάσο, φωνητικά) και Ginger Baker των Cream για τη δημιουργία του Around The Next Dream. Ο δίσκος έφτασε στο νούμερο 9 UK album charts αλλά το δυναμικό αυτό τρίο(ΒΒΜ από τα αρχικά των επιθέτων τους) δεν κατάφερε ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ακροατών που περίμεναν κάτι καλύτερο. Από αυτή την προσπάθεια ξεχώρισαν η μπαλάντα Where In The World και τα Blues-rock, Waiting In the Wings και City of gold.
Την μεγάλη αγάπη του για τον Peter Green, την απέδειξε ο Moore με το άλμπουμ Blues for Greeny που εξεδόθη το 1995 και έφτασε στο νούμερο 5 του Top Blues Albums. Ο δίσκος αποτελεί ωδή προς τον κιθαρίστα των Fleetwood Mac και παράλληλα ξετύλιγμα των κιθαριστικών δυνατοτήτων του Moore.
Έχοντας ήδη ολοκληρώσει μία πορεία στο hard rock και στα blues, ο Moore αποφάσισε να πειραματιστεί με κάτι πιο σύγχρονο. Έτσι το 1997 κυκλοφόρησε το Dark Days in Paradise, ένα μίγμα από ηλεκτρονικά beats, rock και blues, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ένα εναλλακτικό ήχο, που θα περίμενε να βρει κάνεις στα ράφια των δισκοπωλείων κάτω από την κατηγορία lounge, με αποτέλεσμα ν’ απογοητεύσει πολλούς από τους οπαδούς!
Το ίδιο μονοπάτι ακολούθησε και στον επόμενο δίσκο, το A Different Beat (1999), με πιο έντονη την παρουσία των beats και της κιθάρας, η οποία στο Dark Days in Paradise είχε παραγκωνιστεί. Εγχείρημα που θ’ αρέσει μόνο σε όσους αρέσκονται σε πειραματισμούς.
Με το Back To The Blues (2001), ο Moore επέστρεψε στο γνώριμο ύφος των blues και το κατάφερε φτάνοντας στο νούμερο 6 του Top Blues Albums. Αν προσέξει κάποιος το Picture of the Moon μοιάζει με το Still Got the Blues. Καλή είναι και η διασκευή στο You Upset Me Baby του B.B. King, στο οποίο δίνει μία πιο σκληρή χροιά στην κιθάρα και πιο μεγάλη ενέργεια στα φωνητικά. Αν και κομμάτια όπως τα Stormy Monday και I Ain‘t Got You δεν προσθέτουν πρωτοτυπία στο είδος ή δεν το εξελίσσουν, ωστόσο με αυτό το δίσκο ο Moore καταφέρνει να βάλει τη δική του προσωπική σφραγίδα σ’ αυτό.
Το επόμενο έτος το Scars σηματοδότησε τη μερική επιστροφή του καλλιτέχνη στο hard rock κρατώντας ως βασική φόρμα τα blues. Σε μερικές περιπτώσεις τα κιθαριστικά riff αντλούν το παλιομοδίτικο στυλ της δεκαετίας του ’60, θυμίζοντας έντονα Jimi Hendrix. Για παράδειγμα το When the Sun Goes Down θυμίζει σε κάποια σημεία έντονα το Foxy Lady, το Ball and Chain το Voodoo Child και το World of Confusion το Manic Depression. Εξαίρεση αποτελεί Wasn‘t Born in Chicago όπου χρησιμοποιείται ρυθμός jazz με ηλεκτρονικά beats. Ο ήχος, βέβαια, γίνεται πιο απαλός στις μπαλάντες Who Knows (What Tomorrow May Bring)? και Just Can’t Let You Go. Στο δίσκο μπάσο παίζει ο Cass Lewis των Skunk Anansie και ντραμς ο Darrin Mooney των Primal Scream, ενώ αμφότεροι συνεισφέρουν συνθετικά(When the Sun Goes Down, Rectify, Stand Up, Ball and Chain).
Ο Moore δεν κατάφερε ν’ απαγκιστρωθεί από την μεγάλη του αγάπη, τα blues, έτσι με το Power of the Blues του 2004 επέστρεψε σ’ αυτά. Με την παραμονή του Darrin Mooney αλλά κυρίως την επιστροφή του Bob Daisley, οποίος είχε να παίξει μπάσο από το After Hours, ο Moore κατάφερε να δώσει ένα hard rock δυναμισμό σε blues βασισμένα κομμάτια, όπως άλλωστε προδίδει και ο τίτλος. Το γεγονός αυτό προσελκύει στα blues τους πιστούς οπαδούς της hard rock περιόδου του τραγουδιστή-κιθαρίστα. Κάτι που αποδεικνύεται στο ομότιτλο τραγούδι, καθώς και με τις διασκευές στα Evil και I Can’t Quit You Baby του Willie Dixon’s. Μάλιστα το δεύτερο κομμάτι θεωρείται από ορισμένους ισάξιο της διασκευής των Led Zeppelin. Μία επιπλέον διασκευή είναι στο Memory Pain του Percy Mayfield, όπου ο καλλιτέχνης διατηρεί τη λύπη του πρωτότυπου προσθέτοντας τη δική του πινελιά. Εξαίρεση απ’ όλα τα τραγούδια είναι το Can’t Find My Baby που έχει jazz ρυθμό ιδίως στο μπάσο. Με το Torn Inside ο κιθαρίστας αποδεικνύει την επιρροή του από τον μέντορά του Peter Green. Ο δίσκος τελικά κατάφερε να αναδειχθεί ποιοτικά ομότιμο με το Still Got the Blues και κατάφερε να σκαρφαλώσει στο νούμερο 9 του Top Blues Albums.
