Για τους φίλους των σαμουράι οι ボリス (μάθε να διαβάζεις, στράβακα), δεν έχουν κάτι να δώσουν, παρά μόνο tips για να αποφύγεις το sepuku ακούγοντας τη μουσική τους.
Οι Γιαπωνέζοι Boris, που με το όνομα τους δείχνουν το πόσο αγαπούν τους έτερους σχιζοφρενείς Melvins (o τίτλος είναι κομμάτι τους από το album “Bullhead”), αποφάσισαν να παίξουν για πρώτη φορά με τα “νεύρα” μας το 1992, όταν και δημιουργήθηκε στο Τόκυο.
Αν και ξεκίνησαν τετράδα, λίγο πριν την ηχογράφηση του ντεμπούτου album τους “Absolutego”, o αρχικός drummer Nagata αποχώρησε και ο βασικός τραγουδιστής τότε, Atsuo Mizuno ανέλαβε να κάτσει και στο σκαμπό. Παίζοντας σε δύσκολη πίστα από την αρχή, οι Boris γράφουν ένα κομμάτι 60 λεπτών που αποτελεί και το δίσκο. Πειραματιζόμενοι ουσιαστικά με θόρυβο γίνονται απευθείας συνυφασμένοι με τον όρο drone.
Αφού μοιράστηκαν ένα επτάιντσο με τους Tomsk 7 από την Αριζόνα, έβαλαν πλώρη για τη δεύτερη τους κυκλοφορία, “Amplifier Worship”, όπου παίρνει το χρίσμα του βασικού τραγουδιστή ο μπασίστας/κιθαρίστας Takeshi Ohtani και αυτός ο δίσκος είναι από τους λίγους τους, που περιέχουν φωνητικά σε κάθε κομμάτι.
1998 ήταν η χρονιά που οι Boris νιώθουν την ανάγκη να ενώσουν την αρρώστια τους με άλλους “θορυβώδεις” μουσικούς και η συνεργασία με τον Keiji Haino ονομάστηκε “Black: Implication Flooding”.
Αφού ετοίμασαν ένα ακόμα split, αυτή τη φορά με τους Ιάπωνες Choukoku no Niwa (“More Echoes, Touching Air Landscape”), το 2000 ήρθε η σειρά του τρίτου τους (δεν θα μετράμε τις συνεργασίες γιατί έτσι δεν φτάνουν οι μπίλιες του άβακα) “Flood”. Αυτή τη φορά, οι Boris εκτός από τις sludge επιρροές τους, συνδυάζουν και εκείνες που τους έχει επιβάλει η psychedelic rock. Τώρα, οι Boris ακούγονται πιο απλοί (που λέει ο λόγος) και προσελκύουν περισσότερα αυτιά, που ίσως νωρίτερα να μάτωναν υπερβολικά.
Το 2002 γίνεται μια μοναδική συνάντηση. Οι Boris αποφασίζουν να συνεργαστούν με τον Merzbow και να πολλαπλασιάσουν την πειραματική τους αξία. To “Megatone” είναι μια “συλλογή θορύβων” που θα κάνει κάποιους να νομίζουν πως κάηκαν τα ηχεία τους, αλλά στην πραγματικότητα, όντας κομμάτι της μοντέρνας τέχνης, σε προκαλεί να δεις πόσο εκείνα αντέχουν.
Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει και το πέμπτο τους “Heavy rocks”. Σε αυτό, οι Ιάπωνες συνδυάζουν με τον δικό τους τρόπο την παρακαταθήκη των Kyuss και των παλαιότερων doom πατεράδων, χωρίς να ξεχνούν το πολυαγαπημένο τους sludge και φυσικά, χωρίς να αγνοούν την πειραματική τους φύση.
Το 2003 μοιράζονται ένα ΕΡ με τους The Dudley Corporation και κυκλοφορούν το πέμπτο τους δίσκο “Akuma no Uta”, το τραγούδι του διαβόλου ελληνιστί. Οι Boris για μια ακόμη φορά θα κυκλοφορήσουν έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο, όσον αφορά στα διάφορα στυλ που περιέχει, δείχνοντας πως κάνουν ξανά άνοιγμα προς το πιο “απλό” κοινό που αρέσκεται σε ήχους φερμένους από τη δεκαετία του 70.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί καν το 2003 και οι Boris κυκλοφορούν το έκτο τους πόνημα “Boris at Last: Feedbacker”, το οποίο δυο χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει σε DVD, από live εμφάνιση τους στην Νέα Υόρκη.
Γρήγορα γρήγορα, τον επόμενο Αύγουστο (2004) κάνουν το επόμενο τους βήμα με το νούμερο 7 album “The Thing Which Solomon Overlooked”, με το τρίο από την Άπω Ανατολή να εξερευνεί ambient δρόμους.
