Label Maker

Σήμερα υπέπεσε στην αντίληψη μου άρθρο διεθνούς καναλιού- μέσου που κατέτασσε με χαρακτηριστική άνεση την ιστορική μπάντα των Bad Brains στην κατηγορία funk metal.

Να το επαναλάβω αν δεν το διαβάσατε καλά: “FUNK METAL”, αν έχετε το θεό σας, γιατί εγώ τον εγκατέλειψα εδώ και καιρό.

Για όσους δεν γνωρίζετε τι ονομαζόταν κάποτε funk metal  έχω να σας πω ότι, περίπου στα τέλη ‘80 και αρχές ‘90, ο πάλαι ποτέ κραταιός μουσικός τύπος θεωρούσε funk metal μπάντες όπως Red Hot Chilli Peppers, Faith No More, Jane’s Addiction,  Fishbone,  Living Colour, Infectious Grooves, Mordred και, αν είναι δυνατόν, τους Suicidal Tendencies. Κι εγώ σας λέω ότι, αφού παίζουμε το παιχνίδι των ονομάτων, θα τα βάλω στην κατηγορία των crossover, γιατί έτσι γουστάρω και επειδή είμαι πιο ενημερωμένος και από το Headbanger’s Ball.

Πολλοί από εσάς που ενδεχομένως είχατε κάποια επαφή με όλο αυτό το rock γαϊτανάκι των προηγούμενων δεκαετιών, θα έχετε στραβώσει τη μούρη σας σε σημείο μόνιμης βλάβης. Οι υπόλοιποι θέλετε απλά να ακούτε μουσική και δεν έχετε ιδέα για τι μιλάω, οπότε μη σπαταλάτε το χρόνο σας άδικα.

Η ιστορία αυτή έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά είχε μια κρίσιμη καμπή καμιά 25αριά χρόνια πριν, όταν ένα μικρό αστείο κατέληξε να αλλάξει το ρου της σύγχρονης μουσικής. Συνήθως, όταν ένα γνήσιο troll διαπιστώνει ότι η κακόγουστη φάρσα του αρχίζει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις, γελάει μέχρι βέβαια να πάρει αυτή  διαστάσεις σε σημείο που το ντόμινο να επιστρέψει στο ίδιο και τότε το αστείο παύει να είναι διασκεδαστικό.

Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Mark Arm όταν δημοσιογράφοι του ανεξάρτητου βρετανικού τύπου του ζητούσαν να περιγράψει τον ήχο της νέας του μπάντας, Mudhoney, και κατ’ επέκταση, της Sub Pop, της hip underground εταιρείας πίσω από τους Mudhoney. Η  λέξη που ξεστόμισε ο σαρκαστικός λεξιπλάστης Arm ήταν το καθιερωμένο πλέον “grunge”, αναφερόμενος στο βαριά παραμορφωμένο ήχο των κιθαρών της μπάντας, όρος ο οποίος εξυπηρέτησε την ανερχόμενη, μικροσκοπική τότε, Sub Pop, ώστε να προωθήσει το προϊόν της.

Αυτό που έσκασε σαν μπούμερανγκ στα μούτρα του Arm και των Mudhoney ήταν η, κατόπιν αυτού του περιστατικού, κατηγοριοποίηση, ή αλλιώς “τσουβάλιασμα”, της μουσικής τους με αυτήν των υπολοίπων συντοπιτών τους, με τους οποίους, πολλές φορές, δεν συμβάδιζαν ιδεολογικά, πόσο μάλλον ηχητικά.

Η Sub Pop λοιπόν, κατάφερε εν μία νυκτί και με τη συνδρομή των Nirvana, όχι μόνο να κάνει Μέκκα του σκληρού ήχου το, ανύπαρκτο μέχρι τότε, Seattle , αλλά να προωθήσει και στα μέσα μια καινούργια pop υποκουλτούρα, ώστε να εδραιωθεί το προϊόν της. Τα Μέσα, που ούτως ή άλλως δε χάνουν τέτοιες ευκαιρίες μαζικότητας,  έπαιξαν το παιχνίδι αυτό με ευχαρίστηση, προωθώντας ακόμη και κανόνες ένδυσης κι επικοινωνίας, στηριζόμενα και στα πιο απίστευτα φούμαρα,  με τα οποία τα τροφοδοτούσε η ανεξάρτητη εταιρεία.