Το επόμενο άλμπουμ το Old, New, Ballads, Blues του 2006 συνιστά ένα συνονθύλευμα από παλιά blues (Done Somebody Wrong – Elmore James, You Know My Love- Willie Dixon, All Your Love- Otis Rush, Midnight Blues του ίδιου), νέα blues (Ain’t Nobody, Gonna Rain Today, Flesh & Blood, Cut It Out, No Reason to Cry, γραμμένα απ’ τον ίδιο) και μπαλάντες (το μισό άλμπουμ). Τα παλιά blues δεν έχουν να προσθέσουν κάτι σημαντικό, σε αντίθεση με τις νέες συνθέσεις που είναι καλύτερες και οι εκτελέσεις με την κιθάρα είναι πιο δυναμικές και ατμοσφαιρικές. Αποτέλεσμα, το άλμπουμ να κατακτήσει το νούμερο 6 του Top Blues Albums.
Το 2007 ο Moore κυκλοφόρησε άλλο ένα blues-rock δίσκο, με τη θέση του ντράμερ να αναλαμβάνει ο παλιός του γνώριμος από τους Thin Lizzy, Brian Downey. Το μισό μουσικό υλικό αποτελείται από την επανεκτέλεση παλιότερων τραγουδιών με σκληρές και κοφτερές κιθάρες. Πρόκειται για τα Thirty Days του Chuck Berry, Have You Heard? του John Mayall, τα Eyesight to the Blind και Checkin‘ Up on My Baby του Sonny Boy Williamson II καθώς και το Sundown του Son House (σε ακουστική εκτέλεση). Οι μπαλάντες Evenin, Nowhere Fast και I Had A Dream διακρίνονται για το συναισθηματισμό τους τόσο στα φωνητικά όσο και στην κιθάρα.
Το κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη φέρει τον τίτλο Bad for You Baby και δεν διαφέρει στο μουσικό είδος από τα προηγούμενα. Ο δημιουργός του όμως έχει το χάρισμα να μην ακούγεται ανιαρός. Κάνει ότι και στο παρελθόν, διασκευάζει κομμάτια χωρίς να ξεφεύγει από τις μελωδίες τους, αλλά ταυτόχρονα τους προσδίδει αγριότητα χωρίς αυτά να θυμίζουν τα πρωτότυπα, όπως για παράδειγμα τα Walkin’ Thru the Park και Someday Baby του Morganfield, I Love You More Than You’ll Ever Know του Kooper των Blood, Sweat & Tears και Mojo Boogie του Lenoir. Το Holding On είναι μία γλυκιά μπαλάντα με την κόρη του Otis Taylor, Cassie να κάνει τα δεύτερα φωνητικά, κάτι που επαναλαμβάνει στο Preacher Man Blues με τον πατέρα της να παίζει banjo. Άξιο λόγου είναι και το Umbrella Man που θυμίζει τα πρώτα άλμπουμ των Led Zeppelin. Ο δίσκος έφτασε στο νούμερο 2 του Top Blues Albums.
Ο Gary Moore έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 58 ετών από καρδιακή ανακοπή στις 6 Φεβρουαρίου 2011, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην πόλη Estepona της Ισπανίας. Ο Θεός να σε αναπαύει Gary!
Studio albums:
Grinding Stone (1973)· Back on the Streets (1978) · G-Force (1980) · Corridors of Power (1982) · Dirty Fingers (1983-4) ·Victims of the Future (1984) · Run for Cover (1985) · Wild Frontier (1987) · After the War (1989) · Still Got the Blues (1990) · After Hours (1992) · Blues for Greeny (1995)· Dark Days in Paradise(1997) · A Different Beat (1999) · Back to the Blues (2001) · Scars (2002) · Power of the Blues (2004) · Old New Ballads Blues (2006) · Close as You Get (2007) · Bad for You Baby (2008)
Live albums:
Live at the Marquee (1983) · Rockin’ Every Night- Live in Japan (1983) · We Want Moore! (1984) · Blues Alive (1993) · Live at Monsters of Rock (2003)
Συλλογές:
Gary Moore (1982) · Anthology (1986) · Ballads & Blues 1982–1994 (1984) · Out in the Fields (1998) · Blood of Emeralds (1998) · Best of the Blues (2002) · Have Some Moore (2002) · Parisienne Walkways: The Blues Collection (2003) · Back on the Streets: The Rock Collection (2003) · The Essential Gary Moore (2003)· The Platinum Collection (2006)
Νικόλαος Καπίρης
1407