Δεν μπορούν από ό,τι έχεις ήδη καταλάβει να σε αφήσουν ήσυχο ούτε ένα εξάμηνο και στην αυγή του 2005 ξανασμίγουν με τον Merzbow και κυκλοφορούν το live album “04092001”, το οποίο περιέχει 5 κομμάτια από το album τους “Heavy Rock”. Μια προειδοποίηση ήταν για το τι θα ερχόταν αργότερα εκείνη τη χρονιά με το “Sun Baked Snow Cave”, οπού οι πλέον αγαπημένοι συνεργάτες παίζουν μεταξύ σιωπής και drone metal. Spoiler για τη συνέχεια: το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Stephen O’Malley των Sunn O))).
Την ίδια περίοδο με το live album τους, είχαν καταφέρει να κυκλοφορήσουν και ένα διπλό album, όγδοο στη σειρά, με τίτλο “Dronevil”, το οποίο περνάει σε διάρκεια τις δυο ώρες! Στο πρώτο 60-λεπτο έχουμε να κάνουμε κυρίως με drone/ambient συνθέσεις/θορύβους, ενώ στο δεύτερο οι κιθάρες έχουν τον πρωταρχικό ρόλο.
Όχι βέβαια, δεν έχουμε φτάσει στο 2006 ακόμα, με τους Boris να φτάνουν τον αριθμό 9 στη δισκογραφία τους, με το “Soundtrack from Film “Mabuta no Ura”. Αν και κάτι τέτοιο προδίδει ο τίτλος, ταινία βαπτισμένη έτσι δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στη φαντασία των Γιαπωνέζων μουσικών.
Μη θέλοντας να αφήσουν το 2005 να φύγει, μια συλλογή με live εκτελέσεις τους (“Boris Archive”) και το δέκατο τους album “Pink” κυκλοφορούν ως το τέλος της δύσμοιρης για το κείμενο αυτό χρονιάς. Σε αυτό οι Boris εντάσσουν πολλή μελωδία και αυτό το γεγονός φέρνει πολλές θετικές κριτικές και κάνει αυτό το album, ίσως το σημαντικότερο της καριέρας τους. Οι Έλληνες θα έχουμε την ευτυχία να το ακούσουμε στην ολότητα του, την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου στο Fuzz Club (δελτίο τύπου).
Καλή χρονιά λοιπόν, μιας που το 2006 έφτασε επιτέλους! Το δεύτερο και το τρίτο μέρος του “The Thing Which Solomon Overlooked” κυκλοφόρησαν, χωρίς να διαφέρουν από το πρώτο μέρος που είχε ως κεντρικό άξονα τη drone/ambient μουσική.
Έξι μήνες μετά κυκλοφορούν και το νούμερο 13 album με τίτλο “Vein”. To περίεργο με αυτό το δίσκο είναι πως κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές εκδόσεις, τις οποίες μπορούσες μονάχα να ξεχωρίσεις να εξερευνούσες το βινύλιο. Η μία αποκαλούμενη “Hardcore Version” είχε πολλά στοιχεία από hardcore και crust-punk, ενώ για πρώτη φορά μετά από χρόνια ο Atsuo είχε την ηγεσία στα φωνητικά. Στην άλλη version, “Noise Version”, επικρατούσε η drone/ambient πλευρά τους και δεν είχε καθόλου φωνητικά.
Την ίδια χρονιά, οι Ιάπωνες συνάπτουν μια δυναμική συνεργασία με τους άρχοντες του drone doom ήχου, Sunn O))), και το “Altar” είναι γεγονός. Εκτός από τα μέλη των δύο groups, μέρος σε αυτό τον πυλώνα του “περίεργου” ήχου παίρνουν και οι Kim Thayil (Soundgarden), Joe Preston (Earth, Thrones, Melvins, High on Fire), Phil Wandscher και Jesse Sykes (Jesse Sykes and the Sweet Hereafter), καθώς και οι συνεργάτες των Sunn O))), TOS Niewenhuizen και Rex Ritter.
Μια περιορισμένη έκδοση σε διπλό CD, περιείχε και ένα τραγούδι 28 λεπτών με τη συμμετοχή του Dylan Carlson (Earth).
Στα τέλη της ίδια χρονιάς, μια ακόμη συνεργασία βγήκε στο φως, αυτή τη φορά με τον Ιάπωνα κιθαρίστα, Michio Kurihara και τίτλο “Rainbow”. O δίσκος αυτός αφήνει τις κιθάρες να κάνουν κουμάντο με τον Kurihara να σολάρει ασταμάτητα πάνω άλλοτε από noise και άλλοτε από πιο καθαρό μουσικό υπόβαθρο των Boris.
O Merzbow επανεμφανίζεται στο πλάι των Boris το 2007 για την κυκλοφορία του 12’’ “Walrus/Groon”, με το πρώτο να είναι διασκευή του “I am a Walrus” των Beatles, και για μια ακόμη live συνεργασία τους με τίτλο “Rock Dream”, ενώ την ίδια χρονιά έρχεται και το split live album “Long Hair and Tights” με τους Αμερικανούς Doomriders, έχοντας εξώφυλλο που αποτίει φόρο τιμής στο “Screaming for Vengeance” των Judas Priest, καθώς και ένα split EP με τους Stupid Babies Go Mad.
