BLACKFIELD: “V”

Κοιτάζοντας κανείς στο εξώφυλλο του “V”, του νέου, πέμπτου άλμπουμ της σύμπραξης του Βρετανού μουσικού και παραγωγού Steven Wilson με τον Ισραηλινό συνθέτη Aviv Geffen, παρατηρεί αμέσως τη σημειολογική αναφορά της επιστροφής του μπουκαλιού από το εξώφυλλο της πρώτης τους δουλειάς.

Είναι μια συνειδητή επιλογή του Wilson και συμβολίζει την ολική επαναφορά του στα δρώμενα των Blackfield μετά την αποστασιοποίηση των δύο προηγούμενων δίσκων.

Οι Blackfield έσπρωξαν το όνομά τους στην παγκόσμια μουσική κοινότητα στην αυγή του νέου αιώνα και είχαν την εύνοια να εισάγουν κάποια τραγούδια του πρώτου άλμπουμ σε αναρίθμητους χώρους και σπίτια, αγγίζοντας μια απρόσμενη επιτυχία από την πρώτη στιγμή. Η συνταγή και η ιδανική ισορροπία των δυο μουσικών απέδωσε τους καρπούς των δύο πρώτων δίσκων τους που κουβάλησαν ιδανικά την δεξιότητα να προσφέρουν από τη μία άμεση μουσική χωρίς ευτέλεια, και να ικανοποιήσουν από την άλλη τους μόνιμους ακόλουθους του Wilson που είχαν την ευκαιρία να γευτούν τη δημιουργικότητά του σε διαφορετική δοσολογία.

Η καθιέρωση άνοιξε το δρόμο στον Geffen να συνεργαστεί με παραγωγούς σαν τον Tony Visconti και τον Trevor Horn και να παίξει με μεγέθη σαν τους U2 και τους Placebo. Βέβαια, η αποστασιοποίηση του Wilson μετά την ολοκλήρωση του “II” αποδυνάμωσε το οπλοστάσιο των Blackfield και αυτό φάνηκε στα “Welcome To My DNA” και “IV”, παρά την παρουσία εξαιρετικών καλεσμένων σαν τον Brett Anderson των Suede και τον Jonathan Donahue των Μercury Rev .

Στο “V” ο Wilson όμως είναι πίσω, μαζί με όλα αυτά που μπορεί να σημαίνει η ολική του επαναφορά. Η μηχανή του διπόλου τους κουρδισμένη ξανά, ανακτά άμεσα την προφανή ικανότητα που πρόσφερε στο ξεκίνημα και μας δίνει ένα άλμπουμ που κοιτάζει κατάματα τις δύο πρώτες δουλειές τους. Με φόντο τον ωκεανό, η βάση του νέου άλμπουμ διατηρεί μια χαλαρή σχέση μεταξύ των 13 τραγουδιών που σημαδεύονται από την αδυναμία και την ανθρώπινη ασημαντότητα. Η μεταφορά της θάλασσας και του νερού, όπου κάποιες φορές επιπλέουμε και άλλοτε βυθιζόμαστε, κάποιες φορές βλέπουμε μέχρι τον βυθό και άλλες το βρώμικο νερό μας τυφλώνει, βολεύει τη διάθεση των δυο μουσικών.

18 μήνες σύνθεσης και ηχογραφήσεων στην Αγγλία και το Ισραήλ, συναρμολογούν σταδιακά το “V”. Ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα οι δυο μουσικοί προσθέτουν άλλο ένα βαρύ όπλο με τη συνδρομή του τεράστιου Alan Parsons που κάνει την παραγωγή σε τρία τραγούδια του δίσκου.

Μετά την ορχηστρική εισαγωγή του “A drop in the ocean”, το αντιπροσωπευτικό “Family man” φροντίζει άμεσα να δώσει το στίγμα εκείνης της ισορροπίας που χαρακτήριζε τους Blackfield στην αφετηρία τους. Η υπόσχεση διατηρείται με ακρίβεια σε όλη τη διάρκεια των 44 λεπτών του άλμπουμ. Η σοφή αμεσότητα της αποτελεσματικής τραγουδοποιίας των Wilson/Geffen γεμίζει τις διάφορες αποχρώσεις των διαθέσεων του δίσκου (και είναι διαφοροποιημένες κάνοντας τη ροή του ελκυστική και εύκολη) με “νομιμοποιημένες” μελωδίες για τη μάζα χωρίς ίχνος ευτέλειας. Σε συνδυασμό με εξαιρετικές αλλά ποτέ υπερβολικές ενορχηστρώσεις , τα τραγούδια αποτελούν σύντομες αυτόνομες μουσικές περιπέτειες , εμφανείς και τόσο εύχρηστες στην επανάληψη.

Ανάμεσα στα 13 τραγούδια του “V” υπάρχουν δυο ιδιαίτερες στιγμές, μια για τον καθένα από τους δυο δημιουργούς. Η πιο δύσκολη επιστροφή για τον Geffen στα γραμμένα κεφάλαια του άλμπουμ βρίσκεται στο “October”, μια πελώρια παγίδα ευπρεπούς ευαισθησίας. Ο Wilson από την άλλη, φροντίζει να κλείσει το δίσκο με μια τολμηρή, γενναία αποτίμηση των θυσιών μιας καριέρας απέναντι από τη μοναξιά και την παγωνιά της προσωπικής ζωής, στο αποκαλυπτικό “From 44 to 48”.

Το μπουκάλι μετά το ταξίδι του στη θάλασσα, γύρισε με το πικρό του μήνυμα πως εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τίποτα, χαμένοι από την αρχή. Ας μην το βαρύνουμε όμως τόσο και ας μείνουμε στο σημειολογικό του υπαινιγμό, που προτιμά και ο Aviv: “οι Blackfield είναι τελικά το μοναδικό μαξιλάρι για μένα και τον Steven να ακουμπήσουμε τα δάκρυά μας, είμαστε οι αληθινοί και μοναδικοί γονείς του και είναι κάτι όμορφο για να το αφήσεις να χαθεί”…

566
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…