Κάπως έτσι και μετά από τις πρώιμες, στυλιζαρισμένες, κατά τα πρότυπα της Motown, παραγωγές και συλλογές Deep Six της Sub Pop κι ενώ πολλές μπάντες είχαν αποστασιοποιηθεί, πλέον από το δυναμικό της εταιρείας, και προφανώς από τον ήχο της, κατόρθωσε ο μουσικός Τύπος να βάλει στον ίδιο ντορβά φιλικές προς το metal μπάντες, όπως οι Alice in Chains και οι Soundgarden (το metal στα 90’s κατά τον Scott Ian), βαριές rock μπάντες, όπως οι Tad και οι Melvins, πιο μελωδικές, όπως οι Screaming Trees κι ακόμη και παντελώς άσχετες με το χρόνο και το χώρο, όπως οι Sonic Youth.

Προφανώς μεγάλος παίκτης στην παραπάνω παρτίδα ήταν και η μουσική βιομηχανία, που, στέλνοντας επί τόπου manager κι άλλου είδους όρνια, απομύζησε ό,τι υπήρχε σε underground rock μπάντα κι όταν πλέον η περιοχή στέρεψε, αποφάσισε να κινηθεί σε άλλες περιοχές προς αναζήτηση της χήνας που κάνει τα χρυσά αυγά (λέγε με και Nirvana). Η κατάσταση ήταν τόσο γελοία που ξεπηδούσαν πλέον “grunge” μπάντες όπως οι Silverchair, οι Bush  και οι Stone Temple Pilots ή ακόμη πιο αστεία, γιατί κάπως έτσι ανακαλύφτηκαν και οι Tool, για να μην αναφερθεί ο πάτος συγκροτημάτων τύπου Creed, Nickelback , Godsmack, Staind κ.ο.κ.

O Kim Thayil των Soundgarden ισχυρίζεται στο ντοκιμαντέρ Hype! πως, πέραν του ότι έβλεπε την καθημερινή του ενδυμασία σε περιοδικά μόδας, ήταν πλέον αναγκασμένος να πληρώνει 50-60 δολάρια για ένα καρό φανελένιο πουκάμισο, που κάποτε δεν κόστιζε ούτε 5 και όλα αυτά λόγω μίας μουσικής ταμπέλας ,που, πασιφανώς, εξυπηρετούσε τις βλέψεις της βιομηχανίας  και όχι των καλλιτεχνών.

Συνεπώς, είναι κωμικοτραγικό και ταυτόχρονα ατυχές να βλέπεις κάποιον μουσικό ειδήμονα, είτε λέγεται δημοσιογράφος, διοργανωτής ή απλά μουσικόφιλος, να προσπαθεί να κατατάξει μια μπάντα σε κάποια ταμπέλα, όπως, επί παραδείγματι, “thrash/ death/ black metal με στοιχεία από μογγολικό folk”, στα πλαίσια προώθησής της. Το γεγονός αυτό καθαυτό καταπατά, σίγουρα, κάθε μοναδικότητα, τόσο του χαρακτήρα του καλλιτέχνη όσο και του δημιουργήματος. Αν μη τι άλλο, αν παραβλέψει κανείς όλη αυτήν την παπαρολογική πολιτική ορθότητα, είναι εμφανώς άκρως αποπροσανατολιστική κι άτοπη η οποιαδήποτε τοποθέτηση ταμπέλας επί της μουσικής  για την ευκολότερη κατηγοριοποίησή της. 

Αυτό που  το κάνει εξίσου ανησυχητικό βέβαια, είναι η κατά μεγάλο ποσοστό, οπισθοδρομική ελληνική μουσική κοινότητα που εξυπηρετείται από τέτοιου είδους μεθοδεύσεις, όποτε λες ότι όταν ξαναδώ τις λέξεις stoner/ grunge στην περιγραφή κάποιας μπάντας, ψάχνω να βρω τις διευθύνσεις των μελών…

302