Φτάσαμε στο 2008 και ως τώρα σίγουρα, φίλε μου, έχεις χάσει το μέτρημα! Το 14ο ολοκληρωμένο τους album “Smile” κυκλοφορεί με συμμετοχές των Michio Kurihara και Stephen O’ Malley, o οποίος σχεδίασε το εξώφυλλο της αμερικάνικης έκδοσης, αφού στη Southern Lord δεν αρέσουν και πολύ οι καρδούλες. Το “Smile” είναι το δεύτερο album των Boris στο οποίο κάθε κομμάτι περιέχει φωνητικά. Το “Smile -Live at Wolf Creek-” ήρθε στα τέλη του ίδιου χρόνου, ένα μήνα πριν τη δεύτερη συνεργασία τους με τον Michio Kurihara “Cloud Chamber”.
Οι Boris, όσο και αν φαίνεται παράξενο, εξαφανίζονται για περίπου δυο χρόνια και επιστρέφουν το 2010 παρέα με τον Ian Astbury και το ΕΡ “BXI” (review). To ωραίο με αυτό το ΕΡ είναι πως έχει τέσσερα κομμάτια, από τα οποία ο Ian τραγουδάει στα 3 και το τέταρτο είναι διασκευή στο “Rain” των The Cult, χωρίς δικά του φωνητικά.
To 2011 συνεργάζονται στο “Klatter” για τρίτη φορά με τον Merzbow, κυκλοφορούν το 15ο τους “New Album” με πολύ prog rock ύφος (θα άρεσε πολύ στον Devin Townsend φαντάζομαι), ενώ ένα μήνα αργότερα έρχoνται το 16ο “Heavy Rocks 2” και το 17ο “Attention Please” δικαιολογώντας την δίχρονη απουσία τους από τα δισκογραφικά δρώμενα. Το “Heavy Rocks 2” βαδίζει στα χνάρια του πρώτου μέρος που είχε βγει 9 χρόνια νωρίτερα, ενώ το “Attention Please” πατάει λίγο και σε pop χώματα.
Και πάλι δυο χρόνια μεσολαβούν μέχρι το 18ο τους “Präparat” (2013), στο οποίο οι Boris επιστρέφουν σε πιο γνώριμα για τους ίδιους μονοπάτια. Ένα χρόνο μετά, θα μας προσφέρουν και το 19ο album τους “Noise” (2014), που όπως δήλωσαν και οι ίδιοι, συνδυάζει υπέροχα “sludge-rock, καταιγιστικό crust punk, γυαλιστερό shoegaze, επικό doom, ψυχεδελικές μελωδίες και σχεδόν ό, τι έχουμε κάνει”.
To 2015 οι Boris χτυπούν για μια ακόμη φορά εις τριπλούν στις 4 Μαΐου…με το “Urban Dance”, το μοναδικό από τα τρία πού έχει την όποια σχέση με την rock μουσική, με το “Warpath” να επιστρέφει στα πάτρια drone εδάφη και το “Asia” πάει ακόμα πιο μακρυά στον πειραματισμό της noise κουλτούρας.
Το 2016 δεν έχει τελειώσει ακόμα και οι Boris έχουν κυκλοφορήσει ΜΟΝΟ (αστείο να το λες, αλλά για τους συγκεκριμένους έχει βάση) την τέταρτη συνεργασία τους με τον Merzbow “Gensho” (διαβάστε την κριτική του Αλέξη Δρυμιώτη), το οποίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο περιέχονται επανηχογραφήσεις κομματιών των Boris και η διασκευή του “Sometimes” των My Bloody Valentine και στο δεύτερο υπάρχουν νέες συνθέσεις του Merzbow και “αποτελείται από 2 cd (ή 4 LP) φτιαγμένα για να παίζονται παράλληλα”.
Μέχρι το ημερολόγιο να δείξει 1η Ιανουαριού του επομένου, οι Boris μπορεί να μας βομβαρδίσουν με πολλαπλές κυκλοφορίες, αλλά μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία όμως, αφού μιλάμε για ένα συγκρότημα που είναι ικανό να πιάσει σημαντικό χώρο στα ράφια σας με τις κυκλοφορίες του. Έχουν εντάξει αρκετά μουσικά ύφη στις δεκάδες παρουσιάσεις τους και από ό,τι φαίνεται έχουν ακόμα ιδέες να αναπτύξουν.
Εμάς όμως θα μας πάνε χαλαρά με το “Pink” (το οποίο φέτος επανακυκλοφόρησε) στις 12 Δεκεμβρίου, αλλά καλού κακού κρατάτε ψυχοφάρμακα και ωτασπίδες!
You’ve been Warned!
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