ENUFF Z’NUFF: “Clowns Lounge”

Οι Enuff Z’ Nuff είναι μια heavy glam rock μπάντα από το Blue Island του Illinois, που ξεκίνησε τη διαδρομή του από το 1984 αλλά έγινε δισκογραφικά ενεργή από το 1989, γνωρίζοντας μια σχετική επιτυχία και αναγνώριση στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90.

Από το ομότιτλο ντεμπούτο τους μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 13 στούντιο άλμπουμ. Ο τελευταίος δίσκος τους με νέο υλικό είναι το “Dissonance” του 2010 και ,πέρα από τη συναυλιακή δράση του γκρουπ , την απουσία νέων τραγουδιών έρχεται να μετριάσει το άλμπουμ αυτό με τον τίτλο “Clowns Lounge”.

Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με αρχειακό υλικό ηχογραφήσεων από τη διετία 1988-89, όταν το γκρουπ βρισκόταν σε συνθετικό οργασμό και έγραψε πληθώρα τραγουδιών. Αρκετά από αυτά έμειναν στη διαδικασία των προηχογραφήσεων και δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Τα τραγούδια έχουν γραφτεί από τον Chip Z’nuff (vocals/bass/guitar) που συνεχίζει αρχηγικά να οδηγεί το γκρουπ, σε συνεργασία με τον συνιδρυτή και αυθεντικό τραγουδιστή Donnie Vie, όπως άλλωστε και σε όλες τις δουλειές του συγκροτήματος.

Για έξι εβδομάδες η μπάντα δούλεψε στο στούντιο στο Chicago, επανηχογραφώντας μέρη των παλιών αναλογικών ηχογραφήσεων. Έχοντας έτοιμους τους σκελετούς των τραγουδιών, ο βασικός στόχος ήταν να αναπαραχθεί με επιτυχία και πιστότητα το κλίμα και η διάθεση που βρίσκεται το γκρουπ σήμερα και να αποτυπωθεί στα τραγούδια αυτά. Μοναδική νέα προσθήκη το “Dog on a bone” που ανοίγει το άλμπουμ και έχει δέσει αρμονικά με το υπόλοιπο υλικό.

Δεν είναι δύσκολο βέβαια να φανταστεί κάποιος το μουσικό ύφος, καθώς η διαφοροποίηση είναι μάλλον μια άγνωστη λέξη για τη διαδρομή τους. Γεννημένοι διασκεδαστές και εκφραστές ενός ψυχαγωγικού rock pop ύφους με ελαφρώς μεταλλικό περιτύλιγμα, συνεχίζουν να λειτουργούν στο πεδίο τους. Σημαντικός παράγοντας στη ζωντάνια του δίσκου το γεγονός πως το υλικό προέρχεται από μια ακμαία και δημιουργική για αυτούς περίοδο πριν η οποιαδήποτε φθορά του χρόνου τους ακουμπήσει.

Μετά το εισαγωγικό και μοναδικό νέο κομμάτι, τα δυο πρώτα τραγούδια του παλαιότερου υλικού, τα “Runaway” και “Back in time” ξεχωρίζουν με την πρώτη ακρόαση και θα έπαιζαν εύκολα του ρόλο του single κράχτη. Από το υπόλοιπο υλικό διαφοροποιείται σημαντικά το “Devil of Shakespeare” με τη μελωδικότητα και το συναισθηματισμό του και με συμμετοχές από τους Jani Lane (Warrant) και James Young (Styx).

Τo κοινό και ο στόχος των glam rockers από το Illinois είναι δεδομένα και ξεκάθαρα. Όσοι έχουν στερητικά μέχρι την επόμενη φρέσκια δουλειά τους θα βρουν μια πρώτης τάξης παρηγοριά με μια γερή δόση νοσταλγίας από τις εποχές της νιότης. Αυστηρά για οπαδούς.

700
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…